Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Λαμία-Βόλο αλλά με… κάρο

Της Άννας Δαμιανίδη

Μα τι το θέλεις το τρένο, με ρωτούν οι λογικοί μου φίλοι. Ποιος το χρησιμοποιεί πια, τι μανία είν΄ αυτή; Δεν θα βάλεις μυαλό ποτέ σου; Πάρε ΚΤΕΛ!
 Όμως έλα που μ” αρέσει το τρένο. Όπου κυκλοφορεί ακόμα το προτιμώ, επισκέπτης άλλου κόσμου με απαιτήσεις κανονικού επιβάτη.
Το τρένο περνάει από ωραία τοπία, δεν τα βλέπεις σε καμία άλλη διαδρομή. Σκαρφαλώνει βουνά, μπαίνει σε τούνελ. Αλλά μπορεί να πουντιάσεις το καλοκαίρι από τον κλιματισμό ή να λιώσεις από τον μη κλιματισμό. Μπορεί να αργήσεις, μάλλον σίγουρα θα αργήσεις, μπορεί να χάσεις την ανταπόκρισή σου, κι ας είναι του ΟΣΕ κι αυτή.
 –Συγγνώμη, στην ιστοσελίδα σας έγραφε ότι το τρένο των 12.18 από Αθήνα φτάνει στον Βόλο 17.18. Περιμέναμε στη Λάρισα ώς τις 18.38 για να ξεκινήσουμε για Βόλο! Δύο ώρες καθυστέρηση;
 Ο ελεγκτής εισιτηρίων, ο πρώτος άνθρωπος με τη γαλάζια μπλούζα του ΟΣΕ που συναντώ εδώ και τρεις ώρες, θυμώνει σε χρόνο μηδέν. Αρχίζει δηλαδή να μιλάει ήρεμα κι έχει θυμώσει στην τρίτη λέξη.
 –Το ελληνικό κράτος, κυρία μου, δεν έχει λεφτά και για την ασφάλειά σας πηγαίνει αργά, για να μη σκοτωθείτε εσείς, καταλάβατε;
 –Ποιο, το κράτος;
 –Το τρένο πάει αργά, για λόγους ασφαλείας…
 Ξαφνικά ο θυμός του περνά όπως ήρθε. Και το κράτος αργά πάει, θα σκέφτηκε, μπορεί να του φάνηκε αστείο.
 –Δεν το καταλαβαίνω αυτό, συνεχίζω τη διαμαρτυρία για την τιμή των όπλων. Γιατί δεν μας είπαν τίποτε στον σταθμό της Λάρισας; Δεν υπήρχε ψυχή εκεί να εξηγήσει τι έγινε, να μας προειδοποιήσει… Περιμέναμε και κοιταζόμασταν επί μιάμιση ώρα…
 –Τι να εξηγήσει δηλαδή; Χάσατε την ανταπόκριση.
 –Εμείς τη χάσαμε ή εσείς;
 Εκνευρίζεται πάλι.
 –Ακούστε, δεν είναι δουλειά δικιά μου, έχω να κάνω έλεγχο εισιτηρίων!

Με κοιτάνε και οι άλλοι επιβάτες παράξενα. Τι θέλω τώρα και απασχολώ τον άνθρωπο; Δεν ακούνε και καλά τι του λέω, το τρένο είναι παμπάλαιο, ταρακουνάει σαν το στύψιμο στο πλυντήριο. Φτάνω στον Βόλο ζαλισμένη, τρεκλίζω, αλλά επιμένω. Κρατώντας τον πίνακα των δρομολογίων πάω να διαμαρτυρηθώ στον σταθμάρχη υπό τα αποδοκιμαστικά βλέμματα των συνεπιβατών. Αυτός πάλι μου χαμογελάει τόσο υποχρεωτικά, τόσο αφοπλιστικά, που θυμάμαι την παλιά μου συμπάθεια για τους σιδηροδρομικούς, την πολύ παλιά, μιας άλλης εποχής ευτυχισμένης άγνοιας τη συμπάθεια.
 –35 ευρώ εισιτήριο για να κάνουμε εφτά ώρες Αθήνα-Βόλο; Ούτε με κάρο!
 –Δίκιο έχετε, αλλά τι να κάνουμε; απαντά με χαμόγελο ουράνιας υπομονής.
 Μα τι το θες το τρένο; περιμένω να μου πει κι αυτός. Ασ” το σε όσους έχουν λόγο να το χρησιμοποιούν, όσους έχουν έκπτωση λόγω ηλικίας, σπουδών, οικογενειακής κατάστασης, διάφορα τέτοια. Μια λογική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαστροφή να παίρνουν τρένο.
 Μπορεί να ελπίζω, κύριε. Κάποτε θα συναντήσω την αδερφή ψυχή, που θυμάται ταξίδια με το Ιντερσίτι ή, ακόμα παλιότερα, απευθείας σύνδεση με την Ευρώπη, τριήμερα σε φοιτητικά βαγόνια. Κάποιον που του αρέσει να περνά μέσ” απ” τα βουνά, που δεν μπορεί να δεχτεί έτσι αδιάφορα την εγκατάλειψη όλης αυτής της υποδομής, κάποιον που δεν παραιτείται από την ιδέα ότι θα έπρεπε η Ελλάδα να έχει τρένα όπως οι ευρωπαϊκές χώρες, ευρωλιγούρη δηλαδή όπως ελόγου μου, και τότε ποιος ξέρει τι χρώμα θα δούμε το φως στην άκρη του τούνελ.


Η Εφημερίδα των Συντακτών