Οι σιδηροδρομικές μου αναμνήσεις είναι πολλές και πάντα γεμάτες με νοσταλγία. Νοσταλγία για ένα αγαπημένο μέσο μεταφοράς, το τραίνο, και για τους ανθρώπους της εποχής κατά την οποία αυτό ήταν το κύριο ή/ και το μόνο μέσο για την πλέμπα και, ιδίως, την φτωχολογιά να πάει στη δουλειά ή στην πατρίδα της.
Σήμερα, θα ξαναθυμηθώ για το χατίρι σας ένα δρομολόγιο που είχα κάνει με το τραίνο από την Πάτρα για την Κόρινθο και το οποίο θα έφευγε μιαν Πέμπτη κάποιου Μάρτη πριν χρόνια, εποχή που δούλευα στην Πάτρα και πριν μπει ο προαστιακός στη ζωή μας, ένα μεσημέρι, στις 12.02 ακριβώς από την Αχαϊκή μεγαλούπολη. Είχα βρει εύκολα και κόψει τα εισιτήρια μετ' επιστροφής δύο ή τρεις ημέρες πριν το ταξίδι, για να προετοιμαστώ, την ημέρα της αναχώρησης, δίχως άγχος. Τη μέρα εκείνη, λοιπόν, έφυγα νωρίτερα απ’ τη δουλειά και βρέθηκα 15 λεπτά περίπου πριν από την αναχώρηση του τραίνου στο Σταθμό.
Στο Σιδηροδρομικό Σταθμό της Πάτρας, σ’ αντίθεση με το Σταθμό των Υπεραστικών Λεωφορείων, δεν περίμενε πολύς κόσμος. Δεν ήξερα, όμως, πόσοι απ’ αυτούς θα ‘ρχονταν μαζύ μου ίσαμε την Κόρινθο ή θα σταματούσαν σ’ ενδιάμεσους Σταθμούς και πόσοι θα κατευθύνονταν σε κάποιον από τους Σταθμούς έως τον Πύργο Ηλείας ή την Καλαμάτα Μεσσηνίας.
Μ’ άρεσε πολύ, όταν ζούσα στη Δυτική Ελλάδα, να ταξιδεύω με το τραίνο, αφότου πρωτογνωριστήκαμε στην εφηβεία μου. Άλλη φορά θα σας διηγηθώ πως έφτασα μέχρι και Καλαμάτα ή την Αλεξανδρούπολη σιδηροδρομικώς, σύμφωνοι; Και τις πιο προσιτές τιμές έναντι οποιουδήποτε άλλου μέσου μαζικής μεταφοράς είχε και ένιωθα και πολύ άνετα στη διάρκεια του ταξιδιού, γιατί μπορούσα να βλέπω με μεγαλύτερη άνεση έξω απ’ τα παράθυρα ή να σηκώνομαι απ’ τη θέση μου ανά πάσα στιγμή, για να ξεμουδιάζω τα πόδια μου.
Κάποιος θα μπορούσε ν’ αντιτάξει ότι είναι πολύωρο ή ανιαρό ένα σιδηροδρομικό ταξίδι. Ναι, αλλά οι ώρες της διαδρομής, εάν είναι πολλές, δεν σε κουράζουνε. Σε βοηθάνε να χαλαρώνεις από την εξωτερική ένταση, εάν διαλέξεις είτε να πάρεις έναν ύπνο, είτε να διαβάσεις ή να γράψεις. Και τούτο συμβαίνει, εφόσον, συνήθως, τα τελευταία χρόνια, τα τραίνα – εκτός, νομίζω, από τις γιορτές ή τις μέρες των εκλογών! – δεν έχουν και τόσο πολλούς επιβάτες, σ’ αντίθεση με αλλοτινές εποχές, που φάνταζαν μόνο μέσο σύνδεσης κάποιων περιοχών της Ελλάδας με την Αθήνα ή τον υπόλοιπο κόσμο! Άσε δε, που έχουν εκσυγχρονιστεί πια και τα βαγόνια και οι μηχανές των αμαξοστοιχιών, ώστε τα ταξίδια να μην είναι βασανιστικά πολύωρα και δίχως χρονοβόρες και ψυχοφθόρες καθυστερήσεις …
Εκείνο το μεσημέρι, λοιπόν, ο καιρός της Πάτρας ήταν χλομός και έμοιαζε έτοιμος να βρέξει, καθώς ο ουρανός της αχαϊκής πρωτεύουσας είχε γεμίσει, από το πρωί, απειλητικά βροχής σύννεφα. «Έχει μπει ο Μάρτης, αλλά η άνοιξη ακόμα!», σκέφτηκα, και ένα χαμόγελο πήγε να σκάσει στα χείλη μου όταν είδα το σταθμάρχη να διακόπτει τον καφέ του άρον - άρον και με χαλαρή τη γραβάτα στο λαιμό να ετοιμάζεται να σφυρίξει την υποδοχή και την αναχώρηση του τραίνου εντός ολίγων λεπτών .
