Η Ανατολία, το αχανές οροπέδιο πλαισιωμένο με βουνά, είναι η καρδιά της χώρας
Καθώς η Άγκυρα χάνεται πίσω από τις γραμμές του τρένου, η Ανατολία απλώνεται μπροστά μας. Ο ήλιος είναι δυνατός και κάνει τις ράγες να γυαλίζουν.
Το Εξπρές του Βαν φεύγει κάθε μέρα στις δώδεκα από τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό του Ιρμάκ, έξω από την Άγκυρα με τελικό προορισμό το Βαν, κοντά στα σύνορα με το Ιράν.
Εκατοντάδες επιβάτες… Εκατοντάδες ζωές που διασχίζουν τα βάθη της Ανατολίας μέχρι τις κουρδικές περιοχές, που σταματάνε σε χωριά και κωμοπόλεις, επιστρέφουν στις οικογένειές τους, γυρίζουν στα δύσκολα καθήκοντά τους, σπουδάζουν, είναι καλεσμένοι σε γάμους, θέλουν να προλάβουν να δουν τους γονείς τους που γερνάνε, πηγαίνουν σε κηδείες…
Μια Τουρκία μακριά από τις μεγάλες πόλεις των δυτικών παραλίων, μια Τουρκία των κρατικών υπαλλήλων που γυρίζουν από πόστο σε πόστο, των δασκάλων που διδάσκουν σε απομακρυσμένα χωριά με ελάχιστους μαθητές, των μικροεμπόρων, των φοιτητών σε πανεπιστήμια που λίγοι ξέρουν, κοριτσιών που ονειρεύονται να παντρευτούν από έρωτα, φαντάρων που περιμένουν την απόλυσή τους.
Παλεύει να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό
Η Ανατολία, το αχανές αυτό οροπέδιο πλαισιωμένο με βουνά, είναι η καρδιά της Τουρκίας. Όχι μόνο γεωγραφικά αλλά πολιτικά και πολιτισμικά, καθώς αποτελεί τη βάση του τουρκικού συντηρητισμού και του τουρκικού Ισλάμ. Πεδίο πολιτισμικών μαχών από τη γέννηση της Τουρκικής Δημοκρατίας μέχρι σήμερα, η Ανατολία παλεύει ακόμα να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό, το συντηρητισμό και τη μετάλλαξη.
Οι πρώτες μεγάλες απόπειρες εκσυγχρονισμού της Ανατολίας άρχισαν επί Κεμάλ Ατατούρκ, μέσα στο πλαίσιο της γιγάντιας προσπάθειας μετάλλαξης της ταυτότητας και της ψυχής της Τουρκίας.
Το σιδηροδρομικό δίκτυο, που διασχίζει όλη την Ανατολία με τρεις κυρίως άξονες, από την Άγκυρα στο Καρς, από την Άγκυρα στο Βαν και από την Άγκυρα στο Ντιγιάρμπακιρ, ήταν η πρώτη μεγάλη προσπάθεια. Τα τρένα είχαν ήδη αρχίσει να χαράζουν δειλά την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων (τανζιμάτ) στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά κατά τη διάρκεια της εξουσίας του Σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ Β’ (1876-1909) αποτέλεσαν βασικό εργαλείο συγκεντρωτισμού και εκσυγχρονισμού, με την πολύτιμη βοήθεια του Γερμανού Κάιζερ Γουλιέλμου, αλλά δεν θα δώσει προτεραιότητα στην Ανατολία.
Ο Μουσταφά Κεμάλ θα βρει την απαραίτητη στήριξη για την επανάστασή του και τον πόλεμο εναντίον των ξένων δυνάμεων στα χωριά και τις κωμοπόλεις της Ανατολίας. Τα δύο μεγάλα συνέδρια στο Ερζουρούμ και στη Σεβάστεια τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1919 θα μετατρέψουν την Ανατολία σε ένα κύμα στήριξης προς τον Μουσταφά Κεμάλ και θα την γράψουν με ανεξίτηλα γράμματα στη σύγχρονη τουρκική ψυχή.
Ο Ατατούρκ θα ξεκινήσει με πρωτοφανή ένταση τις μεταρρυθμίσεις στην Ανατολία, θα προωθήσει την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων και οι γραμμές από Άγκυρα στο Καρς και στο Βαν θα ολοκληρωθούν μέσα στη δεκαετία του ’30. Σύμβολο εκσυγχρονισμού και “δύσης”, το τρένο θα αποτελέσει ένα από τα βασικά σύμβολα, αλλά και πρακτικά εργαλεία για την προώθηση των μεγάλων αλλαγών που ο Ατατούρκ είχε ονειρευτεί για τη χώρα του.
