Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Άμαξες: από αυτές ξεκίνησαν όλα...


O ξεχασμένος κόσμος των αμαξών, με τη διαρκή εξέλιξή του δια μέσου των αιώνων, είναι αυτός που τελικά μας οδήγησε στη σημερινή πραγματικότητα των οχημάτων σταθερής τροχιάς και των αυτοκινήτων. 


Στο διάβα της εξέλιξής τους από τον 15ο αιώνα έως τα τέλη του 19ου, οι άμαξες έγιναν ελαφρύτερες και ασφαλέστερες. Από τις κατασκευές τύπου coach (κτιστές) και berlin (με επικαθήμενη καμπίνα επιβατών), με τη βαριά διακόσμηση και τις γλυπτές συνθέσεις που εξύψωναν στο έπακρο το κύρος των εστεμμένων, έφτασαν μέσω των δεκαετιών βελτίωσής τους σε πιο απλά και λειτουργικά σχήματα. 

Ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την βιομηχανική επανάσταση, υιοθετώντας χαλύβδινα ελατήρια και ελάσματα που έκαναν πιο εύκολη τη ζωή των επιβατών τους στο ταξίδι. Ακολούθησαν τα ελατήρια στους εμπρός τροχούς, τα χειροκίνητα φρένα και οι πολλαπλές επιλογές από πλευράς διαμόρφωσης αμαξωμάτων. Στα τέλη του 19ου αιώνα διέθεταν και επίστρωση ελαστικού υλικού, στην επιφάνεια των τροχών που ερχόταν σε επαφή με το έδαφος, για τη μείωση των κραδασμών στο δρόμο. Όσο για τις αναρτήσεις, δεν σταμάτησαν ποτέ να εξελίσσονται και να βελτιώνονται κατά το δοκούν. Όταν έφτασε η εποχή του τραίνου και της αυτοκίνησης πολλές τεχνικές λύσεις ήταν ήδη δρομολογημένες, όπως για παράδειγμα το κτίσιμο των πλαισίων, τα φύλλα σούστας και τα φρένα στους εμπρός τροχούς. 

Έτσι, από το ξύλινο βαγόνι που το έσερναν άλογα επάνω σε ξύλινες ράγες στην Αυστρία (1515) φτάσαμε στο Little Eaton Tramway (1793) που επίσης το έσερναν άλογα, αλλά σε μεταλλικές πλέον ράγες. Στις 21 Φεβρουαρίου 1804 εμφανίστηκε η πρώτη ατμομηχανή του Trevithick και τα πράγματα πήραν πια το δρόμο τους. Χωρίς τη συμβολή των αμαξών, όμως, θα ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε μέχρις εδώ... 

Museu dos Coches

Όλα τα παραπάνω είχαμε την ευκαιρία να τα διαπιστώσουμε κατά τη διάρκεια της πενθήμερης επίσκεψής μας στο Εθνικό Μουσείο Αμαξών της Λισαβώνας, όπου κάναμε μια κατάδυση στο παρελθόν, σε βάθος τριών και πλέον αιώνων. 

Η εμπειρία που ζήσαμε ήταν ανεπανάληπτη, ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Κάνοντας πράξη μια δική της ιδέα, η Αμαλία της Ορλεάνης εγκαινίασε τις 23 Μαΐου 1905 το Βασιλικό Μουσείο Αμαξών, το οποίο λειτούργησε για πρώτη φορά εκεί όπου είχε ως τότε την έδρα της η Βασιλική Σχολή Ιππασίας της Λισαβώνας. Στην κατάλληλη διαμόρφωση των χώρων της σε εκθεσιακούς συνέδραμαν αποφασιστικά ο αρχιτέκτονας Rosendo Carvalheira και οι ζωγράφοι Jose Malhoa και Conceicao Silva, ενώ η αρχική συλλογή του μοναδικού στο είδος του μουσείου περιλάμβανε έναν μικρό κατάλογο με 29 άμαξες (έξι berlins, τρεις θριαμβικών παρελάσεων, πέντε cabriolets, ένα litter, δύο sedan chairs και δώδεκα τύπου coach). 

