Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2018

Στο Σταθμό Λαρίσης…!


Ο Σταθμός Λαρίσης δεν λέγεται (επισήμως) Σταθμός Λαρίσης. Λέγεται Σιδηροδρομικός Σταθμός Αθηνών αν και στην πραγματικότητα μέχρι το 2005 αποτελούσε μόνο το 50% του Σιδηροδρομικού Σταθμού Αθηνών. Το υπόλοιπο 50% ήταν ο Σταθμός Πελοποννήσου που επίσης δεν λεγόταν επισήμως Σταθμός Πελοποννήσου, αλλά (τι πρωτοτυπία!) Σιδηροδρομικός Σταθμός Αθηνών κι αυτός.

Ας μην σταθούμε όμως σε τυπικότητες. Αυτός που όλο το έως σήμερα γνωστό σύμπαν γνωρίζει ως Σταθμό Λαρίσης, κατασκευάστηκε το 1904 αρκετά χρόνια μετά τον παρακείμενο Σταθμό Πελοποννήσου. Ο τελευταίος ανήκε στον ΣΠΑΠ (που θα πει: Σιδηρόδρομος Πειραιώς, Αθηνών, Πελοποννήσου) ενώ ο Σταθμός Λαρίσης στον ΣΕΚ, δηλαδή στους Σιδηροδρόμους Ελληνικού Κράτους. ΣΠΑΠ και ΣΕΚ, δύο δημόσιες εταιρείες που αργότερα συγχωνεύθηκαν και δημιουργήθηκε ο γνωστός μας σημερινός ΟΣΕ (Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος).

Το κτήριο είναι διώροφο και αποτελεί τυπικό δείγμα νεοκλασικισμού με ορισμένα εκλεκτικιστικά στοιχεία. Και τα δύο είναι σχεδόν αδύνατο να τα παρατηρήσουμε σήμερα, καθώς μια σειρά από μεταγενέστερες παρεμβάσεις έχουν μεταλλάξει προς το πολύ χειρότερο την αισθητική του.
«Λαρίσης» ονομάστηκε στην κοινή αθηναϊκή συνείδηση ο συγκεκριμένος σταθμός, διότι από εδώ έφευγαν τα σιδηροδρομικά δρομολόγια για τη Λάρισα, τελευταία τότε πόλη προς βορρά της επικράτειας του ελληνικού κράτους, που δεν συμπεριλάμβανε ακόμη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Η αλήθεια είναι πως ο τελευταίος σταθμός των τρένων που ξεκινούσαν από την Αθήνα προς τα πάνω δεν ήταν η Λάρισα, αλλά ένα χωριό ονόματι Παπαπούλι. Πάντως δεν ονομάστηκε ποτέ «Σταθμός Παπαπουλίου».
Τα σύνορα άλλαξαν, το ελληνικό κράτος μεγάλωσε, ήρθαν εποχές που τα ελληνικά τρένα έφταναν πολύ πιο πέρα από τη Λάρισα, ως τη Σόφια, το Βελιγράδι, τη Βενετία και το Μόναχο, αλλά ο Σταθμός Λαρίσης πεισματικά δεν άλλαξε όνομα. Μάλιστα πρόσφερε την ονομασία του σε όλη την γύρω περιοχή.

Ο Σταθμός Λαρίσης για ‘μένα ήταν κάτι σαν την παιδική Γη της Επαγγελίας. Στην προσχολική και στην πρώτη σχολική μου ηλικία στα μισά της δεκαετίας του ’70, κάθε απογευματινή βόλτα με τον παππού μου κατέληγε στις αποβάθρες του Σταθμού. Εκεί συνήθιζε να μου αφηγείται πως σαν αμαξάς με έδρα την Πλατεία Ιπποδαμείας στον Πειραιά, μετέφερε συχνά ανθρώπους και εμπορεύματα από το Λιμάνι στον Σταθμό Λαρίσης. Σήμερα μου φαίνεται περίεργο αυτό, καθώς ξέρω πως ο Πειραιάς είχε κι αυτός τους δικούς του Σταθμούς Πελοποννήσου και Λαρίσης. Ποιος ξέρει γιατί κάποιοι προτιμούσαν να επιβιβαστούν στο τρένο από την Αθήνα;


Τέλος πάντων στις αποβάθρες του Σταθμού χάζευα με τις ώρες τον κόσμο. Θυμάμαι τον σταθμάρχη με ένα κόκκινο καπέλο, μια σφυρίχτρα και ένα παράξενο στρογγυλό σημαιάκι δύο όψεων που έδινε την εντολή για αναχώρηση στην «ταχεία αμαξοστοιχία». Επίσης θυμάμαι να μου μιλούν οι πάντες για κάποιο ή κάποια περίφημο ή περίφημη «οτομοτρίς». Το μόνο που κατάλαβα μεγαλώνοντας είναι πως η λέξη είναι γαλλική και δηλώνει κάποιο είδος μηχανής. Τα υπόλοιπα – και γιατί στην εποχή της ήταν τόσο σημαντική – τα αγνοώ ακόμη. Τέλος θυμάμαι πολλούς, πάρα πολλούς, άπειρους φαντάρους να ανεβοκατεβαίνουν στα τρένα. Είμαι βέβαιος πως ήταν οι καλύτεροι πελάτες του σιδηροδρόμου.