Στην Ανατολία ωστόσο οι αλλαγές θα πάνε πολύ πιο αργά από όσο θα ήθελε ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας. Με σταδιακά κύματα εκσυγχρονισμού, ήδη από την εποχή του Μεντερές, αλλά κυρίως με τον Οζάλ μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980, η Ανατολία θα αρχίσει διστακτικά να βγαίνει από την παράδοση και την εσωστρέφεια. Και θα αναδειχθεί ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα “χωνευτήρια” παράδοσης και εκσυγχρονισμού, ένα πεδίο μόνιμης επαναδιαπραγμάτευσης του συντηρητισμού και της νεοτερικότητας. Ένα τεράστιο κοινωνιολογικό και ανθρωπολογικό εργαστήρι που βρίσκεται σε πλήρη κινητικότητα και που σμιλεύει τις πολιτικές δυναμικές σε ολόκληρη τη χώρα.
Η Ανατολία, που τα τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν έχει γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος της νέας τουρκικής ταυτότητας, σε αντίθεση με μια άλλη τουρκική ταυτότητα, όπως την προέκριναν τα προηγούμενα καθεστώτα και κυρίως ο “κεμαλισμός” που έβρισκε το κέντρο βάρους της στη δυτική Τουρκία, στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Η καρδιά της “νέας Τουρκίας” είναι η Ανατολία, είναι οι “αυθεντικοί Τούρκοι” της Ανατολίας, σε αντίθεση με τους “λευκούς Τούρκους”, τους “πουλημένους στη Δύση” της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και της “κεμαλικής” γραφειοκρατίας. Αυτά, σύμφωνα πάντα με το πολιτικό και πολιτισμικό αφήγημα που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια και που λειτουργεί προς την πόλωση και τη συσπείρωση δυνάμεων υπέρ του ΑΚΡ των τελευταίων χρόνων.
Η πόλωση ωστόσο δεν είναι τόσο βαθιά όσο φαίνεται και η Ανατολία δεν είναι τόσο συντηρητική πια όσο πολλοί νομίζουν ότι είναι ή που θα ήθελαν να είναι.
Κάτω από τη φαινομενική αδράνεια και την κυριαρχία του συντηρητισμού, η Ανατολία βρίσκεται σε μια φάση βαθιών μεταλλάξεων όπου ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός και το άνοιγμα στον υπόλοιπο κόσμο δεν βρίσκουν πια τις ίδιες αντιστάσεις όπως παλαιότερα. Η Ανατολία αλλάζει, όπως αλλάζει ολόκληρη η Τουρκία, ο κοινωνικός και θρησκευτικός συντηρητισμός χάνει την παντοδυναμία του και οι νέες γενιές αναδεικνύονται πολύ διαφορετικές από τις γενιές των πατεράδων και των παππούδων τους. Και όλα αυτά σε αντίθεση με τα όσα η κυβέρνηση στην Άγκυρα προσπαθεί να κάνει για να πείσει ότι η Τουρκία “ισλαμοποιείται” και ότι γίνεται πιο συντηρητική.
Οι άνθρωποι
Τα σπίτια έξω από το παράθυρο του τρένου έχουν γίνει πια χαμηλά. Αμέτρητα χωριουδάκια δεξιά και αριστερά μας, στη μέση τους πάντα ένας άσπρος, λεπτός μιναρές υψώνεται προς τον ηλιόλουστο ουρανό.
Ο διπλανός μου διαβάζει Ντοστογιέφσκι, το “Έγκλημα και τιμωρία” σε τουρκική μετάφραση. Πιάνουμε την κουβέντα. Είναι φοιτητής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βαν. Κάνει το διδακτορικό του. Μιλάει με ηρεμία και με πολύ πλούσιο λεξιλόγιο, γεμάτο λέξεις που χρησιμοποιούν οι διανοούμενοι συντηρητικοί “ισλαμιστές”. Έχει μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα και περιποιημένα γένια.
«Διαβάζω πολύ τη δυτική λογοτεχνία, μου αρέσει το ψυχολογικό της βάθος και βρίσκω ότι αποτυπώνει εξαιρετικά καλά τα διλήμματα και τις αμφιβολίες που όλοι μας πλέον έχουμε απέναντι στα όσα μέχρι σήμερα θεωρούσαμε δεδομένα, από τη θρησκεία μέχρι την ηθική», λέει.
