ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Ορισμοί
Εκτός κι αν ρητώς ορίζεται διαφορετικά κατωτέρω, στον παρόντα Κανονισμό οι παρακάτω όροι θα έχουν τις παρακάτω έννοιες:
«Κανονισμός»: ο παρών Κανονισμός Εργασίας.
«Εταιρία»: η Ο.Σ.Ε. Α.Ε.
«Όμιλος»: ο όμιλος εταιριών στον οποίο ανήκει η Εταιρία.
«Διοίκηση»: τα πρόσωπα ή όργανα που εξουσιοδοτεί ο Διευθύνων Σύμβουλος να ασκούν κάποιες ή όλες από τις αρμοδιότητες που ο Κανονισμός αναθέτει στη Διοίκηση ή την Εταιρία.
«Εργαζόμενος», «Προσωπικό»: κάθε πρόσωπο που συνδέεται με την Εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
«Τακτικό Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που έχει τοποθετηθεί σε Οργανική Θέση.
«Δόκιμο Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που εκπαιδεύεται, μαθητεύει ή δοκιμάζεται για να καταστεί Τακτικό Προσωπικό.
«Έκτακτο Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που δεν κατέχει Οργανική Θέση, ούτε βρίσκεται σε δοκιμή.
«Οργανική Θέση»: θέση προβλεπόμενη από το εκάστοτε ισχύον οργανόγραμμα της Εταιρίας.
«Προϊστάμενος»: κάθε Εργαζόμενος που προΐσταται έστω και ενός συναδέλφου του.
«Εκπρόσωποι Εργαζομένων»: τα πρόσωπα που η κατά νόμο αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση ορίζει, με το νόμιμο τρόπο, να την εκπροσωπούν στα όργανα που προβλέπονται στον Κανονισμό ή εκλέγονται για να συμμετέχουν στα όργανα αυτά.
«Ενημέρωση»: η διαβίβαση στοιχείων από τη Διοίκηση στους Εκπροσώπους των Εργαζομένων προκειμένου να λάβουν γνώση του εκάστοτε θέματος.
«Διαβούλευση»: ο διάλογος μεταξύ Διοίκησης και Εκπροσώπων των Εργαζομένων.
«Έδρα»: κάθε τόπος της Ελλάδας όπου η Εταιρία λειτουργεί ή θα λειτουργήσει επιχείρηση ή εκμετάλλευση, σταθμό, γραφείο, υπηρεσία ή άλλη μονάδα.
«Τοποθέτηση»: ο καθορισμός της Οργανικής Θέσης του Εργαζομένου.
«Μετακίνηση»: η μεταφορά Εργαζομένου σε άλλη θέση, όμως εντός τού ιδίου νομού ή του Λεκανοπεδίου Αττικής.
«Μετάθεση»: η μεταφορά Εργαζομένου εκτός των γεωγραφικών πλαισίων της Μετακίνησης.
«Απόσπαση»: Μετάθεση Εργαζομένου, προσωρινά και για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος.
«Διακοπή»: το χρονικό διάστημα από την πραγματική λήξη της εργασίας κάποιου Εργαζομένου μέχρι την πραγματική έναρξη της εργασίας του την αμέσως προσεχή φορά.
Άρθρο 2
Γενικά
Με τον Κανονισμό Προσωπικού προβλέπονται κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Εταιρείας (ΟΣΕ), σε βάση ισότητας και αξιοκρατίας, την εξασφάλιση της σωστής επιλογής του προσωπικού, την ομαλή σταδιοδρομία του και την μέγιστη δυνατή απόδοση της εργασίας του.
Άρθρο 3
Πεδίο Εφαρμογής
2.1 Στις διατάξεις του Κανονισμού υπάγεται όλο το Προσωπικό, πλην των αναφερόμενων στον όρο 2.2.
2.2 Δεν υπάγονται στις διατάξεις του Κανονισμού:
(α) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι Γενικοί Διευθυντές, και τα, κατά νόμο και νομολογία, πρόσωπα διεύθυνσης και εμπιστοσύνης.
(β) Οι νομικοί σύμβουλοι και οι δικηγόροι.
(γ) Οι Εργαζόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου και οι Εργαζόμενοι υπό δοκιμή.
(δ) Σύμβουλοι, ειδικοί συνεργάτες και άλλοι επαγγελματίες, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με μηνιαία αμοιβή ή με άλλο τρόπο αμοιβής, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης τους με την Εταιρία.
2.3 Οι Γενικοί Διευθυντές που προέρχονται από το προσωπικό του ΟΣΕ και κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν έχουν χάσει την ιδιότητα του υπαλλήλου του ΟΣΕ υπάγονται στις διατάξεις του Κανονισμού αυτού μόνο σε ό,τι αφορά τη σταδιοδρομία τους ως υπαλλήλων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με άλλες ειδικότερες διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ
Άρθρο 4
Σχέση εργασίας
3.1 Το Προσωπικό συνδέεται με την Εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου.
3.2 Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου λήγει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς της, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμία άλλη διατύπωση και απαγορευμένης της, για οποιονδήποτε λόγο, μετατροπής της σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
Άρθρο 5
Πράξη πρόσληψης
4.1 Το Προσωπικό προσλαμβάνεται όπως ο εκάστοτε ισχύων, εφαρμοστέος νόμος ορίζει.
4.2 Η σύμβαση εργασίας είναι έγγραφη και περιλαμβάνει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και τον κλάδο τού νεοπροσλαμβανομένου.
4.3 Σε κάθε προσλαμβανόμενο χορηγείται αντίγραφο του Κανονισμού, και κάθε άλλου κανονισμού που τυχόν ισχύει, ο νεοπροσλαμβανόμενος αυτός δε δηλώνει εγγράφως στη σύμβαση εργασίας του ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα το περιεχόμενό τους και δεν είναι δυνατόν στο μέλλον να επικαλεστεί άγνοια αυτών.
Άρθρο 6
Εκπαίδευση – Μαθητεία - Δοκιμή
5.1 Κάθε νεοπροσλαμβανόμενος διανύει τη δοκιμαστική περίοδο που ορίζει εκάστοτε η Διοίκηση για τον κλάδο και τη βαθμίδα του, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη.
5.2 Η δοκιμαστική περίοδος μπορεί να περιλαμβάνει εκπαίδευση και μαθητεία.
5.3 Στο πέρας της τυχόν εκπαίδευσης ή / και μαθητείας, ο νεοπροσλαμβανόμενος υποβάλλεται υποχρεωτικά σε εξετάσεις. Ο αποτυγχάνων επανεξετάζεται και, σε περίπτωση νέας αποτυχίας, απολύεται. Ο μαθητευόμενος, προ της επιτυχίας του στις παραπάνω εξετάσεις, δεν θα εκτελεί υπεύθυνη εργασία. Κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις εξετάσεις καθορίζεται από τη Διοίκηση.
5.4 Στο πέρας της δοκιμαστικής περιόδου το Δόκιμο Προσωπικό αξιολογείται. Αν, λαμβάνοντας υπόψη και την έκθεση αξιολόγησης, η Διοίκηση κρίνει ότι επιθυμεί την παραμονή του Εργαζομένου, τον εντάσσει στο Τακτικό Προσωπικό. Σε αντίθετη περίπτωση, τον απολύει. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η απόλυση του υπό δοκιμασία Εργαζομένου και πριν από τη λήξη του χρόνου της δοκιμαστικής περιόδου, σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Άρθρο 7
Καθορισμός θέσεων εργασίας κτλ
Οι θέσεις εργασίας, οι ειδικότητες, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που περιλαμβάνει κάθε μία, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτεί η κατάληψη κάθε μίας, και γενικά καθετί σχετικό με την οργάνωση της λειτουργίας της Εταιρίας καθορίζεται, μέσα στα πλαίσια του νόμου, από τη Διοίκηση, μετά από διαβούλευση με τους Εκπροσώπους των Εργαζομένων.
Άρθρο 8
Κλάδοι Προσωπικού
7.1 Οι κλάδοι του Τακτικού Προσωπικού είναι οι εξής:
(α) Μηχανικών,
(β) Διοικητικής Υποστήριξης,
(γ) Κυκλοφορίας,
(δ) Τεχνικής Υποστήριξης,
(ε) Γενικής Υποστήριξης,
7.2 Κάθε Εργαζόμενος μπορεί να απασχοληθεί μόνο σε ειδικότητες του Κλάδου που ανήκει, εκτός κι αν συμφωνήσει εγγράφως με την Εταιρία τη μεταφορά του σε άλλο Κλάδο. Στην περίπτωση αυτή, η έγγραφη συμφωνία μεταφοράς σε άλλο Κλάδο υπογράφεται και κατατίθεται στο φάκελο του Εργαζομένου.
Άρθρο 9
Βαθμίδες Προσωπικού
8.1 Οι βαθμίδες του Τακτικού Προσωπικού είναι οι εξής:
Βαθμίδα Προϋπηρεσία
Βαθμίδα 4 αμέσως με την πρόσληψη
Βαθμίδα 3 5 χρόνια
Βαθμίδα 2 9 χρόνια
Βαθμίδα 1 13 χρόνια
8.2 Κάθε Εργαζόμενος μπορεί να απασχοληθεί μόνο σε θέσεις της βαθμίδας που ανήκει. Όμως, η βαθμίδα είναι κατά τα λοιπά ανεξάρτητη της οργάνωσης της Εταιρίας και πάντως της ιεραρχίας, υπό την έννοια αφενός ότι η Εταιρία δικαιούται να επιλέξει για συγκεκριμένη θέση υποψήφιο βαθμίδας κατώτερης απ’ αυτήν άλλων υποψηφίων, εφόσον η θέση έχει προκηρυχθεί για αμφότερες τις βαθμίδες, κι αφετέρου ότι Εργαζόμενος κατώτερης βαθμίδας δικαιούται να προΐσταται Εργαζομένου ανώτερης βαθμίδας.
