Γράφει ο Δημήτρης Μακροδημόπουλος *
1. Για ποια Ευρώπη θα ψηφίσουμε;
Για ποια Ευρώπη θα ψηφίσουμε σε λίγες μέρες; Από το 1979 που έγιναν οι πρώτες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο κάθε φορά οι ψηφοφόροι βρίσκονται μπροστά σε ένα διαφορετικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα που μεταλλάσσεται συνεχώς.
Ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι αλλαγές στη σύνθεση και στο θεσμικό πλαίσιό της ΕΕ είναι ραγδαίες αποπροσανατολίζοντας τους ευρωπαίους από τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ΕΟΚ των 12, διευρύνθηκε στην ΕΕ των 15, των 25, των 27 και των 28, ακυρώνοντας τις αρχικές προσδοκίες για εμβάθυνση, ανατρέποντας τους συσχετισμούς ισχύος και αναθεωρώντας το θεσμικό πλαίσιο. Τα πρώτα χρόνια μετά το Μάαστριχτ προβληματίζονταν για τη μετεξέλιξη της ΕΕ: την Ευρώπη του σκληρού πυρήνα και των ομόκεντρων κύκλων, την Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων, την Ευρώπη αλά καρτ ή για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) που συντηρούσαν το όνειρο. Σήμερα όλοι αυτοί οι γόνιμοι προβληματισμοί έχουν σταματήσει Για ποια Ευρώπη ψήφιζαν κάθε φορά σε αυτή την πορεία της ΕΕ οι ευρωπαϊκοί λαοί; Είχαν επίγνωση; Σήμερα γνωρίζουμε για ποια Ευρώπη θα πάμε να ψηφίσουμε; Το κυριότερο όμως: Το όραμα που έκφραζε και τις ελπίδες των ασθενέστερων ευρωπαϊκών λαών, δηλαδή της πολιτικής ένωσης της ΕΕ, είναι εφικτό στις σημερινές συνθήκες;
Ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι αλλαγές στη σύνθεση και στο θεσμικό πλαίσιό της ΕΕ είναι ραγδαίες αποπροσανατολίζοντας τους ευρωπαίους από τον επιδιωκόμενο στόχο. Η ΕΟΚ των 12, διευρύνθηκε στην ΕΕ των 15, των 25, των 27 και των 28, ακυρώνοντας τις αρχικές προσδοκίες για εμβάθυνση, ανατρέποντας τους συσχετισμούς ισχύος και αναθεωρώντας το θεσμικό πλαίσιο. Τα πρώτα χρόνια μετά το Μάαστριχτ προβληματίζονταν για τη μετεξέλιξη της ΕΕ: την Ευρώπη του σκληρού πυρήνα και των ομόκεντρων κύκλων, την Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων, την Ευρώπη αλά καρτ ή για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) που συντηρούσαν το όνειρο. Σήμερα όλοι αυτοί οι γόνιμοι προβληματισμοί έχουν σταματήσει Για ποια Ευρώπη ψήφιζαν κάθε φορά σε αυτή την πορεία της ΕΕ οι ευρωπαϊκοί λαοί; Είχαν επίγνωση; Σήμερα γνωρίζουμε για ποια Ευρώπη θα πάμε να ψηφίσουμε; Το κυριότερο όμως: Το όραμα που έκφραζε και τις ελπίδες των ασθενέστερων ευρωπαϊκών λαών, δηλαδή της πολιτικής ένωσης της ΕΕ, είναι εφικτό στις σημερινές συνθήκες;
2. Γιατί προηγήθηκε η ΟΝΕ;
Όταν η καγκελάριος Μέρκελ κατά την τελευταία επίσκεψή της στην Αθήνα ρωτήθηκε από μαθητές της Γερμανικής Σχολής αν θα υπάρξει μια Ευρώπη – κράτος ή μια Ευρώπη των κρατών, απάντησε ότι θα γίνει το δεύτερο καθώς, κατά την άποψή της, «η δύναμη της Ευρώπης βρίσκεται στην ποικιλομορφία της». Τον Δεκέμβρη του 2017 κατά τις συζητήσεις για τη δημιουργία ενός μεγάλου συνασπισμού μεταξύ SPD και CDU όταν ο Μάρτιν Σουλτς πρόταξε το όραμα του SPD περί δημιουργίας των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» μέχρι το 2025, διότι έτσι θα ακούγεται η φωνή της ΕΕ στην παγκόσμια σκηνή, το κόμμα της Ανγκελα Μέρκελ το απέρριψε. Μάλιστα ο προσωπάρχης της καγκελαρίου ο Πέτερ Άλτμαϊερ ήταν σαφέστατος: «Η συζήτηση για το αν η Ευρώπη θα πρέπει να μετατραπεί σε ομοσπονδιακό κράτος, μια συνομοσπονδία ή ηνωμένες πολιτείες είναι για τους ακαδημαϊκούς και τους δημοσιογράφους, όχι για τη γερμανική εξωτερική πολιτική», υπογράμμισε. Γιαυτό εξ άλλου προτάχθηκε με την οικοδόμηση της ΕΕ η ΟΝΕ έναντι της εμβάθυνσης. Διότι, όπως σημείωνε από το 1997 ο Μίλτον Φρίντμαν: «Η πολιτική ενότητα είναι εκείνη που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς τη νομισματική ενοποίηση. Αντίθετα, η νομισματική ενοποίηση που επιβάλλεται κάτω από μη ευνοϊκές συνθήκες θα αποδειχθεί φραγμός στην επίτευξη του στόχου της πολιτικής ενότητας» (1).