Ένα χρόνο αργότερα, η Αμαλία αποφάσισε να αυξήσει περαιτέρω τα εκθέματα, έχοντας στα υπέρ της κίνησης αυτής τη θετική ανταπόκριση του κοινού στο οπωσδήποτε παράδοξο για την εποχή εκείνη εγχείρημά της. Υπήρχαν αρκετές διαθέσιμες άμαξες, στα διάφορα καταλύματα του βασιλικού οίκου των Bragança στη χώρα, κάποιες από αυτές με ηλικία δύο-τριών αιώνων και κάποιες άλλες παροπλισμένες, λόγω της επέλασης του τραίνου και της νέας εφεύρεσης του αυτοκινήτου (οι εστεμμένοι, ως γνωστόν, ήταν στην ολιγάριθμη κατηγορία των πρώτων του πελατών). 

Ωστόσο, η Γαλλίδα πριγκίπισσα που το 1886 παντρεύτηκε τον Κάρολο Α' κι έγινε βασίλισσα της Πορτογαλίας, δεν μπόρεσε ποτέ να υλοποιήσει τα σχέδιά της: Αιτία η βασιλοκτονία (Regicidio) του 1908, που προηγήθηκε της πτώσης του μοναρχικού καθεστώτος. Το 1911, στις ημέρες πια της Πρώτης Πορτογαλικής Δημοκρατίας, το μουσείο μετονομάστηκε από Βασιλικό σε Εθνικό, ενώ στα εκθέματά του συμπεριλήφθηκαν και άμαξες εκκλησιαστικού χαρακτήρα. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν εμπλουτίστηκε και με νέες κατηγορίες ξεχωριστών ιππήλατων κατασκευών, ενώ από τον Φεβρουάριο του 2010 λύθηκε οριστικά και το διαχρονικό πρόβλημα των μη επαρκών χώρων, με την εγκατάστασή του στο νέο κτίριο του Belem, που σχεδίασε ο Βραζιλιάνος αρχιτέκτονας Paulo Mendes da Rocha.

Εκθέματα

Eκτός από την αρχαιότερη άμαξα του μουσείου, του βασιλιά Φίλιππου Β' που χρονολογείται από το 1619, όλες οι άλλες που παρουσιάζονται εκεί ανήκουν ιστορικά στη μακραίωνη περίοδο της δυναστείας των Bragança (1640-1910). 

Εκ των ουκ άνευ λοιπόν το γεγονός, ότι ιδιοκτήτες των περισσότερων από αυτές, ήταν τα μέλη της εκάστοτε βασιλικής οικογένειας. Άμαξες όλων των κατηγοριών, από επίσημες μοναρχικές με κάθε λογής σύμβολα ισχύος πάνω τους, μέχρι πριγκιπικές ή πρεσβευτικές, βρίσκονται παραταγμένες εκεί. Λίγες δεκάδες μέτρα πιο μακριά, έχουν τη δική τους θέση τα ιππήλατα που λειτουργούσαν χαλαρωτικά για τους ηγεμόνες: Παραδείγματος χάριν η άμαξα που διέθετε για το κυνήγι η βασίλισσα Μαρία Β', όπως επίσης και εκείνη που μετέφερε τους κυνηγετικούς σκύλους του οπλισμένου αποσπάσματος, αλλά και το αμαξίδιο του Κάρολου Α' όταν ήταν παιδάκι. 

Ευάριθμες επίσης είναι οι άμαξες της εκκλησιαστικής ηγεσίας του 17ου και του 18ου αιώνα, με άλλες από αυτές να ανήκουν σε Πατριάρχες της Λισαβώνας και άλλες σε καρδινάλιους. Σημαντικά είναι ακόμη τα εκθέματα του 19ου αιώνα, με τις ελαφρύτερες κατασκευές τύπου victoria ή landau να κυριαρχούν, όπως και οι φροντισμένοι χώροι που επιδεικνύονται οι στολές των αμαξάδων και ο εξοπλισμός των επιβατών για το ταξίδι. Σίγουρα όμως, τα πιο εντυπωσιακά οχήματα του μουσείου είναι οι οι βαρυφορτωμένες, πολυτελείς και θριαμβικού χαρακτήρα άμαξες του Πάπα Κλημέντιου του 11ου, που μας γυρνάνε πίσω στην εντελώς διαφορετική από τα σημερινά δεδομένα ατμόσφαιρα του 18ου αιώνα. 