8.3 Προώθηση στην επόμενη βαθμίδα συντελείται για κάθε Εργαζόμενο την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί το ημερολογιακό έτος στη διάρκεια του οποίου ο Εργαζόμενος συμπλήρωσε το χρόνο παραμονής που αναγράφεται έναντι της βαθμίδας του στους πίνακες του όρου 9.1, υπό τις εξής πρόσθετες προϋποθέσεις:
(α) Ότι σε βάρος του Εργαζομένου δεν εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη ή διαδικασία,
(β) Ότι ο Εργαζόμενος δεν καταδικάστηκε πειθαρχικώς τελεσιδίκως κατά τη διετία που προηγείται της συμπλήρωσης του χρόνου παραμονής στη βαθμίδα,
(γ) Ότι ο Εργαζόμενος πληροί τις όποιες προϋποθέσεις τού εκάστοτε συστήματος αξιολόγησης για προώθηση σε άλλη βαθμίδα.
8.4 Η προώθηση στην επόμενη βαθμίδα ανακοινώνεται στον Εργαζόμενο με έγγραφο της Εταιρίας, το οποίο κατατίθεται στο φάκελό του.
8.5 Η κατοχή πτυχίου αποδεικνύεται με την κατάθεση του οικείου τίτλου σπουδών στην Εταιρία. Για την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Σε περίπτωση κατάθεσης περισσότερων τίτλων σπουδών, για τον προσδιορισμό της βαθμίδας λαμβάνεται υπόψη μόνον ένας, ο υψηλότερος, άλλως, σε περίπτωση ισόβαθμων, ο υποδεικνυόμενος από τον Εργαζόμενο. Αν Εργαζόμενος λάβει πρώτο, άλλο ή νέο πτυχίο ενόσω εργάζεται στην Εταιρία, και πάλι εφαρμόζονται οι κανόνες της παρούσας παραγράφου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Άρθρο 10
Διαδικασία Αξιολόγησης
Η επαγγελματική απόδοση κάθε Εργαζομένου αξιολογείται. Ο χρόνος, η περιοδικότητα, η μεθοδολογία, τα κριτήρια και εν γένει η διαδικασία αξιολόγησης καθορίζονται και μεταβάλλονται από τη Διοίκηση, εντός του πλαισίου του νόμου. Εν συνεχεία, ανακοινώνονται στο Προσωπικό και ισχύουν για το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Άρθρο 11
Χρόνος Αξιολόγησης
Αξιολόγηση λαμβάνει χώρα ιδίως:
(α) Στο πέρας της δοκιμής για κάθε Εργαζόμενο υπό δοκιμή.
(β) Τουλάχιστο μία φορά ανά ημερολογιακό έτος για κάθε Εργαζόμενο.
(γ) Σε οιοδήποτε άλλο πρόσθετο χρονικό σημείο κρίνει η Διοίκηση ότι απαιτείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 12
Τοποθέτηση – Εκτός έδρας απασχόληση
11.1 Η Τοποθέτηση αποφασίζεται από τη Διοίκηση.
11.2 Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης νεοπροσλαμβανομένου, τόπος εργασίας του είναι αυτός στον οποίο γίνεται η εκπαίδευση.
11.3 Εκτός έδρας απασχόληση θεωρείται η άνευ μεταθέσεως ή αποσπάσεως, μικρής διάρκειας, προσωρινή απασχόληση του Εργαζόμενου εκτός του τόπου της εκάστοτε απασχόλησής του, με εντολή της Εταιρίας. Αν ζητηθεί από τον Εργαζόμενο να εργαστεί εκτός της έδρας του, ο Εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Σε περίπτωση διανυκτέρευσης εκτός έδρας και ανάλογα με την παροχή τροφής ή / και στέγης, εφαρμόζεται ο νόμος.
Άρθρο 13
Μετακίνηση – Μετάθεση – Απόσπαση
12.1 Η Μετακίνηση, η Μετάθεση και η Απόσπαση αποφασίζονται από τη Διοίκηση.
12.2 Για τη Μετάθεση θα πρέπει να έχουν περάσει δύο (2) χρόνια από την προηγούμενη Μετάθεση ή Τοποθέτηση του Εργαζομένου.
12.3 Για την Απόσπαση θα πρέπει να έχει περάσει ένας (1) χρόνος από την προηγούμενη Μετάθεση ή Τοποθέτηση ή το πέρας της προηγούμενης Απόσπασης του Εργαζομένου.
12.4 Κατ’ εξαίρεση και προ της παρόδου των χρονικών διαστημάτων των δύο προηγούμενων όρων, η Μετάθεση ή Απόσπαση επιτρέπεται:
(α) Με αμοιβαία αίτηση των ενδιαφερομένων.
(β) Σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικά αιτιολογημένοι λόγοι εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.
12.5 Σε περίπτωση Μετάθεσης, η Εταιρία δικαιούται να καλύπτει το κόστος μεταφοράς της οικοσκευής του μετατιθέμενου και της οικογένειάς του, καθώς και να του παρέχει άδεια για τακτοποίηση εκκρεμοτήτων κτλ, μέσα στα πλαίσια της τυχόν εκάστοτε ισχύουσας πολιτικής της για τα ζητήματα αυτά.
Άρθρο 14
Τίτλοι – Δικαίωμα Υπογραφής
13.1 Η χορήγηση από την Εταιρία σε Εργαζόμενο οποιουδήποτε τίτλου και / ή δικαιώματος εκπροσώπησης και / ή υπογραφής γίνεται πάντοτε αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών – λειτουργικών αναγκών της Εταιρίας, δεν συνδέεται με ορισμένη θέση ή βαθμίδα, ούτε με οποιαδήποτε συγκεκριμένα καθήκοντα, δεν συνεπάγεται την απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος από τον Εργαζόμενο, ανεξάρτητα από το διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η χορήγηση, και μπορούν να ανακληθούν οποτεδήποτε.
13.2 Τα ανωτέρω ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς ανάγκη ρητής επανάληψης της άνω επιφύλαξης σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση χορήγησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 15
Διάρκεια της εργασίας
Η διάρκεια, η έναρξη και η λήξη του ωραρίου εργασίας, καθετί σχετικό με την παροχή της εργασίας σε εναλλασσόμενες ομάδες εργασίας (βάρδιες), εν γένει το πρόγραμμα εργασίας καθορίζεται από τη Διοίκηση, κατ’ εφαρμογή και εντός των ορίων του νόμου, σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις του Κανονισμού. Κάθε αντίθετη διάταξη, εγκύκλιος κτλ καταργείται.
Άρθρο 16
Νυχτερινή εργασία
15.1 Το Προσωπικό, όταν καλείται, είναι υποχρεωμένο να παρέχει τις υπηρεσίες του και κατά τις νυχτερινές ώρες.
15.2 Με εξαίρεση τις περιπτώσεις ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης ή ιδιαίτερων συνθηκών, το Προσωπικό πρέπει να εναλλάσσεται ως προς την παροχή νυκτερινής εργασίας. Η εναλλαγή πρέπει να πραγματοποιείται το πολύ κάθε 10 ημέρες συνεχούς νυκτερινής εργασίας.
Άρθρο 17
Ανελλιπής Εργασία
16.1 Το Προσωπικό οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά το ωράριο εργασίας, αλλά και πέραν αυτού εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το απαιτούν.
16.2 Αν κατά τις ημέρες εργασίας υπάρξει περίπτωση εορτασμού εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος πανελλήνιας σημασίας, με έγκριση της Διοίκησης μπορεί να διακόπτεται για ορισμένο χρονικό διάστημα η εργασία του Προσωπικού για να δίδεται σε αυτό η δυνατότητα να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις που θα οργανώνονται με την ευκαιρία των γεγονότων αυτών, και η παραπάνω συμμετοχή θα θεωρείται σαν εκτέλεση εργασίας. Στην περίπτωση αυτήν, όσοι από το Προσωπικό, λόγω της ιδιομορφίας της προσφερόμενης από αυτούς εργασίας, εργασθούν κανονικά, δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα ιδιαίτερης αμοιβής για την απασχόλησή τους κατά τη διάρκεια της διακοπής ή για παροχή μειωμένης εργασίας κάποια άλλη ημέρα.
16.3 Το διάλειμμα, η μετάβαση προς την εργασία και η επιστροφή απ’ αυτήν δεν θεωρούνται ως χρόνος εργασίας.
Άρθρο 18
Ημέρες ανάπαυσης και γενικής αργίας
17.1 Ημέρες ανάπαυσης είναι οι Κυριακές και τα Σάββατα ή οι ημέρες της εβδομάδας που τις αντικαθιστούν.
17.2 Ημέρες γενικής αργίας είναι:
α. Η Πρωτοχρονιά.
β. Τα Θεοφάνεια.
γ. Η Καθαρή Δευτέρα.
