Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Διασχίζοντας την πόλη με το μετρό καθημερινά

«Απόσταγμα» πρακτικών γνώσεων, κανόνων και εικόνων
Της Χριστίνας Σανούδου


Η διάσχιση της πόλης διαρκεί περίπου 45 λεπτά κι ένα μεγάλο κομμάτι της γίνεται υπογείως. Μετρό από τον σταθμό «Χαλάνδρι», «Δουκίσσης Πλακεντίας» ή «Αγία Παρασκευή». Στο «Μοναστηράκι», μετεπιβίβαση στον Ηλεκτρικό με προορισμό το «Νέο Φάληρο». Σύνολο 15 σταθμοί ή περισσότεροι, δύο φορές την ημέρα, πέντε φορές την εβδομάδα. Με το αυτοκίνητο πιθανότατα θα έφτανα ταχύτερα, όμως το μετρό στοιχίζει λιγότερο, είναι πιο οικολογικό, δεν επηρεάζεται από την κίνηση στους δρόμους και, το σημαντικότερο, προσφέρεται για διάβασμα, ονειροπόληση μετά μουσικής και ατελείωτες ανθρωπολογικές παρατηρήσεις. Περιεργάζομαι τους ανθρώπους, συχνά κρυφακούγοντας τις συζητήσεις τους ή αναζητώντας αδιόρατες αλλαγές στις συμπεριφορές και τις διαθέσεις τους: διάχυτος εκνευρισμός τις ημέρες των απεργιών, πιο γρήγοροι ρυθμοί νωρίς το πρωί, πού και πού βίαια ξεσπάσματα χωρίς ουσιαστική αφορμή. Δεν λείπουν όμως και οι εκφράσεις αλληλεγγύης, έστω και τυπικές, όπως η παραχώρηση θέσεων από τους νεότερους στους πιο ηλικιωμένους ή εισιτηρίων από τους εξερχόμενους στους εισερχόμενους στον σταθμό - παράνομη και ζημιογόνος, αυτή η σιωπηλή συνωμοσία τουλάχιστον ωφελεί όσους πράγματι δεν έχουν τα χρήματα για εισιτήριο. «Επικύρωσε το εισιτήριό σου, μην “ακυρώνεις” τις συγκοινωνίες σου» υπενθυμίζουν οι αφίσες της σχετικής καμπάνιας του υπουργείου Μεταφορών, αναρτημένες σε μερικές από τις κενές επιφάνειες, που κάποτε καταλαμβάνονταν από διαφημίσεις.



Τα χιλιάδες καινούργια πρόσωπα που αντικρίζω καθημερινά, απλώς, μου θυμίζουν πόσο αχανής έχει γίνει η Αθήνα. Οι μοναδικοί σταθεροί συνεπιβάτες μου είναι οι «ηθοποιοί» μιας θλιβερής παράστασης, οι οποίοι έχουν πολλαπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια. Ακολουθώντας έναν άγραφο κώδικα, φροντίζουν να εμφανίζονται διαδοχικά στη «σκηνή», όπου αφηγούνται τις μικρές ιστορίες τους χρησιμοποιώντας πάντα τις ίδιες απομνημονευμένες φράσεις: «Είμαι άνεργος...», «είμαι οροθετική», «έχω χάσει τους γονείς μου σε τροχαίο», «πουλάω χαρτομάντιλα για να βοηθήσω το κοριτσάκι μου», «...μη με εγκαταλείπετε». Αθελά μου, κάποιες φορές τις επαναλαμβάνω κι εγώ από μέσα μου.

Στους συρμούς, η συνύπαρξη μεταξύ αγνώστων διέπεται από ανεπίσημους κανόνες: Οι λιγοστοί, αμίλητοι επιβάτες ενός σχεδόν άδειου βαγονιού καταλαμβάνουν ο καθένας τη δική του δυάδα καθισμάτων. Ωστόσο, το στρίμωγμα -όταν βρισκόμαστε ο ένας πολύ πιο κοντά στον άλλο απ’ ό,τι θα επιλέγαμε υπό φυσιολογικές συνθήκες- γίνεται αφορμή για συζητήσεις, αστεϊσμούς, κοινωνικοπολιτικά σχόλια ή και μικροκαβγάδες.

Οπως χιλιάδες συνεπιβάτες μου, με τον καιρό έχω συγκεντρώσει ένα απόθεμα πρακτικών γνώσεων, που μου επιτρέπουν να γλιτώνω χρόνο: ποιο βαγόνι σταματάει δίπλα στις κυλιόμενες σκάλες στο «Μοναστηράκι» ή από ποιο σημείο της πλατείας στο Φάληρο προλαβαίνω το τρένο, αν αρχίσω να τρέχω με όλη μου τη δύναμη μόλις το δω να πλησιάζει. Οι «θαμώνες» των μέσων μαζικής μεταφοράς έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε με μία δόση υπεροψίας τους «επισκέπτες», που δεν ξέρουν πως η αποβίβαση στον σταθμό του Ταύρου γίνεται από την αντίθετη πλευρά ή πως το μετρό προς αεροδρόμιο ακινητοποιείται για λίγο στη σήραγγα μετά τη «Δ. Πλακεντίας». Εκτός από «γνώσεις», έχουμε και τις προτιμήσεις μας: αγαπημένους σταθμούς και χαρακτηριστικά, όπως οι αποχρώσεις του κόκκινου στον «Χολαργό» και το «Μοσχάτο», το «φωτογλυπτό» του Μιχάλη Κατζουράκη στην αποβάθρα της «Πανόρμου», τα μπλε φώτα στον διάδρομο της «Αγίας Παρασκευής» ή το «πέρασμα» από την Αρχαία Αγορά, μεταξύ Μοναστηρακίου και Θησείου.

"Καθημερινή"