Στην προμήθεια νέων αστικών λεωφορείων φυσικού αερίου και πετρελαίου αναμένεται να δώσει προτεραιότητα το υπουργείο Υποδομών σύμφωνα με πληροφορίες, με την απόκτηση ηλεκτροκίνητων οχημάτων να δρομολογείται σε μεταγενέστερο χρόνο.
Αυτό θα συμβεί, όπως αναφέρουν αξιόπιστες πηγές, προκειμένου να εξεταστούν με λεπτομέρεια οι προδιαγραφές των νέων ηλεκτρικών λεωφορείων και οι ανάγκες συντήρησής τους.
Ο διαγωνισμός για την απόκτηση τουλάχιστον 750 νέων λεωφορείων αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αναμένεται να ξεκινήσει έως τον επόμενο Σεπτέμβριο και όπως όλα δείχνουν θα διεξαχθεί σε δύο ή περισσότερες διαφορετικές φάσεις.
Την περίοδο αυτή εξετάζονται οι προδιαγραφές του διαγωνισμού, δεδομένου ότι στόχος του υπουργείου Υποδομών είναι η διαδικασία να προχωρήσει απρόσκοπτα με τις λιγότερες δυνατές νομικές επιπλοκές.
Σύμφωνα με πληροφορίες μάλιστα, δεν αποκλείεται το Δημόσιο να προμηθευτεί περισσότερα από 1.000 λεωφορεία σε όλες τις φάσεις του διαγωνισμού.
Εκκρεμότητα ο αριθμός των ηλεκτρικών οχημάτων
Υπό εξέταση είναι και ο τελικός αριθμός των ηλεκτρικών οχημάτων, ο οποίος ενδέχεται να διαμορφωθεί σε ποσοστό κοντά στο 40% του συνολικού αριθμού των καινούργιων λεωφορείων.
Σημαντικό ρόλο στις τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τον αριθμό των ηλεκτρικών λεωφορείων που θα προμηθευτεί το Δημόσιο, αναμένεται να παίξει και το εθνικό σχέδιο για την ηλεκτρική κινητικότητα.
Την εκπόνησή του έχει αναλάβει η διυπουργική επιτροπή για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης, η οποία θα πρέπει έως τις 30 Ιουνίου να έχει παρουσιάσει τα συμπεράσματά της.
Όπως τονίζουν κυβερνητικά στελέχη, σημαντικός θα είναι στην προετοιμασία του διαγωνισμού και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), με την οποία έχουν ήδη ξεκινήσει συζητήσεις για το διορισμό τεχνικού συμβούλου.
Ο προϋπολογισμός του διαγωνισμού αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ και όπως έχει δηλώσει ο Κώστας Καραμανλής, η προμήθεια των λεωφορείων θα χρηματοδοτηθεί από την ΕΤΕπ και από εθνικούς πόρους.
Η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών επιθυμεί τα πρώτα νέα λεωφορεία να ξεκινήσουν δρομολόγια μέσα στο 2021, προκειμένου να αλλάξει η εικόνα διάλυσης που παρουσιάζει ο στόλος των λεωφορείων σε Αττική και Θεσσαλονίκη.
Είναι ενδεικτικό ότι από το σύνολο των 2.000 λεωφορείων στην Αττική, λιγότερα από τα μισά βγαίνουν καθημερινά στους δρόμους. Ακόμα χειρότερη είναι η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη, με τα διαθέσιμα λεωφορεία σε λειτουργία να ανέρχονται σε μόλις 200.
Σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, περίπου το 65% των νέων οχημάτων προορίζεται για την Αττική και το υπόλοιπο για την κάλυψη των αναγκών της Θεσσαλονίκης.
Το πιθανότερο σενάριο για τη συντήρηση
Το πιθανότερο σενάριο προβλέπει την ανάθεση της συντήρησης των νέων οχημάτων σε ιδιώτες, οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη και για την προμήθεια ανταλλακτικών.
Τα τεύχη δημοπράτησης για την αγορά εκατοντάδων αστικών λεωφορείων θα περιλαμβάνουν σαφείς προβλέψεις για τους όρους και το χρονικό διάστημα συντήρησης των νέων οχημάτων.
Ένα από τα σενάρια που εξετάζονται αφορά σε σύμπραξη δημόσιου - ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), δεδομένου πως οι εργασίες συντήρησης θα εκτελούνται από τους περίπου 800 τεχνικούς οι οποίοι εργάζονται στην εταιρεία Οδικές Συγκοινωνίες (ΟΣΥ).
Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, ο ανάδοχος θα αναλάβει την κατασκευή των εγκαταστάσεων συντήρησης των ηλεκτρικών λεωφορείων, ενώ θα εκπαιδεύσει το τεχνικό προσωπικό το οποίο θα πρέπει να εξοικειωθεί με τη νέα τεχνολογία της ηλεκτροκίνησης.
Ο προηγούμενος ηλεκτρονικός διαγωνισμός για την προμήθεια 750 λεωφορείων, τον οποίο είχε ξεκινήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προέβλεπε ότι ο ανάδοχος θα αναλάβει και τη συντήρηση για 15 έτη.
Οι προδιαγραφές του προηγούμενου διαγωνισμού για τη συντήρηση, πρωτίστως των 320 ηλεκτρικών λεωφορείων, είχε προκαλέσει έντονο προβληματισμό στην αγορά δεδομένου ότι τα οχήματα αυτά ενσωματώνουν νέα τεχνολογία για την οποία οι απαιτήσεις συντήρησης δεν είναι εντελώς ξεκάθαρες.
Για τον λόγο αυτό μάλιστα, δύο μεγάλες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων προσέφυγαν τον περασμένο Ιούλιο στην Ανεξάρτητη Αρχή Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΑΠΠ), υποστηρίζοντας ότι η προετοιμασία του διαγωνισμού ήταν ελλιπής και ότι η διαβούλευση ήταν επουσιώδης και βιαστική.
Αχιλλέας Τόπας
economistas.gr