Το τραίνο ήλθε στην ώρα του. Δε θα ‘μαστε τελικά πολλοί, καμιά εικοσαριά το πολύ, σπαρμένοι στα διάφορα βαγόνια. Με την επιβίβασή μου, ακούω τους συνταξιδιώτες μου να σχεδιάζουν πώς μετά την Κόρινθο θα μεταβούν στην Αθήνα. Διαλέγω θέση δίπλα σε παράθυρο και με φορά προς εκείνη της αμαξοστοιχίας, για να μπορώ, απ’ όπου θα περνάμε μέχρι την Κόρινθο, να βλέπω και να παρατηρώ έξω μέρη και ανθρώπους. Πάντα, κοιτώντας έξω, προσέχεις μια λεπτομέρεια, που, σε προηγούμενα ταξίδια, ή είχες παραβλέψει ή δεν είχες προσέξει. Το ταξίδι, εκτός απροόπτου, θα διαρκέσει δυόμισι ώρες. Σε λίγο, ξεκινάμε…
Ο ελεγκτής περνά και ελέγχει τα εισιτήριά μας. Όλα και όλων εντάξει. Τυπικός, μα και καλοσυνάτος, πρόθυμος να λύνει κάθε απορία των ταξιδιωτών. Κάποιος παρατήρησε πως ήταν μόνο Έλληνες επιβάτες στο βαγόνι μας. Το ταξίδι άρχισε, 12.02 ακριβώς! Φεύγοντας από την πόλη της Πάτρας, προσπαθώ ν’ αφήσω πίσω μου ό,τι έχει συμβεί, άθελά μου ή εκούσια, στη ζωή μου από την τελευταία φορά που είχα φύγει. Οι υπεύθυνοι του τραίνου έχουνε ανάψει το καλοριφέρ και όλο το ομολογουμένως πεντακάθαρο βαγόνι μας θα είναι, σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής, σταθερά ζεστό.
Ένας άντρας, ψηλός, αδύνατος, ασπρομάλλης και γύρω στα 65, συζητά με δύο άλλους, θαρρώ συνηλικιώτες του ή λίγο μικρότερούς του, άντρες, που κάθονται σε δυο – τρία καθίσματα πιο μπροστά από μένα, τα τελευταία πολιτικά γεγονότα, ενώ μια μαυρομάλλα κοπελίτσα, στο απέναντι κάθισμα, μάλλον φοιτήτρια, που έχει προορισμό την Αθήνα, ακούει μουσική από το walkman της και λικνίζει, ανάλογα, πιθανότατα, με το ρυθμό, και το κεφάλι και το κορμί της, όλο σκέρτσο! Ένας νεαρός, όχι περισσότερο από 30 ετών, στην τελευταία σειρά διαβάζει αθλητική εφημερίδα και μιλά στο κινητό. Δίπλα του, η καστανομάλλα και καλοντυμένη σύντροφός του έχει καρφώσει τα μεγάλα πράσινα μάτια της επάνω του, αν και στα χέρια της κρατά ένα περιοδικό μόδας, ενώ δυο – σίγουρα βαμμένες – ξανθιές και γαλανομάτες κοπέλες, μάλλον αδελφές, προσπαθούν να στείλουν μηνύματα από το κινητό για το πού θα τους περιμένουν στο Διακοπτό οι φίλοι τους, για να πάνε στα Καλάβρυτα. Μέχρι να το καταλάβω καλά – καλά, βρεθήκαμε στην Έξω Αγυιά και απέναντί μας, φαντάζει ένα λαμπρό δημιούργημα της σύγχρονης κατασκευαστικής, η Γέφυρα του Ρίου, ο συνδετήριος κρίκος Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας.
Η Γέφυρα στο Ρίο είναι η μεγαλύτερη καλωδιωτή γέφυρα στον κόσμο, με μήκος 2.252 μέτρα (2.883 μέτρα με την προσθήκη των γεφυρών πρόσβασης) και με τρία κεντρικά ανοίγματα των 560 μέτρων και δύο πλευρικά των 286 μέτρων, καθώς και η μοναδική που εδράζεται σε βάθος έως 65 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Αναρτάται από τέσσερις πυλώνες μέσα στη θάλασσα και στηρίζεται σε δύο ακρόβαθρα στις ακτές. Το κατάστρωμά της, πλάτους 27,2 μέτρων, διαθέτει δύο λωρίδες κυκλοφορίας (συν μία βοηθητική) ανά κατεύθυνση και είναι συνεχές σε όλο το μήκος και πλήρως αναρτημένο από τις κεφαλές των τεσσάρων πυλώνων με 368 καλώδια, κατανεμημένα ανά 12 μέτρα κατά μήκος του καταστρώματος σε οκτώ ομάδες σχήματος βεντάλιας. Χρησιμοποιούνται 40 χιλιόμετρα καλώδια, συνολικού βάρους 5.000 τόνων.