δ. Η 25η Μαρτίου.
ε. Η Μεγάλη Παρασκευή.
στ. Το Μεγάλο Σάββατο.
ζ. Η Δευτέρα του Πάσχα.
η. Η Πρωτομαγιά.
θ. Του Αγίου Πνεύματος.
ι. Της Κοίμησης της Θεοτόκου (15 Αυγούστου).
ια. Η 28η Οκτωβρίου.
ιβ. Τα Χριστούγεννα.
ιγ. Η επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων.
Άρθρο 19
Αναπαύσεις
18.1 Η ελάχιστη διάρκεια της ανάπαυσης είναι 24 ώρες από την πραγματική λήξη της εργασίας. Οι συνεχόμενες αναπαύσεις προσαυξάνουν τον παραπάνω χρόνο κατά 24 ώρες για κάθε χορηγούμενη, επιπλέον της μιας, ανάπαυση.
18.2 Όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν επιτρέπεται η συνεχόμενη χορήγηση των αναπαύσεων που περιλαμβάνονται μέσα στον ημερολογιακό μήνα.
18.3 Προσωπικό που απέχει από την εργασία λόγω θέσης του σε αργία, προσωρινής παύσης, ασθένειας, τραυματισμού κατά τη διάρκεια της εργασίας του και άδειας κάθε είδους, πλην της κανονικής, δεν δικαιούται τις αναπαύσεις και τις αργίες που περιλαμβάνονται μέσα στο χρόνο της απουσίας του, καθώς θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν μέσα στο χρόνο της απουσίας του.
18.4 Σε περίπτωση αυθαίρετης απουσίας για μια (1) τουλάχιστον ημέρα, το Προσωπικό δεν δικαιούται ισάριθμες της αυθαίρετης απουσίας αναπαύσεις.
18.5 Σε περίπτωση επιβολής ποινής προσωρινής παύσης, το Προσωπικό δεν δικαιούται τις αναπαύσεις που οφείλονταν πριν την απουσία του και αρχίζει ο υπολογισμός των αναπαύσεων από την ημέρα που αναλαμβάνει εκ νέου εργασία.
18.6 Κατά τις αναπαύσεις το Προσωπικό απαλλάσσεται από κάθε εργασία.
Άρθρο 20
Εργασία κατά τις ημέρες ανάπαυσης ή / και γενικής αργίας
Το Προσωπικό, όταν καλείται, είναι υποχρεωμένο να παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τις ημέρες ανάπαυσης, καθώς και κατά τις ημέρες γενικής αργίας, δικαιούμενο των προσαυξήσεων και πρόσθετων παροχών που προβλέπονται από τον εκάστοτε ισχύοντα, εφαρμοστέο νόμο για αυτή τη μορφή εργασίας.
Άρθρο 21
Διακοπή
20.1 Η διακοπή πρέπει να είναι το λιγότερο στη μεν έδρα 12 ώρες, εκτός δε της έδρας 8 ώρες. Σε περιπτώσεις καθυστέρησης ή άλλων έκτακτων συμβάντων επιτρέπεται μείωση μόνο στην έδρα και μέχρι 10 ώρες με την προϋπόθεση ότι το Προσωπικό δεν έχει εργαστεί συνέχεια περισσότερες από 16 ώρες.
20.2 Όταν πρόκειται για εργασία που παρέχεται σε εναλλασσόμενα κάθε ημέρα ωράρια (βάρδιες) και για το σκοπό της εναλλαγής του προσωπικού, επιτρέπεται μια φορά την εβδομάδα η διακοπή μέσα στην έδρα να είναι δέκα (10) ώρες.
Άρθρο 22
Άδειες
Οι πάσης φύσεως και μορφής άδειες και όλα τα σχετικά ζητήματα προβλέπονται και ρυθμίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κοινές διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας.
Άρθρο 23
Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας κ.λπ.
Η εργασία του Προσωπικού πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και του Κανονισμού. Όμως, λόγω της ιδιομορφίας της παρεχόμενης από το Προσωπικό εργασίας, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής, υπέρβαση των μέγιστων χρονικών ορίων εργασίας, των ελάχιστων χρονικών ορίων διακοπής και ανάπαυσης κτλ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Συγκρούσεων, εκτροχιάσεων, πλημμυρών και γενικά διακοπών συγκοινωνίας.
β. Καθυστέρησης αμαξοστοιχίας, εφόσον δεν αντικαθίσταται το Προσωπικό που έχει σχέση με την κίνηση, την εξασφάλιση της κυκλοφορίας και την υποδοχή στους Σταθμούς, Μηχανοστάσια κ.λπ.
γ. Κωλύματος ή καθυστέρησης του προσωπικού αλλαγής και εφόσον δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα αντικατάστασης.
δ. Εξαιρετικής συσσώρευσης εργασίας ή έκτακτης εργασίας, εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης εξυπηρέτησης του κοινού, αναπλήρωσης των ωρών που χάθηκαν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες για τις εκτελούμενες στο ύπαιθρο εργασίες της σιδηροδρομικής γραμμής, εκτέλεσης προπαρασκευαστικών ή συμπληρωματικών εργασιών, οι οποίες λόγω του είδους τους εκτελούνται έξω από το καθορισμένο για την κύρια εργασία χρονικό όριο ημερήσιας εργασίας.
Άρθρο 24
Αναστολή διατάξεων παρόντος Κεφαλαίου
Οι διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου μπορούν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, να ανασταλούν συνολικώς ή μερικώς, στις ακόλουθες περιπτώσεις και για το Προσωπικό, το οποίο, λόγω της ιδιότητάς του, πρέπει να τις αντιμετωπίσει:
α. Σε περίπτωση επιστράτευσης ή κάθε φορά που παρουσιάζεται ανάγκη εκτέλεσης, με ειδικές αμαξοστοιχίες, στρατιωτικών μεταφορών που έχουν σχέση με την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της χώρας, και
β. Σε περίπτωση μαζικής κένωσης θέσεων Προσωπικού ή γενικευμένης αδυναμίας του Προσωπικού να εργαστεί λόγω επιδημίας ή άλλης ασθένειας.
Άρθρο 25
Ανακοίνωση ωραρίου εργασίας
Στις λειτουργικές μονάδες τοιχοκολλάται πίνακας, στον οποίο φαίνονται οι ώρες εργασίας και τα διαλείμματα, για να λαμβάνει γνώση το Προσωπικό. Στην ίδια θέση τοιχοκολλάται και κάθε τροποποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ - ΠΑΡΟΧΕΣ
Άρθρο 26
Ηθικές διακρίσεις
25.1 Η Διοίκηση δικαιούται να απονέμει ηθική διάκριση σε κάθε Εργαζόμενο που διακρίθηκε λόγω των εξαιρετικών πράξεών του ή της διαγωγής του κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Η έννοια της εξαιρετικής πράξης, το είδος της ηθικής διάκρισης και κάθε σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται κατά την κρίση της Διοίκησης.
25.2 Εξαιρετικές πράξεις ενδεικτικά είναι:
α. Η με αυτοθυσία επέμβαση προς αποτροπή κινδύνων που θα μπορούσαν να έχουν επιζήμιες συνέπειες στο Προσωπικό και υλικό.
β. Η, εκτός συνήθους κύκλου επιθεωρήσεων, ανακάλυψη και έγκαιρη αναφορά σοβαρού τεχνικού σφάλματος επί σιδηροδρομικού ή μη υλικού, από το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί ατύχημα.
γ. Η, πέρα από τα όρια συμβατικών υποχρεώσεων, επαγγελματική απόδοση, που αποδεικνύεται με εκθέσεις των Προϊσταμένων.
δ. Η άμεση παράδοση στην Εταιρία απολεσθέντων αντικειμένων.
25.3 Οι ηθικές διακρίσεις ενδεικτικά είναι:
α. Ευαρέσκεια
β. Άδεια με αποδοχές
25.4 Η πράξη και οι λόγοι απονομής της ηθικής διάκρισης ανακοινώνεται σε όλες τις λειτουργικές μονάδες.
25.5 Οι πιο πάνω εξαιρετικές πράξεις συνεκτιμώνται κατά τις αναθέσεις καθηκόντων και σε κάθε περίπτωση διάκρισης που θα έχει σχέση με την εξέλιξη και σταδιοδρομία του προσωπικού.
Άρθρο 27
Εργοδοτικές παροχές
26.1 Εκτός του συνολικού συμβατικού μισθού, κάθε άλλη παροχή σε είδος ή σε χρήμα (π.χ. ασφαλιστικό πρόγραμμα που καλύπτει ζωή, υγεία, ατυχήματα, σύνταξη ή και οτιδήποτε άλλο, μεταφορά από και προς τον τόπο εργασίας, παροχή ή επιχορήγηση γευμάτων, δαπάνες εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης, παροχή προμηθειών, bonus, επιδόματος θέσεως ή οτιδήποτε σχετικού, καταβολή αυξημένων επιδομάτων, δώρων και αδείας, προσαυξημένων με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με συνυπολογισμό αναλογίας κάποιας οικειοθελούς παροχής, διάθεση αυτοκινήτου, δαπάνες κίνησης ή συμμετοχή στις δαπάνες κίνησης ή στις δαπάνες του αυτοκινήτου του Εργαζομένου, είτε βάσει τιμολογίων είτε με την καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού, οδοιπορικά ή έξοδα παραστάσεως, διάθεση κινητού τηλεφώνου ή και τυχόν συμμετοχή στις δαπάνες του κινητού τηλεφώνου του Εργαζομένου ή και του τυχόν διατεθέντος από την Εταιρία στον Εργαζόμενο κινητού τηλεφώνου, κ.ά.), ακόμη κι αν αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά και μακροχρόνια, είναι οικειοθελής και η Εταιρία επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να την τροποποιεί ή και να την καταργεί οποτεδήποτε, μονομερώς και ελευθέρως
26.2 Τα ανωτέρω ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς ανάγκη ρητής επανάληψης της άνω επιφύλαξης σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση χορήγησης κάποιας παροχής.
