Κυριακή 3 Μαρτίου 2019

Διήγημα: Το κορίτσι του τραίνου.


Η υπερταχεία επιβατική αμαξοστοιχία Αθηνών – Θεσσαλονίκης − Εξωτερικού ερχόταν στην ώρα της, χωρίς καθυστέρηση, όπως ανήγγειλαν, βραχνά, τα μεγάφωνα του Σταθμού Λαρίσης. Στην αποβάθρα, οι ταξιδιώτες ελάχιστοι, λόγω του προχωρημένου της ώρας.
Ανέβηκε και προχώρησε στο διάδρομο. Έσυρε την πόρτα του πρώτου κουπέ και αντίκρισε έξη μάτια να καρφώνονται πάνω του. Ήταν ένα αντρόγυνο και μια κοπέλα, κατά πάσα πιθανότητα η κόρη τους. Έριξε το βλέμμα του ένα γύρω, στο μικρό χώρο. Παντού βαλίτσες, βαλιτσούλες, κουτιά κι ένα σωρό μικροπράγματα. Δεν υπήρχε καθόλου μέρος, για ν’ ακουμπήσει τη δική του βαλίτσα.

– Αφήστε την κάτω, ανάμεσα στα πόδια μας, δε μας ενοχλεί, του πρότεινε ο κύριος ευγενικά.

− Μοιάζει με μετακόμιση! παρατήρησε σε εύθυμο τόνο.

– Πάμε στη Γερμανία. Δυστυχώς, τελείωσαν οι διακοπές μας στην Ελλάδα κι επιστρέφουμε.

– Έτσι, εξηγείται!

– Πάτε στη Θεσσαλονίκη;

– Ναι, είμαι φοιτητής του Πολυτεχνείου και σε λίγες ημέρες αρχίζει η εξεταστική περίοδος. Πάω να στρωθώ στο διάβασμα, γιατί στο χωριό δεν άνοιξα βιβλίο.

− Λογικό δεν είναι, αφού ήσασταν σε διακοπές;… αλλά, καθίστε, είπε κι έδειξε τη θέση που δημιουργήθηκε μεταξύ του λόφου με τις εγκυμονούσες τσάντες και της κοπέλας, όταν η τελευταία στριμώχτηκε προς το παράθυρο, για να του κάνει χώρο.

Μετά, ο κύριος σιώπησε και δεν ξαναμίλησε. Η γυναίκα, δίπλα του, που ως τότε κοιτούσε το νεαρό κατάματα κι εξεταστικά, γύρισε κατά το παράθυρο.

Στράφηκε προς την κοπέλα και με το πρώτο πρόσεξε τα μαύρα μαργιόλικα μάτια της. Δυο καλοστημένες θηλυκές παγίδες.

– Ζείτε πολλά χρόνια στη Γερμανία;

– Στο Μόναχο γεννήθηκα. Είμαι μετανάστρια δεύτερης γενιάς, μισή Γερμανίδα, μισή Ελληνίδα. Πηγαίνω σε γερμανικό Γυμνάσιο, παράλληλα όμως παρακολουθώ και ελληνικά μαθήματα, αλλά δε νομίζω ότι θα επιστρέψω ποτέ εδώ.

– Και καλά θα κάνεις. Εγώ είμαι στο δεύτερο έτος της Πολυτεχνικής και δε βλέπω την ώρα να πάρω το δίπλωμα, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ν’ ανεξαρτητοποιηθώ. Ν’ αποκτήσω δικά μου χρήματα, να ζήσω σαν άνθρωπος.

Έγειρε το κεφάλι και του μίλησε ψιθυριστά.

– Σε καταλαβαίνω, ανάλογα σκέφτομαι κι εγώ. Οι δικοί μου αποταμιεύουν, με σκοπό να γυρίσουν στην Ελλάδα, να φτιάξουν ένα ξενοδοχείο κοντά στη θάλασσα, να μου εξασφαλίσουν την προίκα μου.

Πρόσεξε τα τσίνορά της που πετάριζαν, όπως φτερά πουλιού που αντιστέκεται στο αρσενικό, αλλά δε φεύγει κιόλα. Το τραίνο κουνούσε και ηχούσε μονότονα. Τους νανούριζε.

Τα γλυκά της μάτια τού μιλούσαν, κι η νεανική του καρδιά σπαρταρούσε.

Μπαίνοντας στο σταθμό της Θεσσαλονίκης, ακούστηκαν τα μεγάφωνα που ειδοποιούσαν τους επιβάτες ότι η αμαξοστοιχία θα κάνει στάση μισής ώρας, γι’ αλλαγή μηχανής. Πήρε τη βαλίτσα του και, με βαριά καρδιά, τους ευχήθηκε «καλό ταξίδι».

Πίσω του, η κοπέλα σηκώθηκε. «Βγαίνω στο διάδρομο να πάρω λίγο αέρα» είπε στη μάνα της, που κούνησε το κεφάλι της με κατανόηση.

Στάθηκαν στη γωνία του βαγονιού, κάνοντας το χωρισμό δυσκολότερο και πιο επώδυνο. Τα χείλη της κόκκινα, προκλητικά, υπόσχονταν απροσμέτρητη ηδονή. Πέρασε το χέρι του πίσω απ’ το λαιμό της και φιλήθηκαν. Το στόμα της ήταν σαν καυτή λιωμένη σοκολάτα και το κορμί της σιγότρεμε, ανυπόμονο, κάτω απ’ το απαλό μετάξι.