Στο Σταθμό του Ρίου, το τραίνο, όπως ακούγεται από τα μεγάφωνα, κάνουμε την πρώτη στάση. Ανεβοκατεβαίνουν επιβάτες, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων επιβιβάζεται, ενώ κατεβαίνουν δυο – τρεις νεαροί από άλλα βαγόνια. Ενώ η πόλη της Πάτρας είναι γεμάτη από πολυκατοικίες και πολυθόρυβους δρόμους, στο Ρίο, η φασαρία απ’ ανθρώπους και τροχοφόρα είναι λιγότερη και τα σπίτια πιο… ανθρώπινα. Δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής, βλέπεις σπίτια κεραμιδένια και λιγότερα αυτοκίνητα στους δρόμους και στις φυλαγμένες σιδηροδρομικές διαβάσεις, ενώ, στο βάθος, από τη μια θα πήγαινες προς το Καστρίτσι και από την άλλη, ίσα που ξεχωρίζει και η Ναύπακτος, η ιστορική κωμόπολη της Αιτωλοακαρνανίας.
Το Ρίο, που βρίσκεται μόλις 9 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Πάτρας, έχει μεγάλη ιστορία, που ξεκινά από την αρχαιότητα και φτάνει έως τους νεότερους χρόνους, γιατί η γεωγραφική του θέση είναι τέτοια, που «μπήκε στο μάτι» για πολλούς (Ρωμαίοι, Οθωμανοί, Μαλτέζοι Ιππότες, Ενετοί), που επιθυμούσαν να ελέγχουν τη Βόρεια Πελοπόννησο και την αντικρινή Στερεά Ελλάδα. Πέρα από τη γέφυρά του, φημίζεται και για το πασίγνωστο καζίνο του, αλλά και για το Πανεπιστημιακό του Νοσοκομείο, που εξυπηρετεί όλη σχεδόν τη Δυτική Ελλάδα (Αχαΐα, Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία) μέχρι και την Ήπειρο, και εξαιτίας του Πανεπιστημίου, ένα γνωστό διεθνώς εκπαιδευτικό και ερευνητικό ίδρυμα και κέντρο, χάρη στα διαπρεπή στελέχη του. Το κάστρο του Ρίου, που έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου με φαρδιά τάφρο, γεμάτη θαλασσινό νερό, και πύργους στις γωνίες, χτίστηκε, το 1499, από τον Οθωμανό σουλτάνο Βαγιαζίτ Β’, γκρεμίστηκε από Μαλτέζους Ιππότες έναν αιώνα αργότερα (1603), για να το επισκευάσουν οι Βενετοί το 1713, αποτελεί δίδυμο με το απέναντι του Αντιρρίου και μαζύ, παλαιότερα, χαρακτηρίζονταν από ντόπιους και ξένους ως οι «σιαγόνες του Κορινθιακού κόλπου».
Φεύγοντας από το Ρίο, έξω από το παράθυρο, στην εξοχή, βλέπουμε ελιές φορτωμένες, αλλά κάποιες απ’ αυτές μού μοιάζουν παραμελημένες και άλλες γερασμένες. Η θάλασσα του Πατραϊκού και του Κορινθιακού κόλπου δεν φαίνεται και τόσο τρικυμισμένη, αν και δείχνει, κάπου – κάπου, φουσκωμένη.
Με την επιβίβαση κάποιων επιβατών από το Σταθμό του Ρίου στο βαγόνι μας, ενός μικρού αγοριού με τη μητέρα του, έχουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον ελεγκτή των εισιτηρίων, ο οποίος, δίχως αγριοφωνάρες αλλά καλοσυνάτος, και στα ελληνικά και σε κάτι σπαστά αγγλικά, ζητά πάντα να ελέγχει τα εισιτήρια όσων επιβιβάζονται στην αμαξοστοιχία από κάθε Σταθμό. Μου έφερνε στο μυαλό, έτσι που έβλεπα τους γκριζόμαυρους κροτάφους του και ένα γκρίζο τσουλούφι στα μαλλιά του, μια γνωστή δημοσιογράφο και έναν παλιό ποδοσφαιριστή της Α. Ε. Κ., που είχαν την ίδια … «κόμμωση»…!
Συνεχίζοντας τη διαδρομή μας, αφού αφήσαμε πίσω μας τους παραθαλάσσιους οικισμούς Αραχωβίτικα και Δρέπανο, πολύ όμορφο, σίγουρα, θέαμα είναι τα αραγμένα και δεμένα βαρκάκια και ψαροκάικα στο λιμανάκι του Ψαθόπυργου. Ο Ψαθόπυργος, 17 χιλιόμετρα Β.Α. της Πάτρας, διοικητικά ανήκει στο δήμο Ρίου, είναι από τα πιο όμορφα παραθαλάσσια θέρετρα της Αχαΐας και στα ταβερνάκια, που βρίσκονται στο λιμανάκι του, μπορείς να γευτείς καλομαγειρεμένο ψάρι, αλιεμένο από ντόπιους ψαράδες στα ανοιχτά της θάλασσας του τόπου τους.