Άρθρο 28
Στολές και είδη ιματισμού
27.1 Η Εταιρία δικαιούται να απαιτεί από το Προσωπικό να φέρει στολή κατά τη διάρκεια της εργασίας του.
27.2 Η στολή και τα διάφορα είδη ιματισμού χορηγούνται από την Εταιρία προς το προσωπικό του, ως χρησιδάνειο. Το Προσωπικό υποχρεούται να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση και να τα επιστρέφει στην Εταιρία όταν ζητηθούν. Η στολή χορηγείται στο Προσωπικό για την καλύτερη εκτέλεση της εργασίας και για λόγους υγιεινής και ασφάλειας, σε καμία δε περίπτωση δεν έχει χαρακτήρα αντιπαροχής για την προσφερόμενη εργασία ή όποια έννοια οικονομικής ενίσχυσης του προσωπικού.
27.3 Απαγορεύεται η ολική ή μερική παραποίηση της στολής. Το Προσωπικό υποχρεούται να φέρει στολή με όλα τα εξαρτήματα αυτής και η εμφάνιση αυτής πρέπει να είναι επιμελημένη.
27.4 Η συχνότητα των χορηγήσεων, τα είδη και η ποσότητα του ιματισμού, η ποιότητα αυτού και γενικά κάθε θέμα που έχει σχέση με τις διαδικασίες χορηγήσεως ιματισμού καθορίζονται από τη Διοίκηση.
27.5 Η χρήση της στολής εκτός υπηρεσίας δεν επιτρέπεται εκτός από τη μετάβαση από και προς τους χώρους εργασίας.
27.6 Ο καθορισμός των στολών και η διατήρησή τους σε καλή κατάσταση γίνεται με ευθύνη του Προσωπικού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ – ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Άρθρο 29
Καθήκοντα - Απαγορεύσεις
28.1 Το Προσωπικό οφείλει ιδίως:
α. Να τηρεί τον Κανονισμό και τους κάθε φύσεως κανονισμούς, των οποίων άγνοια δεν μπορεί να επικαλείται, καθώς και τις οδηγίες, εγκυκλίους και εντολές της Διοίκησης.
β. Να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία που του ανατίθεται και να προάγει και να προασπίζει τα συμφέροντα της Εταιρίας, υπηρετώντας ευσυνείδητα αυτά.
γ. Να διαφυλάσσει το επαγγελματικό απόρρητο και να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια για όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με την εργασία και ως προς ο,τιδήποτε αφορά την άσκηση των καθηκόντων του και γενικά ο,τιδήποτε περιέρχεται σε γνώση του κατά την άσκηση ή επ` αφορμή της άσκησης των καθηκόντων του, τόσο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του, όσο και μετά την αποχώρησή του.
δ. Να προσέρχεται εμπρόθεσμα στον τόπο εργασίας για την έγκαιρη έναρξη της εργασίας και να τηρεί πιστά το εκάστοτε εφαρμοζόμενο ωράριο εργασίας.
ε. Να μην απομακρύνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας του χωρίς άδεια του αρμόδιου Προϊστάμενου ή άλλου εξουσιοδοτημένου προς τούτο εταιρικού οργάνου.
στ. Να συμπεριφέρεται ευγενικά και πρόθυμα προς εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων με την Εταιρία και ιδιαίτερα στο επιβατικό κοινό και να επιδεικνύει πνεύμα συνεργασίας με τους συναδέλφους του.
ζ. Να υπερασπίζεται και να διαφυλάσσει την κανονική λειτουργία της Εταιρίας, ώστε να μη βλάπτει τα συμφέροντά της, να εκτελεί την εργασία του σεβόμενος τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρίας, των οποίων του έχει ανατεθεί η χρήση, η λειτουργία ή η φύλαξη.
η. Να αναγγέλλει αρμοδίως και χωρίς καθυστέρηση κάθε γεγονός ή ενέργεια που υποπίπτει στην αντίληψή του, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο στο Προσωπικό, το κοινό ή την Εταιρία.
θ. Να μην προσπαθεί να εξασφαλίσει, εκμεταλλευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ιδιότητά του ως Εργαζομένου ή της θέσης του στην Εταιρία, πλεονεκτήματα ή άλλες ωφέλειες, είτε γι’ αυτόν είτε για τρίτα πρόσωπα.
ι. Να αποφεύγει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που οδηγεί σε χρήση μέσων, υποδομών, δεδομένων, προσβάσεων ή ανθρώπινου δυναμικού της Εταιρίας, για ίδιον όφελος ή συνδεομένων με αυτόν τρίτων προσώπων, ή που επηρεάζει προς όφελος του ιδίου ή προς όφελος τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου τις εν γένει υπηρεσιακές διαδικασίες της Εταιρίας, όπως, ενδεικτικά, συνάψεις συμβάσεων, χορηγήσεων ή προμηθειών.
ια. Να αποφεύγει κάθε είδους διακρίσεις, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή παρενοχλήσεις.
Ιβ. Να απέχει από κάθε ενέργεια που θα δημιουργούσε, ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί, δεσμεύσεις έναντι τρίτων σε βάρος των συμφερόντων τής Εταιρίας.
ιγ. Να διατηρεί με επιμέλεια και σε καλή κατάσταση κάθε είδος που του παρέχεται από την Εταιρία στα πλαίσια της εκτέλεσης της εργασίας του.
ιδ. Να τηρεί τους όρους που επιβάλλει η υγιεινή και η ασφάλεια της Εταιρίας, να αναφέρει αρμοδίως κάθε δυσλειτουργία ή μηχανική βλάβη που παρουσιάζεται στις μηχανές, στον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις κλπ., προκειμένου να διευθετείται η άμεση διόρθωσή τους.
ιε. Να γνωστοποιεί εγγράφως στην Εταιρία κάθε μεταβολή της οικογενειακής κατάστασης π.χ. γάμο, διάζευξη, γέννηση τέκνου, γάμο του τέκνου κ.λπ. το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πραγματοποίηση του γεγονότος.
ιστ. Να γνωστοποιεί αμέσως και εγγράφως στην Εταιρία κάθε αλλαγή της διευθύνσεως της κατοικίας του και τον αριθμό τηλεφώνου.
ιζ. Να αναφέρει στην Εταιρία εγγράφως, αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση του, ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική δίκη ή ότι του επιβλήθηκε ποινή.
ιη. Αν προσφύγει ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα που σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εργασία, να το ανακοινώσει αμέσως στην Εταιρία.
ιθ. Να αναφέρεται ιεραρχικά, μέσω του άμεσα Προϊσταμένου του, υποβάλλοντας σε αυτόν κάθε αίτηση, αναφορά ή παράπονο για κάθε θέμα. Εάν παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έναν μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αναφοράς και ο ενδιαφερόμενος δεν λάβει απάντηση, δικαιούται να απευθυνθεί απευθείας στη Διοίκηση.
κ. Να εκτελεί χωρίς αντίρρηση και με ακρίβεια τις εντολές των Προϊσταμένων του. Την υποχρέωση αυτήν την έχει το Προσωπικό, και όταν ακόμα νομίζει ότι οι εντολές που του δόθηκαν είναι αντίθετες προς διατάξεις ή δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Σε αυτήν την περίπτωση θα εκτελέσει τη εντολή και αμέσως μετά οφείλει να αναφέρει ιεραρχικά εγγράφως την παράβαση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η μη συμμόρφωση σε εντολή, μόνον αν από την εκτέλεση αυτής θα ήταν δυνατόν να τεθούν σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο η ασφάλεια κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και εγκαταστάσεων, πρόσωπα ή πράγματα και εφόσον δεν υπάρχει χρόνος να γίνει αναφορά για λήψη νεότερης εντολής στην αμέσως ανώτερη Προϊσταμένη Λειτουργική Μονάδα. Στην περίπτωση αυτήν είναι υποχρεωτικό να αναφερθούν γραπτά και χωρίς καμία καθυστέρηση οι λόγοι της μη εκτέλεσης της εντολής. Η αναφορά υποβάλλεται ιεραρχικά. Ακολουθεί υποχρεωτικά έρευνα και, αν τελικά αποδειχθεί τεκμηριωμένη η αναφορά, στοιχειοθετείται βαρύ πειθαρχικό αδίκημα αυτού που έδωσε την εντολή.
κα. Αν έχει αντίθετη γνώμη σε εντελλόμενη υπηρεσιακή ενέργεια, η οποία χρειάζεται την προσυπογραφή του ή τη θεώρησή του, να διατυπώσει γραπτά τις αντιρρήσεις του ή στο σχέδιο του εγγράφου ή σε ιδιαίτερη αναφορά του. Η απλή παράλειψη επιβαλλόμενης προσυπογραφής ή θεώρησης κάποιας ενέργειας δεν απαλλάσσει τον μην υπογράψαντα από την ευθύνη για την ενέργεια αυτήν.