− Μη φύγεις, Όλγα!

Οι ανάσες τους μετρούσαν σφυριχτά τα δευτερόλεπτα.

Τα μεγάφωνα ακούστηκαν και πάλι.

− Θα είμαι δική σου για πάντα!…

Ο κρότος που έκαναν τα γοβάκια της και η εικόνα της ραδινής κορμοστασιάς που σειόταν ανάερη μες στο παιχνιδίζον φόρεμα, καθώς επέστρεφε βιαστική στο κουπέ, χαράχτηκαν ανεξίτηλα στο μυαλό του. Αλλά μπορεί η ανάμνηση να υποκαταστήσει τη ζωντανή παρουσία; Και για πόσο καιρό θα θυμόταν το χρώμα των ματιών της;

Κατεβαίνοντας, άκεφος, στην υπόγεια διάβαση, στ’ αυτιά του ηχούσε η φωνή της. «Θα είμαι δική σου για πάντα!» Αν το εννοούσε, με ποιο τρόπο θα γινόταν «δική του»; Τι είχε στο μυαλό της; Δεν της έδωσε στοιχεία του, για να τον αναζητήσει. Αισθάνθηκε τον πόνο που ’ρχότανε σαν καταιγίδα και τα μάτια του θάμπωσαν. Όχι, δεν έπρεπε να κλάψει. «Μια τυχαία γνωριμία ήταν και τίποτε περισσότερο» προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, για να πάρει κουράγιο.

Βγήκε βαρύθυμος απ’ το κτίριο του Σταθμού και ξεκίνησε να πάει με τα πόδια στο δωμάτιο που νοίκιαζε στην περιοχή της «Καμάρας». Αναγκαστικά, πέρασε μπροστά απ’ την είσοδο του πολυτελούς ξενοδοχείου. Ταυτόχρονα, μια εντυπωσιακή κοπέλα έβγαινε απ’ την περιστρεφόμενη πόρτα και βρεθήκανε πρόσωπο με πρόσωπο. Κοκάλωσαν κι οι δυο μη χτυπήσουν, κι εκείνη σφύριξε.

− Καιρό είχα να δω τόσο ωραίο αγόρι, όλο γερομπαμπαλήδες μού τυχαίνουν τώρα τελευταία… και μένω ρέστη, ρε πούστη μου.

Ήτανε πανέμορφη, κρίμα που πούλαγε το κορμί της. Όπως την παρατηρούσε, στιγμιαία, το πρόσωπό της άλλαξε κι εμφανίστηκε η Όλγα μπροστά του. Άφησε κάτω τη βαλίτσα σαστισμένος.

− Πάμε; είπε η κοπέλα και του ’κλεισε το μάτι. Κερασμένο!

− Θα πάμε, αλλά θέλω να μου κάνεις μία χάρη.

− Κάνω ότι γουστάρεις, αγόρι μου.

− Δεν εννοώ αυτό. Να μου επιτρέψεις να σε λέω Όλγα.

Γέλασε.

− Η γκόμενά σου είναι, ή κάποια σκορδόπιστη που σ’ άφησε κι έφυγε με άλλονα;

− Ναι, το βρήκες, «που μ’ άφησε κι έφυγε», είπε μηχανικά και σήκωσε τη βαλίτσα.

«Καλό ταξίδι να ’χεις Όλγα! Κι ο κόσμος είναι μικρός, αρκεί να μην ξεχάσεις αυτό που μου ’πες» μουρμούρισε κι ένα μειδίαμα φάνηκε στα ξερά του χείλια. Καθώς κατευθυνόταν προς την περιστρεφόμενη είσοδο, έβγαλε το χαρτονάκι που τράβηξε από μια βαλίτσα της και το λοξοκοίταξε:

Olga Dimitriou,

Mozartstraße [..],

Munich, Germany

κι αναρωτήθηκε αν τον είχε δει να το κάνει. Μάλλον θα τον είδε, γιατί έτσι αποκτούσε κάποιο νόημα και η φράση της: «Θα είμαι δική σου για πάντα».

Η κοπέλα πήρε θέση δίπλα του, λες κι ήτανε γυναίκα του. Πέρασε και το χέρι της στο μπράτσο του.

− Άντε, αγόρι μου, να μου σβήσεις τη φωτιά που μ’ άναψε το πουρό· δεν αντέχω άλλο.

− Πώς σε λένε;

− Όλγα!

Γέλασαν κι οι δυο. Η κοπελιά είχε αρχίσει να παίζει το ρόλο της.

Μετά, θα την πήγαινε να χορέψουν, να ξεχαστεί η δόλια για μερικές ώρες. Θα την παρακαλούσε, μάλιστα, να σκουπίσει τα βαψίματα και να σουλουπωθεί, όσο αυτό ήταν εφικτό. Και θα της νοίκιαζε την πιο στιλάτη τουαλέτα απ’ την γκαρνταρόμπα του ξενοδοχείου.

Και το πρωί, θ’ αμολιόταν σε γνωστούς και φίλους να ψάξει για δανεικά.

Του Βάιου Κουτριντζέ
larissanet.gr