Όταν το μάτι του ταξιδιώτη παύει να αντικρίζει τον Ψαθόπυργο, ενώ από τη Στερεά Ελλάδα διακρίνεις τα παραλιακά χωριά της Φωκίδας, που υπάγονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, στο σημερινό δήμο Ευπαλίου, αρχίζουν, για την Αχαΐα, τα διοικητικά όρια του δήμου Ερινεού, που έχει ως έδρα το Λαμπίρι. Έξω, ο καιρός εξακολουθεί χλομός, χωρίς βροχή ευτυχώς.
Καθώς πλησιάζουμε στο Λαμπίρι, στη χλωρίδα της περιοχής προστίθενται και αμυγδαλιές. Η συνταξιδιώτισσά μου φοιτήτρια κλείνει το walkman και τα μάτια της, θέλοντας να κοιμηθεί. Μοιάζει κουρασμένη από τις εξετάσεις των προηγούμενων ημερών ή από τα νεανικά ξενύχτια; Μονάχα αυτή ξέρει την απάντηση…
Οι αμυγδαλιές, λοιπόν, δειλά – δειλά, αρχές Μάρτη πλέον, προαναγγέλλουν, ολάνθιστες, τον ερχομό της άνοιξης και γεμίζουν χαρά και αισιοδοξία τους ανθρώπους ότι πάει, έφυγε πια ο δύσκολος και παγερός χειμώνας και όσα είχε φέρει μαζύ του ανήκουν στο παρελθόν! Το Λαμπίρι, 28 χιλιόμετρα βορειοανατολικά των Πατρών, επάνω στην παλιά εθνική οδό Πατρών – Αθηνών, φημίζεται, όπως έλεγε ένας από τους συνταξιδιώτες μας, για την καθαρή και μεγάλη αμμουδιά του. Οφείλω, όμως, να σημειώσω και ότι κοντά σ’ αυτό βρίσκεται και ένα πολύ επικίνδυνο σημείο του εθνικού οδικού μας δικτύου, η Παναγοπούλα, όπου έχουν σημειωθεί, κατά καιρούς, πολλά και θανατηφόρα τροχαία δυστυχήματα.
Αμέσως έπειτα απ’ το Λαμπίρι, ενώ στην ενδοχώρα της Αχαΐας διακρίνονται οι Καμάρες, το τραίνο περνά, πρώτα, μέσα από το Νέο Ερινεό, που έχει ως επίνειο το γνωστότατο και εκτός Πατρών τουριστικό θέρετρο του Λόγγου, και, κατόπιν, από τα Σελιανίτικα, περιοχές, που, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, γεμίζουν από παραθεριστές και λουόμενους, γιατί φημίζονται για τις καθαρές τους θάλασσες και ακτές. Στα Σελιανίτικα, το τραίνο σταματά, για όσο χρόνο χρειάζεται ν’ ανεβοκατεβούν κάποιοι επιβάτες. Ο πολιτικολογών παππούς και η παρέα του έδωσαν τη θέση τους σε ένα ζευγάρι γνωστών μεσήλικων στον ελεγκτή, εάν κρίνω από τη χαρά, που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό τους, όταν τον είδαν.
Μια διαδρομή με τραίνο αποχτά, πάντα, ξεχωριστό ενδιαφέρον για μένα, όσες φορές κι αν την έχω ξανακάνει άλλοτε! Και όσες φορές διασχίζουμε κατοικημένες περιοχές, μου αρέσει να βλέπω τους ανθρώπους και τα σπίτια τους, για να «διεισδύσω» σε μιαν τυχαία στιγμή της ζωής τους και – από μια λεπτομέρεια, που δεν είχα προσέξει προηγουμένως – να καταλάβω την «ιδιαιτερότητά» της. Μα και όταν έχουμε τη δυνατότητα να αντικρίζουμε, δεξιά και αριστερά των σιδηροδρομικών γραμμών, τη φύση, την οποία χαίρομαι βλέποντάς την στην ώρα π’ αρχίζει, με την είσοδο του Μάρτη, ν’ αφυπνίζεται από το χειμερινό λήθαργο, να μπουμπουκιάζει και να πρασινίζει ή πώς το χειμωνιάτικο κρύο, στις παραμονές των Χριστουγέννων, έχει παγώσει και μαράνει καθετί!
Ανάμεσα στα Σελιανίτικα και το Αίγιο, βρίσκεται η Ροδοδάφνη. Το Αίγιο, που είναι ο επόμενος Σταθμός μας, είναι η μεγαλύτερη πόλη της Αχαΐας σε πληθυσμό, αμέσως μετά από την Πάτρα, που απέχει απ’ αυτήν 41 χιλιόμετρα προς τ’ ανατολικά και 35 – 40 περίπου λεπτά απ’ την ώρα της αναχώρησής μας. Το παλιό όνομα της πόλης είναι Βοστίτσα. Όπως λένε τα βιβλία, το Αίγιο αποτέλεσε έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας (αρχές 3ου αιώνα π.Χ.), επί Φραγκοκρατίας (1209 – 1422) ήταν πολιτικό κέντρο, ενώ λέγεται πως ήταν και η πρώτη πόλη, που απελευθερώθηκε από τους Τούρκους στις 26/03/1821. Από τις ιστορικές εκκλησίες της περιοχής, μνεία θα γίνει για την Παναγία την Τρυπητή με τη θαυματουργή εικόνα της, ενώ ξεχωρίζουν και τα μοναστήρια των Ταξιαρχών και της Πεπελενίτσας.