Concept

Στις αρχές του 18ου αιώνα το Βασίλειο της Πορτογαλίας ήταν στην ακμή του, όντας μια παγκόσμια αποικιοκρατική δύναμη με εισροή πλούτου από την Βραζιλία και τις κτήσεις σε Αφρική και Ασία. Στο θρόνο βρισκόταν τότε ο Joao V, που ηγεμόνευσε τη χώρα από το 1706 μέχρι το 1750, μη χάνοντας ποτέ την ευκαιρία να επιδεικνύει με θριαμβευτικό τρόπο τη δύναμή του.

 Ο Joao V είχε ως βασικό άξονα της πολιτικής του τις καλές σχέσεις με τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης, αλλά και με υψηλοτάτου κύρους ηγέτες, όπως ο Πάπας ο Ρώμης. Στο πλαίσιο αυτών των εντυπωσιασμών, απέστειλε το 1716 στον τότε προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας Κλημέντιο 11ο μια πολυπληθή πρεσβευτική αντιπροσωπεία, με επικεφαλής τον Rodrigo Ane de Sa Menezes, μαρκήσιο του Fontes. Ο Πορτογάλος ευγενής κόμισε στον Κλημέντιο εκ μέρους του Joao V τρεις εκθαμβωτικές άμαξες τύπου coach (με την καμπίνα των επιβατών να κτίζεται ως ενιαίο κομμάτι με το πλαίσιο και την ονομασία να προέρχεται από την πόλη Kocs της Ουγγαρίας, από όπου φαίνεται πως ξεκίνησε αυτή η τεχνική, τον 15ο αιώνα). 

Ο Πάπας είχε στείλει μια άμαξα στον Πορτογάλο βασιλιά την προηγούμενη χρονιά, γεμάτη κορδέλες ευλογημένες από αυτόν, με την ευκαιρία της βάπτισης του γιού του πρίγκιπα Jose. Η ανταπόδοση του Πορτογάλου ηγεμόνα στον Κλημέντιο είχε να κάνει με την δημόσια εικόνα της Πορτογαλίας ως κοσμοκράτειρας, αλλά και του Joao V ως πανίσχυρου ηγέτη. Οι τρεις άμαξες, που στην εποχή μας θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε τηρουμένων των αναλογιών ως concept cars, ήταν θεματικές. Αφιερωμένες στην κερδοφόρα εξερεύνηση των κόσμων από τους θαλασσοπόρους που με τη σημαία της Πορτογαλίας ανακάλυπταν νέους δρόμους για το εμπόριο, ήταν κατάφορτες από γλυπτές συνθέσεις, οι οποίες αναδείκνυαν αυτούς τους άθλους. 

Ο διάπλους της Αφρικής, όπως επίσης τα εξωτικά ταξίδια στην Ασία και στην χρυσοφόρα Αμερική, ζωντάνευαν ξανά στις πολυτελείς και ρωμαϊκού στιλ άμαξες μέσω τέλεια επεξεργασμένων παραπομπών στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Ασφαλώς, δεν έλειπε από αυτές και ο φτερωτός δράκος, που ήταν το οικόσημο του οίκου των Bragança. Τι να σκέφτηκε ο Πάπας, αντικρύζοντας για πρώτη φορά τις άμαξες; Υποθέτουμε, αυτό ακριβώς που ήθελε ο Joao V: Αυτός ο βασιλιάς έχει πάρα πολύ χρυσάφι στη διάθεσή του. 

Berlins

Στους τρεις σχεδόν αιώνες που καλύπτει με τα εκθέματά του το μουσείο, μπορείς να ταξιδέψεις στον ξεχασμένο κόσμο των αμαξών και να ανακαλύψεις την εξέλιξή του. Ξεκινάς τη διαδρομή σου φέρνοντας στο νου την άμαξα της Σταχτοπούτας (Cinderella), η οποία στις συντριπτικά περισσότερες αναπαραστάσεις της είναι τύπου Berlin. 