Ο Paul Krugman εξετάζοντας την Ευρωζώνη αθροιστικά εν μέσω της κρίσης, το 2012, διαπίστωνε ότι «τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο χρέος της είναι ελαφρώς χαμηλότερα από των ΗΠΑ, πράγμα που σημαίνει, όπως γράφει, ότι θα έπρεπε να υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών». Συνεχίζοντας τις διαπιστώσεις σημείωνε ότι «η Ευρώπη ως σύνολο έχει χονδρικά ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να προσελκύσει κεφάλαια από αλλού. Η Ευρώπη όμως, συνέχιζε, δεν είναι άθροισμα είναι ένα σύνολο κρατών που έχουν τους δικούς τους προϋπολογισμούς και τις δικές τους αγορές εργασίας. Κι έτσι δημιουργείται η κρίση». Ο Ρόμπερτ Κάπλαν στο βιβλίο του "Η εκδίκηση της Γεωγραφίας” σημειώνει ότι η Ευρώπη με τα 500 εκατομμύρια κατοίκων είναι τρίτη πληθυσμιακά στον κόσμο και η οικονομία της των 16 τρις δολαρίων είναι κατά τι μεγαλύτερη από αυτή των ΗΠΑ. Τότε γιατί δεν ενοποιείται πολιτικά η Ευρώπη;
3. Η σημασία των κρατικών συνόρων στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης
Η αντίθεση της Γερμανίας στην προοπτική της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης υπαγορεύεται από τα συμφέροντα του Βερολίνου στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Στο μυαλό του κόσμου έχουν δημιουργήσει την πεποίθηση ότι παγκοσμιοποίηση σημαίνει ενοποίηση των πάντων που θα οδηγήσει σε άμβλυνση ακόμη και σε εξάλειψη των ανισοτήτων. Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη παγκοσμιοποίηση σημαίνει το εντελώς αντίθετο. Σημαίνει το γκρέμισμα όλων των φραγμών – κοινωνικών, περιβαλλοντολογικών, ηθικών – για το κεφάλαιο, όχι όμως και το γκρέμισμα των συνόρων που του είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή του. Η Αμερικανίδα ιστορικός Έλεν Μέικσινς Γουντ το αποσαφήνισε: «Ο κατακερματισμός του κόσμου σε χωριστές οικονομίες, κάθε μια με το δικό της κοινωνικό καθεστώς και τις δικές της εργασιακές συνθήκες, ...είναι εξίσου αναγκαίος για την παγκοσμιοποίηση με την ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου,,,, Η πολιτική του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού δεν είναι το παγκόσμιο κράτος αλλά ένα παγκόσμιο σύστημα πολλών εθνικών κρατών» (1). Ενώ αλλού σημειώνει ότι το εθνικό κράτος «βρίσκεται στην καρδιά του νέου παγκόσμιου συστήματος» καθώς «συνεχίζει να παίζει ουσιώδη ρόλο στη δημιουργία και στη διατήρηση των συνθηκών που είναι αναγκαίες για τη συσσώρευση του κεφαλαίου». Με άλλα λόγια τα σύνορα κάθε κράτους με τις συγκεκριμένες εργασιακές συνθήκες, όπως π.χ. της Κίνας, αποτελούν το κίνητρο του παγκόσμιου κεφαλαίου να μεταναστεύσει τις δραστηριότητές του εκεί. Επομένως η διατήρηση των κρατικών συνόρων εντός της ΕΕ αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την κερδοφορία του κεφαλαίου και ιδιαίτερα του γερμανικού που κυριαρχεί. Το κεφάλαιο επιθυμεί να δημιουργήσει εντός των ορίων της ΕΕ με τις συνεχείς διευρύνσεις της, με την ένταξη ακόμη και των Δυτικών Βαλκανίων, το παγκόσμιο όλον όπου η μητρόπολη και οι αποικίες θα συνυπάρχουν.