Το Αίγιο, καθώς είναι σε σημαντική γεωγραφική θέση και διαμετακομιστικό κέντρο για το εμπόριο σταφίδας, είχε γνωρίσει, άλλοτε, σημαντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Σήμερα, που η μαύρη σταφίδα δεν έχει πια τόση ζήτηση, παρά τις συνεχείς προσπάθειες των δραστήριων αγροτοσυνεταιριστών για διεύρυνση των αγορών και βελτίωση του προϊόντος, αναζητούνται άλλες δραστηριότητες και ασχολίες των κατοίκων, που θα βοηθήσουν την πόλη να παίξει πάλι δυναμικό ρόλο στην ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Το λιμάνι, όμως, του Αιγίου, ακόμη και σήμερα, συνδέει την περιοχή της Αιγιαλείας με την Ιτέα και την Ερατεινή Φωκίδας και την υπόλοιπη Στερεά Ελλάδα, όπου «διοχετεύονται» πολλά από τα προϊόντα του Αιγίου. Στο Σταθμό του Αιγίου, που είναι κοντά στη θάλασσα, η οποία, εδώ, φαίνεται λιγάκι ταραγμένη, δεν αλλάζει η «σύνθεση» του τραίνου, καθώς, απ’ ό,τι μπορώ να δω, δεν ανεβοκατεβαίνουν επιβάτες, αντίθετα απ’ ό,τι πίστευα!
Να σημειωθεί στο σημείο αυτό πως κάθε τραίνο, όπου κι αν πηγαίνουμε, μόλις πλησιάζει σε κατοικημένες περιοχές ή απομακρύνεται από δαύτες, σφυρίζει δυνατά, κόβοντας ή αυξάνοντας ταχύτητα, αντίστοιχα. Έτσι, φαίνεται να προειδοποιεί ανθρώπους και οχήματα να προετοιμαστούν όσοι θέλουν να ταξιδέψουν με αυτό ή να προσέχουν από τη διέλευσή του ή να τους αποχαιρετίσει έως ότου τους ξαναδεί; Άλλοι Σταθμοί διαθέτουν παραδοσιακό, νεοκλασικό κτίριο, που αναδίδει μιαν ξεχωριστή «μυρουδιά και ιστορία», για να στεγάσουν τις σιδηροδρομικές υπηρεσίες, ενώ αλλού, βλέπεις σύγχρονά μας μονώροφα κτίρια. Κάπου – κάπου, βλέπεις και γραμμένες με κιμωλία, επάνω σ’ ένα μαυροπίνακα, σε κάποιον τοίχο του Σταθμού, και τις ώρες διέλευσης των τραίνων από εκείνο το μέρος προς την μιαν ή την άλλη κατεύθυνση.
Έπονται, αρχικά, τα Τεμένη χωρίς να σταματήσουμε και, μετά από τον ορμητικό, λόγω των τελευταίων νεροποντών, Σελινούντα ποταμό, η Ελίκη, που έχει δικό της, μικρό βεβαίως, Σταθμό. Το τοπίο, έξω, είναι καταπράσινο και κυριαρχούν οι ελιές. Η αρχαία Ελίκη, την οποία τοποθετούν οι αρχαιολόγοι μάλλον στη θέση του σημερινού χωριού Ροδιά και συνεχίζουν να ανασκάπτουν, για να βρουν περισσότερες μαρτυρίες για την ιστορία της Αχαΐας, 9 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Αιγίου, ανάμεσα στα ποτάμια Σελινούντα και Κερυνίτη, ήταν το κέντρο λατρείας του Ελικωνίου Ποσειδώνος έως το 373 – 372 π.Χ., που καταποντίστηκε από σεισμό, ο οποίος υπήρξε καταστροφικός για όλες τις παράλιες πόλεις της Στερεάς Ελλάδας και της βόρειας Πελοποννήσου.
Σήμερα, Ελίκη καλείται το χωριό που, άλλοτε, ονόμαζαν Ζευγολατιό Αιγιαλείας, ενώ μαρτυρίες για την αρχαία πόλη έχουμε και από τον Αριστοτέλη το γνωστό φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ., αλλά και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια, από το Στράβωνα, το φημισμένο γεωγράφο και τον Παυσανία, το διάσημο περιηγητή κ.α.. Δεν πρέπει, όμως, να παραβλέπουμε τη συμβολή του Σπυρίδωνος Μαρινάτου στις αρχαιολογικές έρευνες, κατά τα νεότερα χρόνια, στην περιοχή (1950 – 1951 και 1966 – 1968) και τις επίμονες προσπάθειες των κατοπινών αρχαιολόγων για τεκμηριωμένη ταυτοποίηση και οριοθέτηση της πόλης.
Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουμε στον Ελαιώνα της περιοχής Αιγιαλείας. Εάν κρίνω από την παρουσία τόσων ελιών, μπορώ να καταλάβω και να δικαιολογήσω το τοπωνύμιο. Συνάμα, μπορώ να φανταστώ ότι – εκτός απροόπτου – η ελαιοπαραγωγή θα ήταν επί σειρά ετών ή και είναι ακόμη και σήμερα η βασικότερη πηγή προσπορισμού των κατοίκων. Στον Ελαιώνα, επιβιβάζεται, με προορισμό, καθώς είπε στον ελεγκτή, την Αθήνα, μια γυναίκα, η οποία βρίσκει και θέση να καθίσει για το εφεξής ταξίδι της στο βαγόνι μας.
Μια ώρα περίπου αφότου εγκαταλείψαμε την Πάτρα και 54 χιλιόμετρα ανατολικά της, βρίσκουμε το Διακοπτό, έδρα του ομώνυμου δήμου και απόληξη του Βουραϊκού ποταμού. Το Διακοπτό είναι η πατρίδα του γνωστού κωμικού ηθοποιού του ελληνικού κινηματογράφου κατά το β’ μισό του 20ου αιώνα Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Η πολίχνη τούτη, όμως, είναι γνωστή και για έναν άλλο λόγο: Από εδώ, ξεκινά ο οδοντωτός σιδηρόδρομος, που οδηγεί όσους, ντόπιους και ξένους, επιθυμούν να επισκεφτούν το κατεξοχήν χειμερινό τουριστικό θέρετρο της Αχαΐας, τα Καλάβρυτα. Οι ξανθιές αδελφές κατεβαίνουν φουριόζες και παραλίγο να ξεχάσουν τη βαλίτσα τους, αν δεν τους το θύμιζε ο νεαρός, που σήκωσε, επιτέλους, για μία και μόνη φορά σ’ όλο το ταξίδι, το βλέμμα του από την αθλητική του εφημερίδα!
Όλες οι παραλίες της Αχαΐας, είτε ανήκουν στον Πατραϊκό κόλπο, είτε στον Κορινθιακό, έχουν μια ξεχωριστή ομορφιά, από την Καλόγρια έως την Αιγείρα. Όμορφες και προσιτές στον οποιοδήποτε χαρίζουν ένα ξέγνοιαστο, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, θαλασσινό μπάνιο και προσφέρουν, όλο το χρόνο και νυχθημερόν, ένα εξαιρετικό θέαμα, που ξεκουράζει ψυχή, νου και σώμα από τις καθημερινές σκοτούρες. Γι’ αυτό, και συγκεντρώνουν, από χρόνια, πολλούς επισκέπτες.
Το Διακοπτό διαδέχεται η Παραλία Πλατάνου, ένας παραθαλάσσιος οικισμός, με γραφικό λιμανάκι. Δεξιά και αριστερά της σιδηροδρομικής γραμμής, διακρίνονται τα παραδοσιακά και πανέμορφα στην πλειοψηφία τους σπίτια του οικισμού. Η κοπελίτσα του απέναντι καθίσματος ξυπνά από ένα τηλεφώνημα στο κινητό της. Μόλις τελειώνει τη συνδιάλεξη, με ρωτά πού είμαστε και ανασηκώνεται απ’ το κάθισμά της, επιδιώκοντας να ιδεί και με τα μάτια της έξω.
Δέκα λεπτά ύστερα από το Διακοπτό, τα μεγάφωνα του τραίνου αναγγέλλουν την άφιξή μας στην Ακράτα με τον ποταμό Κράθη, που απέχει 71 χιλιόμετρα από την Πάτρα, προς ανατολάς. Οι κάτοικοί της ασχολούνται με τη γεωργία (αμπέλια, σταφίδα, ελιές, σιτηρά, λαχανικά) και την κτηνοτροφία. Ενώ η κατοχή της Ακράτας από τους Έλληνες στην Επανάσταση του 1821 ήταν σημαντική, καθώς εμπόδιζε τις μετά το 1825 επιδρομές του Ιμπραήμ σε Κορινθία και Αργολίδα, στα περίχωρα της Ακράτας ανήκει και το ιστορικό βυζαντινό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας.
Αφού ανεβοκατεβάζει 2 – 3 επιβάτες το τραίνο στο Σταθμό της Ακράτας, το τραίνο συνεχίζει το δρομολόγιό του. Η Ακράτα και η Αίγειρα είναι οι δύο τελευταίοι Σταθμοί του ταξιδιού μας από την Αχαΐα. Μετά, αρχίζει η Κορινθία. Η Αίγειρα, λοιπόν, απέχει από την Ακράτα δύο μόλις λεπτά της ώρας. Ελαιόδεντρα, εσπεριδοειδή (λεμόνια – πορτοκάλια κ.α.), αμπελοκαλλιέργειες, σιτηρά και κηπευτικά είναι οι ασχολίες των κατοίκων της κωμόπολης τούτης, που φέρει το όνομα μιας ιστορικής και πλούσιας κατά τους ελληνιστικούς χρόνους πόλης της Αχαΐας, την οποία περιγράφει ο περιηγητής των πρωτοχριστιανικών χρόνων Παυσανίας.