Υπάρχουν έξι από αυτές στο κτίριο και ονομάστηκαν έτσι επειδή ο συγκεκριμένος τύπος έγινε γνωστός για πρώτη φορά στη διαδρομή Βερολίνο-Παρίσι, την οποία έκανε ο κάτοικος Βραδεμβούργου και μέλος του οίκου των Hohenzollern ιδιοκτήτης της. Η πρώτη άμαξα αυτού του τύπου κτίστηκε μεταξύ των ετών 1660-1670 σε ένα εργαστήριο στο Πεδεμόντιο και εκ παραδρομής έλαβε το όνομά της από τη μεγάλη γερμανική πόλη. Σύμφωνα με τη μέθοδο κατασκευής της, η καμπίνα των επιβατών ήταν επικαθήμενη στο κέντρο του πλαισίου και στηριζόταν πάνω σε αυτό σε σιδηροτροχιές με δερμάτινα λουριά, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη άνεση στα μακρινά ταξίδια. Τον 18ο αιώνα οι ιμάντες έδωσαν σταδιακά την θέση τους στα χαλύβδινα ελατήρια. Στις ημέρες μας (ναι, σωστά μαντέψατε) η ονομασία παραμένει ενεργή, αν και ελαφρά αλλαγμένη: Με τον όρο berlina ή berline περιγράφονται ακόμα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες τα τετραθέσια αυτοκίνητα των τριών όγκων. 

Clarence, victoria & landau

O τύπος άμαξας με το όνομα clarence ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στις αρχές του 19ου αιώνα. Επρόκειτο για ένα κλειστό, τετράτροχο ιππήλατο όχημα με ένα προεξέχον γυάλινο μέτωπο και καθίσματα για τέσσερις επιβάτες στο εσωτερικό του. Ο οδηγός καθόταν στο εμπρός μέρος, φυσικά έξω από την καμπίνα επιβατών.

 Η ορολογία προέρχεται από έναν προβεβλημένο ιδιοκτήτη της, τον πρίγκιπα William και αργότερα βασιλιά της Αγγλίας, που ήταν Δούκας του Clarence. Μια ελαφρύτερη παραλλαγή της, με διθέσια καμπίνα, πήρε το όνομά της από τον Λόρδο Brougham. H κομψή victoria, παρά το γεγονός ότι η ορολογία της προέρχεται από την ομώνυμη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας, είχε γαλλική καταγωγή. Εισήχθη στην Αγγλία από τον πρίγκιπα της Ουαλίας το 1869 και ήταν πολύ δημοφιλής μεταξύ των πλουσίων οικογενειών. Διέθετε ένα κάθισμα στραμμένο προς τα εμπρός για δύο επιβάτες, με τον οδηγό να βρίσκεται σε ανεξάρτητη θέση ακόμη πιο μπροστά, ενώ όλους τους κάλυπτε μια μεγάλη και πτυσσόμενη κουκούλα. Συνήθως την έσερναν ένα ή δύο άλογα.

 Το landau, όπως αυτό της βασιλοκτονίας του 1908, ήταν τετράτροχο και με ανοιχτή οροφή συνήθως (σήμερα θα το χαρακτηρίζαμε convertible, καθώς ήταν τετραθέσιο). Στα αγγλικά αρχεία αναφέρεται για πρώτη φορά το 1743, ενώ οφείλει την ονομασία του στην πόλη Landau του Rhinenland-Palatinate της Γερμανίας, όπου και κατασκευάστηκε για πρώτη φορά. Το χαμηλό του ύψος πρόσφερε τα μέγιστα στην προσωπική προβολή των επιβατών του και της ξεχωριστής ενδυμασίας τους, χαρακτηριστικό που το έκανε ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των Λόρδων και των Δημάρχων στο Ηνωμένο Βασίλειο. 


Κείμενο & φωτογραφίες: Σπύρος Χατήρας