Στην πραγματικότητα μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70 ο Σταθμός Λαρίσης ήταν το βασικό σημείο αναφοράς της γειτονιάς μας. Αυτός καθόριζε τη φυσιογνωμία της περιοχής μας, άλλωστε ακούγαμε ακόμη καθαρά, σε πολλά οικοδομικά τετράγωνα απόσταση, το σφύριγμα των τρένων που έμπαιναν στον Σταθμό.
Λόγω της γειτνίασης με τον Σταθμό (και βεβαίως με την Ομόνοια και το κέντρο της πόλης) στην συνοικία λειτουργούσαν πολλά ξενοδοχεία. Συγκέντρωναν επαρχιώτες, τουρίστες και τουρίστες. Για χάρη των τελευταίων άνθισε στη γειτονιά μας το κλασικό πρότυπο του greek kamaki και «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’αγόρι μου» με σπουδαίες επιτυχίες στο ενεργητικό του.

Επιπλέον το «Βουναλάκι», δηλαδή η πλατεία ακριβώς απέναντι από την κεντρική είσοδο του Σταθμού Λαρίσης, γέμιζε κάθε βράδυ με υπνόσακους νεαρών και χίπηδων στο πνεύμα της εποχής, αγοριών και κοριτσιών, που θα έπαιρναν το επόμενο τρένο ή απλώς περίμεναν να απολαύσουν το αττικό φως το ξημέρωμα . Εκεί στο «Βουναλάκι» υπήρχε ένας φύλακας του Δήμου που ήταν επιφορτισμένος με το μοναδικό καθήκον να μας κυνηγάει όταν παίζαμε μπάλα μέσα στα παρτέρια, που στην παιδική μας φαντασία ήταν κάτι σαν τον χλοοτάπητα του Μαρακανά. Έτσι βρισκόμασταν αλληλέγγυοι στην παρανομία εμείς κι οι χίπηδες που κοιμόντουσαν την νύχτα στα ίδια παρτέρια. Ευτυχώς το βράδυ ο φύλακας την έκανε για το σπίτι και τουλάχιστον ο ήσυχος ύπνος εξασφαλιζόταν.

Παρά την τόση μου συνάφεια με τον Σταθμό Λαρίσης και τον σιδηρόδρομο, μπορώ να πω ότι αν έπρεπε να βάλω έναν τίτλο στην παιδική μου ηλικία αυτός θα ήταν: «ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν». Πράγματι με τρένο ταξίδεψα για πρώτη φορά στη ζωή μου στα 16 μου. Και μάλιστα όχι σε ελληνικό τρένο, αλλά στην Ιταλία. Για κάποιον που από τα πέντε του χρόνια ζει στα 150 μέτρα απόσταση από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της χώρας, το λες και γελοίο. Αλλά δυστυχώς είναι τραγικό. Γιατί ενώ σε όλον τον υπόλοιπο πλανήτη το τρένο, και οι κρατικές σιδηροδρομικές εταιρείες προσφέρουν αξιόπιστες υπηρεσίες και προάγουν τον πολιτισμό και την επικοινωνία των ανθρώπων, στην Ελλάδα ο σιδηρόδρομος απαξιώθηκε σταθερά για να εξυπηρετηθούν ιδιωτικά συμφέροντα ανταγωνιστικών μέσων μεταφοράς (με πρώτα από όλα τα χουντικά ΚΤΕΛ).

Η τελευταία, αλλά όχι λιγότερο σημαντική, συνεισφορά του Σταθμού Λαρίσης στη γειτονιά μας είναι κι αυτή: Στα 1927 οι εργάτες του «Λαρισαϊκού Σιδηροδρόμου» που εργάζονταν στον Σταθμό μας αποφάσισαν να φτιάξουν μια ποδοσφαιρική ομάδα. Έτσι γεννήθηκε ο Αθλητικός και Ποδοσφαιρικός Σύλλογος Λαρισαϊκός. Σήμερα, 90 χρόνια μετά ο «Lary» μας είναι το πιο ζωντανό κοινωνικό και αθλητικό κύτταρο στη γειτονιά και στο κέντρο της Αθήνας.

του Νίκου Γ. Λεμονή
tokoinonikoodofragma.wordpress.com