4. Ο Σπάικμαν και ο Χάντινγκτον για την Ενωμένη Ευρώπη
Υπάρχουν βέβαια συμφέροντα ισχυρότερα από τις επιθυμίες του Βερολίνου σε ρόλο υποβολέα προς τη Γερμανία. Ο Σάμιουελ Χάντινγκτον στο πόνημά του America’s Changing Strategic Interests το 1991 (2) ανέπτυξε την παρακάτω προβληματική: Μετά την πολυδιάσπαση του σοβιετικού μπλοκ, καθήκον των ΗΠΑ ήταν να εμποδίσει την ανάδειξη ενός νέου πόλου ισχύος που δυνητικά θα μπορούσε να ηγεμονεύσει στην Ευρασία. Και κατά τον Χάντινγκτον αυτόν τον ρόλο θα μπορούσε να διεκδικήσει μια Ενωμένη Ευρώπη. Συμβούλευσε τους Αμερικανούς ιθύνοντες να προχωρήσουν σε δράσεις που θα ανέκοπταν την πραγματοποίηση μιας γεωπολιτικά ανταγωνιστικής ενωμένης Ευρώπης. Με την πρώτη του συμβουλή πρότεινε την καλλιέργεια του φάσματος της «γερμανικής απειλής». Της αναβίωσης, δηλαδή, των εμπειριών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την επακόλουθη αποφυγή της υποταγής των Ευρωπαίων σε μια αναδυόμενη – οικονομική αυτή τη φορά -γερμανική υπερδύναμη. Με τη δεύτερη συμβουλή πρότεινε να ενθαρρυνθεί μια ραγδαία και άνευ όρων διεύρυνση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος που θα απέτρεπε την εμβάθυνση και την ενοποίηση της Ευρώπης, συμβουλή που υλοποιήθηκε αφού η ΕΕ από 12 μέλη που αριθμούσε το 1991 σήμερα αριθμεί 28. Πρωταγωνιστής των εξελίξεων ήταν η ενωμένη Γερμανία. Βέβαια οι ρίζες αυτής της αντίληψης είναι βαθύτερες χρονικά και ανάγονται στον μεγάλο γεωπολιτικό Νίκολας Σπάικμαν ο οποίος από το 1942 σημείωνε: «Μια ομοσπονδιακή Ευρώπη θα αποτελούσε μια συσσώρευση ισχύος η οποία θα άλλαζε εντελώς τη σημασία που έχουμε ως Ατλαντική δύναμη και θα αποδυνάμωνε σημαντικά τη θέση μας στο δυτικό ημισφαίριο» (3).
Η Ευρώπη με τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, ιδιαίτερα με τον δεύτερο που αυτοκαταστράφηκε, υποτάχθηκε και οικονομικά αλλά και στρατιωτικά (ΝΑΤΟ) στις ΗΠΑ έτσι ώστε εύλογα η Ουάσινγκτον να χειραγωγεί το μέλλον της σύμφωνα με τα στενά της συμφέροντα. Αξιοποίησε προς τούτο τη Γερμανία την ηττημένη των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, με δέλεαρ την επανένωσή της και την υπερίσχυσή της στην ΕΕ του Μάαστριχτ. Με την ένταξη των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, ιστορικά προσκείμενων στη Γερμανία, τροχοπέδησαν εκ του ασφαλούς την πολιτική ένωση της Ευρώπης ενώ παράλληλα εκτόξευσαν την επιρροή και την οικονομική ισχύ του Βερολίνου στην ΕΕ.