κβ. Όποτε βρεθεί σε αναπόφευκτη και επείγουσα ανάγκη να λάβει με προσωπική του ευθύνη μέτρα αντίθετα στις υπηρεσιακές διατάξεις, οφείλει γι` αυτό να ενημερώσει με έγγραφη αναφορά του χωρίς καμία καθυστέρηση τον άμεσο Προϊστάμενό του, στην οποία να δικαιολογεί τη συγκεκριμένη ενέργειά του.
28.2 Απαγορεύεται σε κάθε Εργαζόμενο ιδίως:
α. Η απασχόληση κατά τις ώρες εργασίας σε προσωπικές ή ξένες προς την εργασία ασχολίες.
β. Κάθε απασχόληση ή συμμετοχή, με ή χωρίς αμοιβή, σε ομοειδείς ή ανταγωνιστικές προς την Εταιρία επιχειρήσεις, ή / και σε κάθε δραστηριότητα ανταγωνιστική.
γ. Απαγορεύεται η απασχόληση υφισταμένων από ιεραρχικά ανώτερο σε εργασίες ξένες προς την εργασία κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας ή και μετά από αυτό.
δ. Ο δανεισμός χρημάτων από υφισταμένους.
ε. Να δέχεται δώρα ή να εξασφαλίζει άμεσα ή έμμεσα υπέρ αυτού ή των οικείων του ωφελήματα κάθε φύσεως από την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
στ. Να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία για υποθέσεις της Εταιρίας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και έγκριση από τα αρμόδια όργανά της.
28.3 Εάν και στο μέτρο που η εκάστοτε πολιτική της Εταιρίας επιτρέπει την πρόσληψη συγγενών, ο Εργαζόμενος δεν δικαιούται, ούτε ατομικά λόγω θέσεως, ούτε μετέχοντας σε αρμόδια συλλογικά όργανα:
α. Να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εξέταση, επίλυση, ή απόφαση επί ζητήματος ή υποθέσεως για το οποίο ο ίδιος ή συγγενής του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού, έχουν προφανές συμφέρον.
β. Να συμμετέχει στο ίδιο υπηρεσιακό συλλογικό όργανο με συγγενή του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού.
γ. Να τελεί σε σχέση υφισταμένου – προϊσταμένου με συγγενή του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού.
Η παράβαση της διάταξης αυτής αποτελείται λόγο ακυρότητας της σχετικής απόφασης συλλογικών οργάνων, εάν η σχέση που αποσιωπήθηκε επέδρασε ουσιωδώς στη διαμόρφωση της απόφασης αυτής.
28.4 Επιπλέον των προαναφερθέντων, ο Προϊστάμενος οφείλει ιδίως:
α. Να τηρεί απαρέγκλιτα όλες τις υποχρεώσεις του ως Εργαζομένου.
β. Να κατατοπίζει, εκπαιδεύει, αναπτύσσει και καθοδηγεί τους υφισταμένους του στο αντικείμενο της εργασίας τους και για κάθε γενικό θέμα που έχει σχέση με την εργασία.
γ. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοί του να λαμβάνουν γνώση των εντολών, οδηγιών, αποφάσεων και εγκυκλίων της Εταιρίας.
δ. Να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα με σεβασμό της προσωπικότητας των υφισταμένων και των συνεργατών του.
ε. Να μεριμνά για τον έγκαιρο ορισμό και προετοιμασία των αναπληρωτών του στα καθήκοντά του, εφόσον προβλέπονται.
στ. Να μεριμνά για τη δίκαιη και έγκαιρη διευθέτηση παραπόνων και προβλημάτων των υφισταμένων του.
ζ. Να δείχνει την πρέπουσα κατανόηση και ευαισθησία σε ανθρώπινα προβλήματα των υφισταμένων και των συνεργατών του.
η. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοί του να τηρούν πιστά τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.
θ. Να αξιολογεί αντικειμενικά τους υφισταμένους του.
ι. Να εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 30
Καταλογισμοί
29.1 Η Εταιρία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη απέναντι των τρίτων για υλικές ζημιές, σωματικές βλάβες και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκαν σε αυτούς από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του Προσωπικού κατά την εκτέλεση της εργασίας. Το Προσωπικό καμία αστική ευθύνη δεν έχει έναντι τρίτων, αλλά μόνο έναντι της Εταιρίας.
29.2 Υλικές ζημίες, που προκαλούνται σε βάρος της Εταιρίας από υπαίτια πράξη ή παράλειψη του Προσωπικού, των οποίων το ποσό δεν είναι ανώτερο των δίμηνων αποδοχών του υπαιτίου, είναι δυνατόν να καταλογίζονται σε αυτόν, είτε στο σύνολο είτε σε τμήμα τους, άσχετα με την κίνηση πειθαρχικής ή ποινικής δίωξής του.
29.3 Ο καταλογισμός της ζημίας και ο καθορισμός του ποσοστού αυτής που καταλογίζεται γίνονται με βάση το βαθμό της υπαιτιότητας του Εργαζομένου και των συνθηκών που μεσολάβησαν.
29.4 Αρμοδιότητα καταλογισμού έχουν ο Διευθύνων Σύμβουλος για όλο το Προσωπικό, οι Γενικοί Διευθυντές για το Προσωπικό των Γενικών Διευθύνσεων που προΐστανται και οι Διευθυντές για το Προσωπικό των Διευθύνσεων που προΐστανται.
29.5 Αυτός, στον οποίο καταλογίστηκε η ζημία έχει δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της σχετικής απόφασης, να ζητήσει γραπτή αίτησή του την αναθεώρησή της από το Διευθύνοντα Σύμβουλο, προσκομίζοντας και κάθε χρήσιμο για την προκείμενη περίπτωση στοιχείο. Η αίτηση υποβάλλεται ιεραρχικά μέσω του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση καταλογισμού.
29.6 Η απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου επί της αίτησης αναθεώρησης πρέπει να εκδοθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης, διαφορετικά θεωρείται ότι η αίτηση έγινε σιωπηρά αποδεκτή.
29.7 Το ποσό που καταλογίσθηκε με τελεσίδικη απόφαση παρακρατείται τμηματικά σε μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δέκατο (1/10) των μηνιαίων αποδοχών του Εργαζομένου.
29.8 Το δικαίωμα για καταλογισμό δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την παρέλευση ενός έτους, το οποίο αρχίζει, στη μεν περίπτωση άμεσης ζημίας της Εταιρίας από τότε που διαπιστώθηκε, στη δε περίπτωση καταβολής αποζημίωσης σε τρίτους, από τότε που την κατέβαλε η Εταιρία.
Άρθρο 31
Αχρεώστητες καταβολές
30.1 Αποδοχές που καταβλήθηκαν στο προσωπικό από την Εταιρία για οποιονδήποτε λόγο χωρίς να οφείλονται παρακρατούνται από τη μισθοδοσία επόμενων μηνών.
30.2 Η παρακράτηση γίνεται σε μηνιαίες δόσεις, που η καθεμία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το 1/10 των αποδοχών του μήνα.
30.3 Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και σε οποιαδήποτε άλλη αχρεώστητη καταβολή.
30.4 Σε περίπτωση που Εργαζόμενος συμμετείχε με πράξη ή παράλειψή του στην αχρεώστητη καταβολή, στον ίδιο, η παρακράτηση γίνεται εφάπαξ και, εφόσον δεν επαρκεί το ποσό, η παρακράτηση γίνεται τους αμέσως επόμενους μήνες, ενώ παράλληλα υπέχει και πειθαρχικές ευθύνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ`
Λύση εργασιακής σχέσης
Άρθρο 32
Απόλυση
Ανεξαρτήτως των λοιπών λόγων λύσης της εργασιακής σύμβασης, που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία και όλοι ισχύουν, η σύμβαση εργασίας λύεται και με μονομερή καταγγελία από μέρους της Εταιρίας (απόλυση). Όμως, Εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί μόνο για τους παρακάτω λόγους:
α. Για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, ιδίως για επαγγελματική ανεπάρκεια.
β. Για οικονομικοτεχνικούς λόγους.
Άρθρο 33
Ρυθμίσεις απόλυσης για λόγους
που αφορούν στο πρόσωπο του Εργαζομένου
32.1 Ανεξαρτήτως των όποιων απαιτήσεων του νόμου που όλες ισχύουν, για την εγκυρότητα της απόλυσης για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του Εργαζομένου, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς και οι εξής προϋποθέσεις:
α. Η καταγγελία να αποτελεί έσχατο μέσο, δηλαδή ο λόγος απόλυσης να συνίσταται σε γεγονός τέτοιο ή / και σε σειρά γεγονότων τέτοια που -κατ’ αντικειμενική κρίση και δεδομένων και όσων θα έχουν προηγηθεί (π.χ. συστάσεις, προειδοποιήσεις, αξιολογήσεις, μετάθεση κτλ -κατά περίπτωση και ανάλογα με την κάθε περίπτωση) να μην μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη η εξακολούθηση της σχέσης εργασίας.
β. Η καταγγελία να είναι αιτιώδης (όχι κατ’ ανάγκη αιτιολογημένη στο έγγραφό της).
