Απόσπασμα από το διήγημα «ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χρίστου Βούζα «Ιστορίες με κακό τέλος»
….Φαινομενικά, το ότι ήμουν ο μόνος, τουλάχιστον μέσα στο συγκεκριμένο βαγόνι, που δεν είχα Εισιτήριο δεν ήταν δα και κανένα έγκλημα. Σκέφθηκα ότι όλα θα μπορούσαν να διορθωθούν αν απλώς το ομολογούσα στην παρέα με τα μπλε, ζητώντας να εκδώσουν ένα στο όνομά μου.
Στην ανάγκη και με πρόστιμο, βρε αδερφέ! Δεν πρόλαβε αυτή η σκέψη μου να ανακουφίσει την ταραχή μου, όταν ένιωσα ένα επίμονο βλέμμα να έχει σταθεί επάνω μου και η προηγούμενη προστακτική φωνή να απευθύνεται τώρα μόνο σε μένα: «Το Εισιτήριό σας, κύριε». Γύρισα και είδα σχεδόν με τρόμο τον χοντρό κύριο, που φαίνεται ότι είχε «ξεπετάξει» τους νόμιμους αλλά προφανώς αδιάφορους συνεπιβάτες μου, ν’ αναζητά το ενδιαφέρον –και– αυτού του πρωινού του στην αποκάλυψη της παρανομίας. Κατάλαβα αμέσως ότι δυστυχώς και σ’ αυτή την περίπτωση τα φαινόμενα απατούν και, παίρνοντας το ύφος του θύματος ως μια τελευταία προσπάθεια εξόδου από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, δικαιολογήθηκα με σχεδόν τρεμάμενη φωνή: «Ξέρετε, στην εταιρεία με καθυστέρησαν, με αποτέλεσμα να μην προλάβω ν’ αγοράσω Εισιτήριο». Πήγα να συνεχίσω τη φράση μου, δημοσιοποιώντας την προηγούμενη ανακουφιστική σκέψη μου για την έκδοση ενός Εισιτηρίου στο όνομά μου, αλλά δεν πρόλαβα. Ένιωσα σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει και όλα τα βλέμματα να είχαν καρφωθεί επάνω μου.
Στην ανάγκη και με πρόστιμο, βρε αδερφέ! Δεν πρόλαβε αυτή η σκέψη μου να ανακουφίσει την ταραχή μου, όταν ένιωσα ένα επίμονο βλέμμα να έχει σταθεί επάνω μου και η προηγούμενη προστακτική φωνή να απευθύνεται τώρα μόνο σε μένα: «Το Εισιτήριό σας, κύριε». Γύρισα και είδα σχεδόν με τρόμο τον χοντρό κύριο, που φαίνεται ότι είχε «ξεπετάξει» τους νόμιμους αλλά προφανώς αδιάφορους συνεπιβάτες μου, ν’ αναζητά το ενδιαφέρον –και– αυτού του πρωινού του στην αποκάλυψη της παρανομίας. Κατάλαβα αμέσως ότι δυστυχώς και σ’ αυτή την περίπτωση τα φαινόμενα απατούν και, παίρνοντας το ύφος του θύματος ως μια τελευταία προσπάθεια εξόδου από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, δικαιολογήθηκα με σχεδόν τρεμάμενη φωνή: «Ξέρετε, στην εταιρεία με καθυστέρησαν, με αποτέλεσμα να μην προλάβω ν’ αγοράσω Εισιτήριο». Πήγα να συνεχίσω τη φράση μου, δημοσιοποιώντας την προηγούμενη ανακουφιστική σκέψη μου για την έκδοση ενός Εισιτηρίου στο όνομά μου, αλλά δεν πρόλαβα. Ένιωσα σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει και όλα τα βλέμματα να είχαν καρφωθεί επάνω μου.
Η αλήθεια ήταν ότι τουλάχιστον δύο (του Χοντρού και του Λιγνού, ο οποίος στεκόταν παραδίπλα και ετοιμαζόταν κι εκείνος να αποκαλύψει με όλα τα μέσα την παρανομία) με κοιτούσαν σαν να ήμουν εξωγήινος, ενώ ταυτόχρονα οι προστακτικές φωνές τους, έκπληκτες, σαν να έφτανε η συντέλεια του κόσμου, «Δεν έχετε Εισιτήριο;», με ρωτούσαν εν χορώ. Δεν κρατήθηκα και σχεδόν με θυμό, «Όχι, δεν έχω», δημοσιοποίησα τη δική μου έκπληξη με έμφαση, σαν να αρνιόμουν το έγκλημα. Όμως, αμέσως μετά, «Είμαι διατεθειμένος να πληρώσω για τη διαδρομή ό,τι μου ζητήσει ο Οργανισμός», είπα, σαν να αναγνώριζα την υπέρτατη εξουσία τους μέσα σ’ αυτό εδώ το τραίνο και ν’ αποζητούσα ταυτόχρονα την ευμένειά τους. Φάνηκε σαν να σάστισαν για κλάσματα του δευτερολέπτου, σαν να αμφιταλαντεύτηκαν, λόγω ακριβώς της αμφίσημης στάσης μου, αλλά αμέσως μετά ως καλοί υπάλληλοι –υπέρτατοι εξουσιαστές στην αμαξοστοιχία 509 με αφετηρία την Κυπαρισσία και προορισμό την Αθήνα– έκαναν με το παραπάνω το καθήκον τους. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, έσφιξαν γύρω από τα μπράτσα μου το μακρύ χέρι του Οργανισμού και μ’ έβγαλαν σηκωτό από το βαγόνι, φωνάζοντας εν χορώ και με στόμφο, προφανώς για να αντιληφθεί και ο τελευταίος συνεπιβάτης μου ποιος ήταν το αφεντικό σ’ εκείνο το τραίνο: «Αυτό θα το αποφασίσουν άλλοι, κύριε επιβάτα. Από αυτή τη στιγμή είστε κρατούμενος του Οργανισμού Σιδηροδρόμων».
Πηγή: news247.gr