5. Η ΕΕ στις συνθήκες διεθνοποίησης του κεφαλαίου
Γιατί υποβαθμίζεται ο ρόλος της ΕΕ και επαυξάνει η εξάρτησή της από τις ΗΠΑ στις συνθήκες διεθνοποίησης του κεφαλαίου ενώ θα αναμέναμε το αντίθετο; Ο Νίκος Πουλατζάς από το 1973 επισήμανε ότι η διεθνοποίηση του κεφαλαίου «μακράν του να τροφοδοτεί μια υποτιθέμενη υπερεθνική συνεργασία των ευρωπαϊκών κεφαλαίων εναντίον του αμερικανικού κεφαλαίου, στην πραγματικότητα αντιστοιχεί στη διευρυμένη αναπαραγωγή του διεθνούς κεφαλαίου υπό την κυριαρχία του αμερικανικού κεφαλαίου στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών κρατών και σε μια νέα μορφή εξάρτησης». Η επιβολή κυρώσεων από την Ουάσινγκτον, η οποία αξιοποιεί την διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, σε βάρος της Ρωσίας, του Ιράν, κ.α. που ουσιαστικά πλήττει τις ευρωπαϊκές οικονομίες .επιβεβαίωσε τον Πουλατζά διότι αύξησε την εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την Ουάσινγκτον και υπονομεύει την ενοποίηση της ΕΕ.
6.. Η “άποψη” της Ιστορίας
Η διάλυση της ΕΣΣΔ που μέχρι τότε ως αντίπαλο δέος ενεργούσε ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα μέλη της ΕΟΚ, απελευθέρωσε τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις μεταξύ των ισχυρών κρατών μελών και τους ανταγωνισμούς τους οι οποίες θα εντείνονται όσο η ανισόμετρη ανάπτυξη θα διαφοροποιεί τους συσχετισμούς εντός της ΕΕ ακυρώνοντας τη σύγκλισή τους. Όμως η πολιτική ένωση θα πρέπει να θεωρείται ανέφικτη και για ιστορικούς λόγους. Διότι από τότε που ολοκληρώθηκε η διαδικασία της εθνογένεσης δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο συγκρότησης κράτους από διαφορετικές εθνότητες που να συνεχίζει να υφίσταται. Η δημιουργία των εθνών διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία ενώ ο εθνικός παράγοντας ήταν αυτός που αποσύνθεσε στα εθνικά σύνορα των λαών τους τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία και την ΕΣΣΔ στην εποχή μάλιστα της παγκοσμιοποίησης που βιώνουμε. Επί πλέον στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης το έθνος - κράτος με την κατάργηση κάθε μορφής προστατευτισμού διεύρυνε τις δυνατότητες των ισχυρών και αναπτυγμένων κρατών σε βάρος των ασθενέστερων με συνέπεια την ενίσχυση του οικονομικού εθνικισμού, όπως αποδείχθηκε και στην ολιγόχρονη λειτουργία της Ευρωζώνης αλλά και της ΕΕ. Όταν λοιπόν τα τελευταία τριάντα χρόνια διαλύθηκαν όλα τα πολυεθνικά κράτη της Ευρώπης στις ομόσπονδες συνιστώσες τους (ΕΣΣΔ, Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία) με μοχλό την έξαρση των εθνικισμών, όταν απειλείται και η ενότητα κρατών με τα αποσχιστικά κινήματα, όπως στην Καταλωνία, στη Λομβαρδία, στη Φλάνδρα κ.α., από πού μπορεί να απορρέει η αισιοδοξία για την πολιτική ένωση της ΕΕ
(1) Πέτρου Παπακωνσταντίνου: Το Εθνικό Ζήτημα στην εποχή μας, σελ. 70 & 33, εκδόσεις Τόπος
(2) Θεόδωρου Κουλουμπή: Οδεύοντας προς τις ευρωεκλογές του 2014, Καθημερινή, 24/3/2014
(3) Ρόμπερτ Κάπλαν: Η εκδίκηση της Γεωγραφίας, σελ. 207, εκδόσεις Μελάνι
*Μακροδημόπουλος Δημήτρης
Πολιτικός – Μηχανικός Α.Π.Θ.
τ. Αρχιμηχανικός ΟΣΕ
Αλεξ/πολη