32.2 Αν και για το κύρος της απόλυσης δεν απαιτείται σπουδαίος λόγος, σε κάθε περίπτωση σπουδαίο λόγο απόλυσης αποτελούν ιδίως τα εξής:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, εξαιρετικά βαριάς μορφής.
β. Άρνηση εκτέλεσης εντολής, από την οποία προκλήθηκε μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματική βλάβη σε πρόσωπο.
γ. Συμμετοχή σε κέρδος που εξαρτάται από τη διεξαγωγή της υπηρεσίας, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
δ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
ε. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
στ. Αυθαίρετη απουσία από την Υπηρεσία πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
ζ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που έχει σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας αμαξοστοιχίων και εγκαταστάσεων.
η. Πράξεις κατάχρησης, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, εκβίασης, απιστίας και ψευδομαρτυρίας, ανεξάρτητα από το αν ασκήθηκε ποινική δίωξη.
θ. Βαριά αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματικές βλάβες σε πρόσωπα.
ι. Κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας.
ια. Από πρόθεση παράβαση νόμων, κανονισμών ή εντολών που έχουν σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και εγκαταστάσεων, η οποία προκάλεσε, ή μπορούσε να προκαλέσει, μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματική βλάβη σε πρόσωπο.
Άρθρο 34
Ρυθμίσεις απόλυσης για λόγους
οικονομικοτεχνικούς
33.1 Σε περίπτωση κατάργησης θέσης ή μείωσης του αριθμού αυτών κτλ, για το Προσωπικό που πλεονάζει από την αιτία αυτήν εφαρμόζονται τα εξής:
α. Οι νεότεροι στη βαθμίδα, στην οποία έγινε η κατάργηση ή μείωση, θεωρούνται ότι κατέχουν ισάριθμες θέσεις της αμέσως κατώτερης βαθμίδας. Οι νεότεροι, που πλεονάζουν στη βαθμίδα αυτή, θεωρούνται ότι κατέχουν ισάριθμες θέσεις της αμέσως κατώτερης βαθμίδας κ.ο.κ., μέχρι της εισαγωγικής βαθμίδας. Οι πλεονάζοντες στην εισαγωγική βαθμίδα του Κλάδου μεταφέρονται στην εισαγωγική βαθμίδα άλλων Κλάδων, με σειρά που αρχίζει από τους αρχαιότερους στη βαθμίδα.
β. Από τους κατέχοντες τη βαθμίδα των θέσεων που καταργούνται ή μειώνονται απολύονται οι συμπληρώνοντες, μέσα σε μια διετία από την κατάργηση ή μείωση των θέσεων τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία. Αν αυτοί είναι περισσότεροι από όσους πρέπει να απολυθούν, απολύονται κατά σειρά και κατά περίπτωση οι έχοντες το μεγαλύτερο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας ή οι μεγαλύτεροι στην ηλικία.
γ. Αν παρά τη διαδοχική εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και με τη σειρά που κατατάσσεται το Προσωπικό, εξακολουθεί να πλεονάζει, απολύεται ανάλογος αριθμός Προσωπικού της εισαγωγικής βαθμίδας του Κλάδου, με σειρά που αρχίζει από τους δόκιμους ή μαθητευόμενους.
33.2 Όσοι δεν αποδέχονται τη μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, απολύονται λόγω κατάργησης θέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι`
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Υποκεφάλαιο 1ο: Πειθαρχικά αδικήματα και ποινές
Άρθρο 35
Πειθαρχικά αδικήματα
34.1 Πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί κάθε υπαίτια παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος που μπορεί να καταλογιστεί.
34.2 Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις του Προσωπικού, εντός και εκτός της Εταιρίας, όπως αυτές προκύπτουν από τις κείμενες διατάξεις, εγκυκλίους, οδηγίες, ανακοινώσεις και κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Κανονισμού.
Άρθρο 36
Πειθαρχικές ποινές
Οι πειθαρχικές ποινές είναι οι εξής:
α. Έγγραφη επίπληξη.
β. Πρόστιμο ενός τετάρτου (1/4) των ημερήσιων τακτικών αποδοχών, επιβαλλόμενο για μια (1) μέχρι τριάντα (30) ημέρες.
γ. Προσωρινή παύση από δέκα (10) ημέρες μέχρι τέσσερις (4) μήνες.
Άρθρο 37
Περιορισμός προστίμου
Το ποσό που παρακρατείται από τις αποδοχές κάποιου Εργαζομένου για την είσπραξη προστίμων δεν επιτρέπεται να υπερβεί το ένα όγδοο (1/8) των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Αν το πρόστιμο είναι μεγαλύτερο, το επιπλέον ποσό παρακρατείται, με τον πιο πάνω περιορισμό, από τις αποδοχές του επόμενου μήνα ή των επόμενων μηνών.
Άρθρο 38
Συνέπειες προσωρινής παύσης
37.1 Ο Εργαζόμενος, που εκτίει ποινή προσωρινής παύσης, δεν δικαιούται να εργαστεί και στερείται του συνόλου των τακτικών αποδοχών του.
37.2 Κατ’ εξαίρεση, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δικαιούται να αποφασίσει, ανάλογα με τη φύση του αδικήματος, την καταβολή μέρους των αποδοχών, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό (1/2) αυτών.
37.3 Απαγορεύεται απόλυτα η καταβολή οποιουδήποτε ποσού αποδοχών στις περιπτώσεις που η ποινή της προσωρινής παύσης επιβλήθηκε για κάποιο από τα παρακάτω αδικήματα:
α. Δωροδοκία ή δωροληψία για χάρη πράξεως ή παραλείψεως που αφορά την Υπηρεσία και έγινε ή πρόκειται να γίνει, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
β. Συμμετοχή σε κέρδος που εξαρτάται από τη διεξαγωγή της υπηρεσίας, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
γ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που έχει σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας, από την οποία προκλήθηκε ή ήταν δυνατό να προκληθεί ανωμαλία στην Υπηρεσία.
δ. Πράξεις κατάχρησης, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, εκβίασης, απιστίας και ψευδομαρτυρίας, ανεξάρτητα από ποινική δίωξη.
Άρθρο 39
Αδικήματα που τιμωρούνται με έγγραφη επίπληξη
Με την πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία δεν προκλήθηκε υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, μη σοβαρής μορφής.
γ. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία δεν προκλήθηκε, ούτε ήταν δυνατό να προκληθεί, καμία υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
δ. Εκτέλεση εργασίας χωρίς τη στολή ή τα άλλα εφόδια που προβλέπονται από το σχετικό Κανονισμό και εφόσον έχουν δοθεί στο Προσωπικό τα εφόδια αυτά.
Άρθρο 40
Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο μέχρι 15/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών
Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από ένα (1) μέχρι δεκαπέντε τέταρτα (15/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία προκλήθηκε υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, σοβαρής μορφής.
γ. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της εργασίας, μη σοβαρής μορφής.
δ. Αμέλεια στην εκπαίδευση.
ε. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μη σοβαρή υπηρεσιακή ανωμαλία ή μικρή ζημία στην Εταιρία.
στ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί μια (1) ημέρα.
ζ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί μία (1) ημέρα.
η. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί μια (1) ημέρα.
Άρθρο 41
Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο από 16/4 μέχρι 30/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών
Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από δέκα έξι (16) μέχρι τριάντα τέταρτα (30/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, βαριάς μορφής.
β. Αναξιοπρεπής συμπεριφορά.
γ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που δεν έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας.
δ. Παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου, χωρίς αρμοδιότητα.
ε. Άρνηση παραλαβής υπηρεσιακού εγγράφου ή λήψης γνώση αυτού, με υπογραφή.
στ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.
ζ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.
η. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες
Άρθρο 42
Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση
από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες
Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, μη σοβαρής μορφής.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα, προς οποιονδήποτε συνάδελφο.
γ. Συμπεριφορά στην εργασιακή ζωή που θίγει σοβαρά την υπαλληλική αξιοπρέπεια.
δ. Γνωστοποίηση γεγονότων ή πληροφοριών που έχουν σχέση με την εκτέλεση της εργασίας.
ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί τέσσερις (4) μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
η. Βαριά αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
θ. Χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για απόκτηση εύνοιας ή για πρόκληση ή ματαίωση εντολής της Εταιρίας.
ι. Μέθη σε ώρα υπηρεσίας Εργαζομένου που δεν έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας.
ια. Ψευδής επίκληση ασθένειας.
Άρθρο 43
Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση
από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες
Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, σοβαρής μορφής.
β. Αντικανονική συμπεριφορά βαριάς μορφής έναντι ανωτέρων.
γ. Άρνηση εκτέλεσης εντολής, είτε χωρίς συνέπειες, είτε από την οποία προκλήθηκε, ή μπορούσε να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
δ. Δωροδοκία ή δωροληψία για πράξη ή παράλειψη που έγινε ή πρόκειται να γίνει, η οποία αφορά στην εργασία.
ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
η. Προφορική ή γραπτή αναφορά ή κατάθεση σε διοικητικές ανακρίσεις ψευδών γεγονότων.
θ. Από πρόθεση παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
ι. Αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, σοβαρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
ια. Μη αντικειμενική έκθεση του Προϊσταμένου για το Προσωπικό που υπάγεται σε αυτόν.