Με την Αίγειρα, την οποία αποχωριζόμαστε με τελευταία ανάμνηση την εικόνα μιας εγκαταλειμμένης και παραμελημένης παιδικής χαράς, αφήνουμε πίσω μας την Αχαΐα και ετοιμαζόμαστε να μπούμε στην Κορινθία. Πρώτος Σταθμός του νέου νομού είναι το κεφαλοχώρι Δερβένι, έδρα του δήμου Ευρωστίνης. Απέχει 55 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Κόρινθο. Αν και δεν σταματά το τραίνο στο Δερβένι καθόλου, θυμάμαι ότι έχω διαβάσει κάπου για κάποιο αρχαίο θέατρο στην περιοχή, ενώ μου έρχεται στο νου το ότι «δερβένι» στα τουρκικά σημαίνει «στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά».
Ενώ από το Αίγιο και μετά, είχαμε αλλού δυνατές και αλλού πιο αδύναμες ψιχάλες βροχής να μας συντροφεύουν στο ταξίδι μας, μπαίνοντας στην Κορινθία μας υποδέχτηκε ένας ζεστός ανοιξιάτικος ήλιος. Έξω, παρατηρώ πολλά εσπεριδοειδή, ιδίως λεμονιές, οι οποίες είναι, μάλλον, η καρποφόρα και κερδοφόρα ενασχόληση των κατοίκων της περιοχής.
13.29 μ.μ., μιάμιση ώρα σχεδόν μετά την αναχώρηση από την Πάτρα, φτάσαμε στον οικισμό, που φέρει το όνομα Λυκοποριά. Συμβολικό όνομα, παραπέμπει στην ύπαρξη λύκων στην περιοχή κάποια μακρινή εποχή. Η Λυκοποριά είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό, χτισμένο στον παλιό δρόμο Κορίνθου – Πατρών και βρίσκεται 5 χιλιόμετρα από το Δερβένι, καθ’ οδόν προς την Κόρινθο.
Ενώ, έξω, οι ελιές εναλλάσσονται με τα εσπεριδοειδή, το τραίνο μας σιγά – σιγά, ένα δεκάλεπτο περίπου μετά από τη Λυκοποριά, φτάνει στο Ξυλόκαστρο, την ώρα που μόλις διακρίνεται το όρος Κυλλήνη (ή Ζήρια), στην ενδοχώρα. Παραθεριστικό θέρετρο, πόλος έλξης, γνωστός εντός και εκτός Ελλάδας, σημαντικού αριθμού επισκεπτών τους καλοκαιρινούς, ιδίως, μήνες. Πολλά η φήμη του Ξυλόκαστρου οφείλει και στις καθαρές θάλασσές του και στο πευκοδάσος «Πευκιάς», που είναι κοντά στην παραλία. Απέχει μόλις 34 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την Κόρινθο.
Ο ουρανός, όταν αποχωριζόμαστε το Ξυλόκαστρο, γίνεται ολόμαυρος. Ελπίζω να μη βρέξει πριν φτάσουμε στην Κόρινθο! Σε κάθε πολίχνη ή οικισμό, απ’ όπου περνά το τραίνο, βλέπουμε τους ανθρώπους να συνεχίζουν αδιάφοροι για τη διέλευση του τραίνου τη ζωή τους. Η ρουτίνα τους δεν αλλάζει. Τραίνα πάνε και έρχονται, φεύγουν και περνάνε από τα μέρη τους, αλλά αυτοί συνεχίζουν, στα σπίτια τους ή στους δρόμους, να ζουν, να νιώθουν, να σκέπτονται και να δρουν στους ρυθμούς, που τους έχει επιβάλει η καθημερινότητά τους χωρίς επιθυμία να ξεφύγουν ή – εκ μέρους μας, που τους χαζεύουμε, βιαστικά και ασυγκίνητοι, από το φινιστρίνι ενός βαγονιού του τραίνου ή το παράθυρο ενός αυτοκινήτου και λεωφορείου! – ενδιαφέρον.
Χτισμένη σε περιοχή με οπωροφόρα και σημαντικό, ως εκ τούτου, εξαγωγικό κέντρο εσπεριδοειδών είναι η πόλη του Κιάτου, ο επόμενός μας Σταθμός στις 13.53 μ.μ.. Δέκα λεπτά, δίχως να ανεβοκατεβούν επιβάτες, αλλά για να «ξεκουραστούν», ίσως, οι μηχανές του τραίνου ήταν η στάση μας στο Κιάτο, που κείται 21 μόνο χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από την Κόρινθο και η ιστορία της πόλης, κατά την αρχαιότητα, σχετίζεται με την Σικυώνα, πατρίδα του ηγέτη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, Αράτου (276 – 213 π.Χ.) και έδρα φημισμένων σχολών ζωγραφικής και γλυπτικής σ’ όλη την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σικυώνας θα βρείτε ευρήματα από όλες τις εποχές, από τα γεωμετρικά χρόνια έως τα βυζαντινά. Μαρτυρίες για την ιστορία και τα μνημεία της αντλούμε από τα «Κορινθιακά» του περιηγητή Παυσανία.