Απέναντί μας κάθεται ένας γεροδεμένος τύπος που ακούει όλο και πιο προσεκτικά την κουβέντα μας. Είναι δημόσιος υπάλληλος στο νοσοκομείο του Βαν, η οικογένειά του μένει έξω από την Άγκυρα, έχει δύο μικρά παιδιά. Δεν διαβάζει πολύ, όπως μας λέει, αλλά βλέπει κι αυτός ότι πολλά πράγματα που θεωρούνταν δεδομένα δεν είναι πια τόσο δεδομένα. Η κουβέντα έρχεται αναπόφευκτα στις πρόσφατες εκλογές στην Κωνσταντινούπολη όπου το ΑΚΡ έχασε με μεγάλη διαφορά απέναντι στον Εκρέμ Ιμάμογλου. Έχουν και οι δύο ψηφίσει ΑΚΡ για πολλά χρόνια, αλλά η ήττα αυτή στην Κωνσταντινούπολη δεν φαίνεται να τους δυσαρεστεί. Πίσω από τα μισόλογά τους δεν κρύβουν μια κόπωση από την πόλωση εδώ και χρόνια και μια ελπίδα ότι νέες δυνάμεις θα αναδειχθούν και θα αρχίσει μια σταδιακή ομαλοποίηση της χώρας.
Το τρένο μας ακολουθεί τον ποταμό Κιζίλιρμακ (Άλυς ποταμός) που διασχίζει το οροπέδιο της Ανατολίας. Τα νερά του, πότε πράσινα πότε γαλάζια σαν θάλασσα, κυλάνε ήρεμα και καθησυχαστικά.
Από τη Σεβάστεια στο Σίβας και στο Ερζουρούμ
Πρώτος σταθμός η Σεβάστεια, μια πόλη που σημαδεύτηκε από τη δολοφονία 37 Αλεβίδων διανοούμενων τον Ιούλιο του 1993 που σκοτώθηκαν από έναν εξαγριωμένο όχλο ακραίων ισλαμιστών. Η πόλη προσπάθησε πολύ να ξεπεράσει αυτό το τραύμα και δεν τα κατάφερε παρά τα τελευταία χρόνια. Πόλη με βαθιά παράδοση συμβίωσης Αρμενίων, Ελλήνων της Ανατολίας και Τούρκων, έχει ακόμα ένα σημαντικό πληθυσμό Αλεβίδων.
Στην καρδιά της, ένας μεντρεσές της εποχής των Σελτζουκήδων, όπου οι κάτοικοι της πόλης περνούν ώρες στη δροσερή του αυλή.
Το απόγευμα, καθώς ο ήλιος πέφτει, η αυλή του μεντρεσέ είναι γεμάτη κόσμο. Στα τραπέζια τσάγια, ναργιλέδες και τσιγάρα. Άντρες και γυναίκες μαζί, πολλές κοπέλες με κομψά κεφαλομάντιλα.
«Το Σίβας πάντα ήταν λιγότερο συντηρητικό, καθώς είχε αυτή την παλιά παράδοση συμβίωσης διαφορετικών πληθυσμών, αλλά αυτά που βλέπει κανείς στους δρόμους τα τελευταία χρόνια δεν τα έβλεπε παλιά. Όλες αυτές οι γυναίκες μόνες τους, με μαντίλες και μη, που κυκλοφορούν πια τόσο άνετα και απολαμβάνουν τη ζωή έξω δεν τα βλέπαμε παλαιότερα. Έχει αλλάξει πολύ το Σίβας», μου λέει ένας έμπορος στο κέντρο της πόλης. Που έχει χαρεί πάρα πολύ από τη νίκη Ιμάμογλου στην Κωνσταντινούπολη.
Το τρένο φεύγει τα ξημερώματα από το Σίβας για το Ερζουρούμ. Ο ουρανός γίνεται μοβ και μετά βαθύ πορτοκαλί κι ύστερα ο ήλιος κάνει την εμφάνισή του. Οι ράγες γυαλίζουν, τα χωριά με τα σπίτια τα χαμηλά ξεφεύγουν από το σκοτάδι και τα οροπέδια απλώνονται αχανή και κατακίτρινα από τη ζέστη γύρω μας.
Έχουμε πάρει το Ανατολικό Εξπρές τώρα, που φτάνει μέχρι το Καρς. Ηλικιωμένοι άντρες με γενειάδες και γυναίκες με μαντίλες, μεσήλικες, νέοι, παιδιά που παίζουν στους διαδρόμους.
«Πέρασα τρία χρόνια σε ένα χωριό που δεν έχει συνέχεια ηλεκτρικό και το χειμώνα ζεσταίναμε το σπίτι με ξύλα. Τώρα είμαι σε ένα σχολείο έξω από το Ερζουρούμ, μικρό μέρος, αλλά πολύ πιο εύκολο», μου λέει μια δασκάλα που πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα. Το χαμόγελό της πλατύ και τα μάτια της μεγάλα και λαμπερά.
«Ο κόσμος θέλει όλο και πιο πολύ τα παιδιά του να μορφώνονται, όχι μόνο να πηγαίνουν σχολείο, αλλά να πηγαίνουν και σε ανώτερες σχολές και πανεπιστήμια».