ιβ. Άρνηση μαρτυρίας ή παροχής σαφών και κατηγορηματικών πληροφοριών σε υπόθεση που έχει σχέση με την εργασία ή ενδιαφέρει την Εταιρία.
Άρθρο 44
Σχέση πειθαρχικού ελέγχου και απόλυσης
Η απόλυση δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή και είναι ανεξάρτητη προς την πειθαρχική διαδικασία (η προσφυγή στην οποία δεν αποτελεί προαπαιτούμενο ή προϋπόθεση του κύρους της απόλυσης), διότι με την απόλυση απομακρύνεται ο Εργαζόμενος, η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης του οποίου δεν μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη, ενώ με την πειθαρχική διαδικασία επιδιώκεται ιδίως ο συνετισμός του Εργαζομένου, ακριβώς επειδή η εξακολούθηση της εργασιακής του σχέσης μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη.
Άρθρο 45
Επιβαρυντικές περιπτώσεις – Ελαφρυντικά στοιχεία
47.1 Η συστηματική ή κατ’ εξακολούθηση διάπραξη αδικήματος θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
47.2 Η διάπραξη του ίδιου αδικήματος ή συγγενούς ή ανάλογου ή παρόμοιου με αδίκημα για το οποίο έχει ήδη τιμωρηθεί ο υπαίτιος (υποτροπή), θεωρείται ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
47.3 Η υποτροπή είναι δυνατόν να επισύρει την ποινή του αμέσως επόμενου άρθρου από εκείνο που προβλέπει το πειθαρχικό αδίκημα, στην περίπτωση που για το προηγούμενο παράπτωμα επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το οικείο άρθρο. Κατά την ίδια διαδικασία είναι δυνατόν να επιβληθεί ποινή του μεθεπόμενου άρθρου κ.ο.κ..
47.4 Η υποτροπή δεν έχει τις συνέπειες των δύο προηγούμενων παραγράφων, αν από την κοινοποίηση της απόφασης που επέβαλε την ποινή μέχρι τη διάπραξη του νέου αδικήματος πέρασε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.
47.5 Το αρμόδιο για την κρίση του αδικήματος όργανο, αν διαπιστώσει την ύπαρξη ειδικών ελαφρυντικών στοιχείων, δύναται, αντί της ποινής του άρθρου που τυχόν προβλέπει το αδίκημα, να επιβάλει ποινή του αμέσως προηγούμενου άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, τα ειδικά ελαφρυντικά στοιχεία πρέπει απαραίτητα να αναφέρονται ρητά στη σχετική απόφαση επιβολής ποινής.
Υποκεφάλαιο 2ο: Εξάλειψη του αξιοποίνου
Άρθρο 46
Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων
45.1 Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται, δηλαδή δεν δικάζονται και παραμένουν ατιμώρητα, αν δεν κινηθεί πειθαρχική δίωξη εντός τριών (3) ετών από τη διάπραξή τους.
45.2 Πειθαρχικό αδίκημα, που είναι ταυτόχρονα και ποινικό, δεν παραγράφεται πριν από την παρέλευση του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται για το ποινικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού αδικήματος.
45.3 Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται με τη διάπραξη άλλου πειθαρχικού αδικήματος, που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή στη ματαίωση της κίνησης πειθαρχικής δίωξής του.
45.4 Πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής άλλου πειθαρχικού αδικήματος, αν το δεύτερο αδίκημα διαπράχθηκε προ της παραγραφής του πρώτου.
Άρθρο 47
Σχέση πειθαρχικής με ποινική δίκη
46.1 Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη δίκη.
46.2 Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, είναι όμως δυνατό το αρμόδιο για την επιβολή της ποινής όργανο να διατάξει την αναστολή της για εξαιρετικούς λόγους, με απόφαση που δύναται ελεύθερα να ανακληθεί οποτεδήποτε.
46.3 Γεγονότα, που η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους διαπιστώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη στην πειθαρχική δίκη, όπως και στην ποινική.
Άρθρο 48
Συρροή αδικημάτων και ποινών
47.1 Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν ασκείται πειθαρχική δίωξη για δεύτερη φορά.
47.2 Για την ίδια πράξη επιβάλλεται μια πειθαρχική ποινή, έστω και αν η πράξη αυτή περιέχει τα στοιχεία περισσότερων πειθαρχικών αδικημάτων.
47.3 Με την ίδια απόφαση επιβάλλεται μόνο μια ποινή.
Άρθρο 49
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
48.1 Αυτός που για οποιονδήποτε λόγο αποχώρησε από την εργασία δεν διώκεται πειθαρχικά, η πειθαρχική όμως δίκη που τυχόν είχε αρχίσει πριν από την αποχώρησή του συνεχίζεται και μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
48.2 Πειθαρχική δίωξη που άρχισε, συνεχίζεται υποχρεωτικά μόνο μετά από αίτηση του Εργαζομένου που αποχώρησε, η οποία υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία της αποχωρήσεώς του.
Υποκεφάλαιο 3ο: Πειθαρχικές δικαιοδοσίες
Άρθρο 50
Δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών αδικημάτων
49.1 Η δίωξη και η τιμωρία του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του οργάνου που είναι αρμόδιο για την επιβολή ποινής. Τυχόν παράλειψη τέτοιας δίωξης και τιμωρία συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του οργάνου αυτού.
49.2 Κατ’ εξαίρεση, μόνο για αδικήματα που δεν δικαιολογούν ποινή βαρύτερη της επίπληξης, η δίωξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων οργάνων αυτό, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφ` ενός το συμφέρον της Εταιρίας και αφ` ετέρου τη διαγωγή του κρινόμενου Εργαζομένου, στην εργασία και εκτός αυτής.
49.3 Στην τιμωρία το αρμόδιο όργανο κατέχει διακριτική εξουσία ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αφού λάβει υπόψη του και τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 51
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι - Αρμοδιότητα
50.1 Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι είναι:
α. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, για όλο το Προσωπικό.
β. Οι Γενικοί Διευθυντές, για το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνση που προΐσταται ο καθένας.
γ. Ο επικεφαλής της λειτουργικής μονάδας που ασχολείται με το Ανθρώπινο Δυναμικό, για τους εκπαιδευόμενους και μαθητευόμενους.
δ. Κάθε άλλος Προϊστάμενος για κάθε υφιστάμενό του
50.2 Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι δικαιούνται να επιβάλουν τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου.
50.3 Η αρμοδιότητα των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη.
50.4 Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι ασκούν πειθαρχική δίωξη και δικάζουν αυτεπάγγελτα.
50.5 Αρμόδιος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος είναι αυτός στον οποίο υπαγόταν ο Εργαζόμενος κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
50.6 Αν περισσότεροι Πειθαρχικώς Προϊσταμένων επιληφθούν ή δικαιούνται να επιληφθούν του ίδιου αδικήματος, αρμόδιος είναι όποιος κάλεσε πρώτος σε απολογία.
50.7 Η έκδοση οριστικής απόφασης από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αποκλείει την επανεκδίκαση της ίδιας υπόθεσης από άλλο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, έστω και ανώτερο από αυτόν που δίκασε.
Άρθρο 52
Πειθαρχικά Συμβούλια - Αρμοδιότητα
51.1 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:
α. Τα δύο (2) Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια.
β. Το ένα (1) Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
51.2 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δικαιούνται να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή, με σεβασμό του Κανονισμού και της αρχής της αναλογικότητας.
51.3 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια για την εκδίκαση αδικημάτων εκτός αρμοδιότητας των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων.
51.4 Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια λειτουργούν:
α. ένα στην Αθήνα, αρμόδιο για το Προσωπικό που εργάζεται οπουδήποτε, πλην Μακεδονίας και Θράκης,
β. ένα στη Θεσσαλονίκη, αρμόδιο για το Προσωπικό που εργάζεται στη Μακεδονία ή Θράκη.
51.5 Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί στην Αθήνα και είναι αρμόδιο για την εξέταση κάθε αίτησης αναθεώρησης κατά απόφασης Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 53
Σύνθεση και Συγκρότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων
52.1 Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
52.2 Κάθε ένα (1) από τα δύο (2) Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από τέσσερις (4) Εργαζομένους της καταληκτικής βαθμίδας του Κλάδου τους που εργάζονται στην περιοχή αρμοδιότητας του καθενός Συμβουλίου και υποδεικνύονται από τη Διοίκηση και έναν (1) Εργαζόμενο που υποδεικνύεται από την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν υπάρχουν τέσσερις (4) Εργαζόμενοι, απασχολούμενοι στην περιοχή αρμοδιότητας, στις καταληκτικές βαθμίδες Κλάδων, τα υπάρχοντα κενά συμπληρώνονται με απασχολούμενος στην περιοχή αρμοδιότητας Εργαζόμενους, αλλά της αμέσως κατώτερης βαθμίδας. Αν η αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση δεν υποδείξει το κατά τα ανωτέρω μέλος Πειθαρχικού Συμβουλίου, θεωρείται ότι έχει υποδείξει τον Γενικό της Γραμματέα για κάθε ένα από τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια.
52.3 Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται:
α. Από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ως Πρόεδρο. Τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, κωλυόμενο ή απόντα, αναπληρώνει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ένας Γενικός Διευθυντής.
β. Από το Νομικό Σύμβουλο της Εταιρίας. Το Νομικό Σύμβουλο, κωλυόμενο ή απόντα, αναπληρώνει ο Αναπληρωτής του, ενώ, αν δεν έχει οριστεί τέτοιος, τον αναπληρώνει ο έχων τα περισσότερα έτη δικηγορίας, δικηγόρος της Εταιρίας.