12 χιλιόμετρα δυτικά από την Κόρινθο, συνεχίζοντας το ταξίδι μας, αφού μας «ξεπροβόδισε» από το Κιάτο μια γυναίκα Σταθμάρχης, βρίσκουμε, μπροστά μας, καταρχάς τον Ασωπό ποταμό και, μετά, το παραλιακό κεφαλοχώρι και γνωστό παραθεριστικό κέντρο, Βραχάτι, αλλά δεν σταματάμε καθόλου. Ό,τι θα ήθελα να σημειώσω για το Βραχάτι είναι ότι επλήγη, όπως σημαντικό, άλλωστε, μέρος του νομού Κορινθίας γύρω από τον Κορινθιακό κόλπο, σοβαρά από τους σεισμούς του 1928 και του 1981. Μ’ αφορμή κάποιο σημείο που οι πεζοί πρέπει να διασχίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές στο Βραχάτι, θέλω να σημειώσω πως στη διάρκεια της μέχρι τώρα διαδρομής, έχουμε συναντήσει πολλές φυλασσόμενες και αφύλακτες για αυτοκίνητα ή πεζούς σιδηροδρομικές διαβάσεις, στις οποίες, από το φόβο δυστυχημάτων, οι οδηγοί των οχημάτων περιμένουν καρτερικά οι περισσότεροι τη διέλευση της αμαξοστοιχίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που και στην Ελλάδα ακούμε πώς η ανυπομονησία κάποιων οδηγών και πεζών η αμυαλιά τους ή η απροσεξία κι η κούραση ορισμένων σιδηροδρομικών οδήγησαν σε θανατηφόρα ατυχήματα ή εκτροχιασμούς τραίνων.
Ενώ, μετά το Λέχαιο, πλησιάζουμε στα προάστια της Κορίνθου, η ώρα είναι πια 14.15 μ.μ., δύο ώρες και δέκα λεπτά σχεδόν μετά την έναρξη του ταξιδιού μας. Ναι, εισερχόμαστε στην πόλη της Κορίνθου! Ένα σκυλί αλυσοδεμένο σε μιαν αυλή, ακούγοντας το σφύριγμα του τραίνου, αρχίζει να γαβγίζει δυνατά, για να μας υποδεχτεί. Όσοι θέλουν να συνεχίσουν για Αθήνα, θα πάρουν τον προαστιακό σιδηρόδρομο από το νέο σιδηροδρομικό Σταθμό, ενώ οι υπόλοιποι θα κατεβούν στον άχρι τούδε παραθαλάσσιο και να γνωρίσουν και να θαυμάσουν την περιοχή με την ένδοξη παράδοση…
Απέναντί μας, το Λουτράκι, το Ακρωτήριο Ηραίο, η Μονή του Οσίου Παταπίου, η Περαχώρα, η λίμνη της Βουλιαγμένης και τα Γεράνεια Όρη, μαγευτικό και σαγηνευτικό, τωόντι, θέαμα. Μπροστά στα μάτια μας, ο προορισμός μας, η Κόρινθος, 84 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 138 από την Πάτρα, με μακραίωνη συμβολή στην ελληνική ιστορία από την αρχαιότητα έως τη σύγχρονη εποχή. Γνωστή όχι μονάχα για την αρχαία Κόρινθο, για τον Περίανδρο το σοφό της τύραννο, για το εμπόριο και τις αποικίες της ή από το διαχρονικά πολυθρύλητο Ισθμό της, αλλά και από τη διδασκαλία του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο, αλλά και για τον Ακροκόρινθο, το περίφημο μεσαιωνικό οχυρό της. Πολλοί, επίσης, θα θυμηθούν και το μεγάλο στρατόπεδο της Κορίνθου, κέντρο κατάταξης και έναρξης των «χακί» υποχρεώσεων προς τη Μητέρα Πατρίδα αρκετών νεοσύλλεκτων!
14.20 μ.μ., η αποβίβαση αρχίζει. Και καθώς το τραίνο μας απομακρύνεται απ’ την Κόρινθο, εμείς, πατώντας στέρεα, με τα πόδια μας, τη γη του σιδηροδρομικού Σταθμού της πόλης, προσπαθούμε να χορτάσουμε όσα μπορούν, σ’ ετούτη τους την καινούρια επαφή με τον και άλλοτε ξανανταμωμένο χώρο, το μάτι και το αφτί να ξεδιακρίνουν, σε στεριά και θάλασσα…
Του Γ. Απτεραίου
aixmi-news.gr