Μου λέει ότι δεν έχει ακόμα παντρευτεί, είναι ερωτευμένη με έναν άλλο δάσκαλο, αλλά αυτός δεν της δίνει πολλή σημασία. «Παλιά θα με λέγανε γεροντοκόρη», λέει χαμογελώντας, «αλλά πια δεν είναι έτσι τα πράγματα. Σίγουρα σε πολλά μέρη εδώ δεν βλέπουν με καλό μάτι μια γυναίκα ανύπαντρη στα τριάντα της, αλλά δεν είναι όπως παλιά».
Το τρένο αγκομαχά καθώς ανεβαίνει προς το Ερζουρούμ και φτάνουμε αργά το απόγευμα. Καρδιά του συντηρητισμού και του τουρκικού εθνικισμού, το Ερζουρούμ φαίνεται πιο εσωστρεφές από τη Σεβάστεια.
Ένα παλιό αρχοντικό, με ξύλινα πατώματα και ξύλινα ταβάνια έχει μετατραπεί σε καφέ που συχνάζουν νέοι και νέες. Πίσω από τις πόρτες του, φλερτ, συζητήσεις για το μέλλον, τον έρωτα και την πολιτική, βλέμματα που διασταυρώνονται, χέρια που σμίγουν.
Σε πολλά καταστήματα και εστιατόρια εργάζονται νέες κοπέλες, πωλήτριες και σερβιτόρες.
«Η οικογένειά μου το ξέρει ότι εργάζομαι και δεν έχει πρόβλημα», λέει μια νεαρή κοπέλα με λεπτά χαρακτηριστικά μέσα από την κομψή μαντίλα της που δουλεύει σε ένα εστιατόριο-καφέ στο κέντρο της πόλης. Πριν από κάποια χρόνια θα ήταν σχεδόν αδύνατο και για την ίδια και για την οικογένειά της να φανταστούν ότι θα δούλευε σε εστιατόριο.
«Ακόμα ο κοινωνικός συντηρητισμός και το βάρος του Ισλάμ είναι έντονα εδώ στο Ερζουρούμ, αλλά κάθε χρόνο που έρχομαι εδώ βλέπω αλλαγές, βλέπω ότι τα πράγματα, η καθημερινότητα των κατοίκων αλλάζει, γίνεται λιγότερο συντηρητική, τηρουμένων πάντα των αναλογιών», λέει ένας έμπορος από την Κωνσταντινούπολη που έχει ιδιαίτερες σχέσεις με το Ερζουρούμ.
Τα αστέρια λάμπουν
Τελευταία διαδρομή προς το Καρς. Την τελευταία πόλη της Τουρκίας πριν την Αρμενία. Από το 1878 και τον τότε ρωσο-τουρκικό πόλεμο που έληξε με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 1915, το Καρς ήταν κάτω από ρωσική κατοχή, όπως και το Ερζουρούμ, και τα ίχνη της τσαρικής Ρωσίας είναι ακόμα εμφανή στα παλιά κτίρια και τη ρυμοτομία της πόλης.
Ο ουρανός είναι γκρίζος και όσο πλησιάζουμε στο Καρς η φύση γύρω μας γίνεται καταπράσινη σαν ελβετικά λιβάδια. Φτάνοντας στην πόλη, η νύχτα πέφτει και οι δρόμοι είναι γεμάτοι νερό και λάσπη από τη βροχή.
Πόλη όπου ζουν μαζί Τούρκοι, Κούρδοι, Τουρκμένοι και Αζέροι, το Καρς εκπέμπει μια παράξενη θαλπωρή μέσα στη βροχερή νύχτα.
Σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης, όπου τα κτίρια είναι χαμηλά και τα φώτα λίγα, νέοι και νέες πίνουν τσάι, καπνίζουν και παίζουν επιτραπέζια. Το καφέ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στην παλιά Λευκωσία, στο Άμστερνταμ ή στο Λονδίνο.
«Κυκλοφορούμε άνετα μέχρι ό,τι ώρα θέλουμε το βράδυ. Η ζωή στο Καρς είναι λίγο βαρετή για μας, αλλά εύκολη. Έχουμε την ελευθερία μας, έχουμε τους φίλους και τις φίλες μας. Το χειμώνα μονάχα είναι πολύ δύσκολα λόγω του χιονιού και του κρύου», μου λέει μια νεαρή φοιτήτρια που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Καρς.
Η νύχτα έχει πέσει βαριά στο Καρς και περπατάω στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Γύρω μου κόσμος που περπατάει ανέμελος. Ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα και δεν φαίνονται αστέρια. Κι όμως, τα αστέρια είναι πάντα εκεί και λάμπουν, ακόμα κι όταν εμείς δεν τα βλέπουμε.
Του Βαγγέλη Αρεταίου
/dialogos.com.cy