γ. Από δύο (2) Εργαζομένους της καταληκτικής βαθμίδας του Κλάδου τους που υποδεικνύονται από τη Διοίκηση. Αν δεν υπάρχουν, τα υπάρχοντα κενά συμπληρώνονται με Εργαζόμενους της αμέσως κατώτερης βαθμίδας.
δ. Από έναν (1) Εργαζόμενο που υποδεικνύει η αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν υποδείξει κανένα, θεωρείται ότι έχει υποδείξει τον Πρόεδρό της.
52.4 Τα υποδεικνυόμενα από τη Διοίκηση μέλη, και ισάριθμα αναπληρωματικά, ορίζονται με επιστολή της προς την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Τα υποδεικνυόμενα από την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση μέλη, και ισάριθμα αναπληρωματικά, ορίζονται με επιστολή της προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Αμφότερες οι επιστολές πρέπει να έχουν παραληφθεί πριν από τις 20/12 κάθε έτους.
52.5 Οι Εισηγητές και οι Γραμματείς των Πειθαρχικών Συμβουλίων, και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο.
52.6 Η θητεία των μελών των Συμβουλίων είναι ετήσια, από 1/1 μέχρι 31/12 κάθε έτους, πλην όσων συμμετέχουν λόγω θέσεως, των Εισηγητών και των Γραμματέων. Κατά τη διάρκεια της θητείας δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των μελών των Συμβουλίων χωρίς σοβαρή υπηρεσιακή αιτία, αυτής ελευθέρως εκτιμωμένης από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη συγκρότησή τους.
52.7 Τα μέλη των Συμβουλίων δεν δικαιούνται αμοιβής ή αποζημίωσης για τη συμμετοχή τους σ’ αυτά και τις συνεδριάσεις τους.
Άρθρο 54
Συνεδριάσεις - Απαρτία - Πλειοψηφία
53.1 Κάθε Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από προηγούμενη έγγραφη πρόσκληση του Προέδρου του, στην οποία αναγράφονται τα θέματα (ημερήσια διάταξη), η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης, ο οποίος πρέπει να είναι κάποιο γραφείο της Εταιρίας στον τόπο που λειτουργεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
53.2 Οι συνεδριάσεις κάθε Συμβουλίου δεν είναι δημόσιες.
53.3 Σε κάθε συνεδρίαση κάθε Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο, τα Μέλη και το Γραμματέα.
53.4 Κάθε Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) από τα Μέλη του, μεταξύ των οποίων και το υποδειχθέν από τη συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται είκοσι τέσσερις (24) ώρες αργότερα, στο ίδιο μέρος, χωρίς νέα πρόσκληση, και απαρτία υπάρχει εφόσον παρίστανται τρία (3) οιαδήποτε Μέλη.
53.5 Κάθε Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία επί των παρόντων και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η άποψη στην οποία δόθηκε η ψήφος του Προέδρου.
53.6 Η ψηφοφορία είναι φανερή και είναι υποχρεωτικό να ψηφίσουν όλα τα παρόντα Μέλη.
53.7 Αν κατά την ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, τότε γίνεται ψηφοφορία για τον αποκλεισμό των περισσότερων γνωμών, αρχής γενομένης από την ασθενέστερη. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, γίνεται ψηφοφορία για τον αποκλεισμό μιας από αυτές. Η διαδικασία αυτή εξαντλείται όταν σχηματισθεί πλειοψηφία.
53.8 Αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι αυτό, στην περιοχή αρμοδιότητας του οποίου ήταν τοποθετημένος ο Εργαζόμενος κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
53.9 Αν περισσότερα Πειθαρχικά Συμβούλια δικαιούνται να επιληφθούν του ίδιου αδικήματος, αρμόδιο είναι αυτό της Αθήνας.
Άρθρο 55
Αίτηση εξαίρεσης
54.1 Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε Πειθαρχικά Συμβούλια:
α. Των αναφερόμενων στο άρθρο 28.3.
β. Κάθε Εργαζομένου που έχει ιδιαίτερη φιλία και οικειότητα ή έχθρα με τον κρινόμενο.
γ. Κάθε Εργαζομένου που, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, συμμετείχε σε διοικητική εξέταση που τυχόν διενεργήθηκε για το συγκεκριμένο πειθαρχικό αδίκημα.
δ. Κάθε Εργαζομένου που έκρινε το αδίκημα σε α΄ βαθμό και εξέδωσε απόφαση, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου.
54.2 Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να αιτηθεί την εξαίρεση ενός Μέλους. Αν αιτηθεί την εξαίρεση περισσότερων, η αίτηση εξετάζεται μόνο ως προς το πρώτο από τα εκεί αναφερόμενα. Η αίτηση ασκείται με έγγραφη αναφορά προς τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου στον οποίον εκκρεμεί η εκδίκαση του αδικήματος και οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει όλους τους λόγους της εξαίρεσης και τα γεγονότα που αποδεικνύουν την ύπαρξή τους. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει αμέσως την αίτηση στο προς εξαίρεση μέλος, το οποίο υποχρεούται να αναφερθεί αμέσως εγγράφως στους λόγους εξαίρεσης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται και συνεδριάζει, του υπό εξαίρεση Μέλους αντικαθιστάμενου από τον Αναπληρωτή του, και αποφασίζει σε μυστική συνεδρίαση επί της αίτησης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το αναπληρωματικό Μέλος παραμένει στη θέση του εξαιρεθέντος. Αν η αίτηση απορριφθεί, το αναπληρωματικό Μέλος αποχωρεί και επανέρχεται αυτό του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις και υπό την προαναφερθείσα σύνθεση, το Συμβούλιο συνεχίζει περαιτέρω την εκδίκαση του αδικήματος.
54.3 Κάθε μέλος Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκτιμά ότι υφίσταται λόγος εξαίρεσής του, οφείλει να αναφέρει σχετικά στο Συμβούλιο, αυτό δε, αφού συμπληρωθεί σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφασίζει.
54.4 Για την όλη διαδικασία, κατά το παρόν άρθρο συντάσσεται ιδιαίτερο πρακτικό, στο οποίο καταχωρείται η απόφαση του Συμβουλίου.
54.5 Δεν γίνεται δεκτή αίτηση εξαίρεσης μέλους Συμβουλίου που έχει συγκροτηθεί ειδικά σύμφωνα με το παρόν άρθρο και συνέρχεται για κρίση της αίτησης εξαίρεσης.
Υποκεφάλαιο 4ο: Πειθαρχικές διαδικασίες
Άρθρο 56
Διαπίστωση τέλεσης αδικήματος
55.1 Ο Προϊστάμενος, σε γνώση του οποίου περιήλθαν με οιονδήποτε τρόπο σοβαρές υπόνοιες περί τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος, οφείλει να προβεί αμέσως σε προκαταρκτική άτυπη συλλογή πληροφοριών και στοιχείων για το αδίκημα και τις συνθήκες τέλεσής του.
55.2 Αν ο διενεργήσας την προκαταρκτική εξέταση δεν έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, υποβάλλει ιεραρχικά στον Προϊστάμενό του, που έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, το φάκελο που σχηματίσθηκε. Σε αντίθετη περίπτωση, τον κρατεί ο ίδιος.
55.3 Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο Προϊστάμενος που έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, αν κρίνει ότι δεν υφίσταται περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, τερματίζει την υπόθεση, με έκθεσή του που υποβάλλεται με το φάκελο στον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, ο οποίος είναι αρμόδιος είτε να τερματίσει οριστικά την υπόθεση είτε να διατάξει νέα εξέταση. Αν αντιθέτως κρίνει ότι προκύπτει πειθαρχική ευθύνη, καλεί τον υπαίτιο σε απολογία και επιβάλλει την πρέπουσα ποινή, εκτός αν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από τη δικαιοδοσία του, οπότε υποβάλει το φάκελο στον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενό του. Αν κριθεί ότι η υπόθεση είναι της δικαιοδοσίας Πειθαρχικού Συμβουλίου, η υπόθεση παραπέμπεται σε αυτό.
55.4 Ο Πειθαρχικώς Προϊστάμενος, που διενήργησε την εξέταση, δεν δικαιούται να μετάσχει του αρμόδιου για την εκδίκαση του αδικήματος Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 57
Κλήση σε απολογία
56.1 Κανένας δεν τιμωρείται χωρίς να απολογηθεί.
56.2 Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη και πρέπει να καθορίζει με την αποδιδόμενο πράξη, το πειθαρχικό αδίκημα που στοιχειοθετεί και την προθεσμία υποβολής της απολογίας, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών.
56.3 Η οποιαδήποτε τυχόν εξέταση του υπαίτιου κατά οποιοδήποτε στάδιο δεν αναπληρώνει την κλήση του σε απολογία.
56.4 Μετά την κλήση σε απολογία, η υπόθεση πρέπει να τερματισθεί με απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.
56.5 Η έγγραφη κλήση σε απολογία επιδίδεται κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού.
Άρθρο 58
Απολογία
57.1 Η απολογία είναι προφορική ή έγγραφη, ανάλογα με το τι επιλέγει ο απολογούμενος, υποβάλλεται δε εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτήν. Η μη εμπρόθεσμος υποβολή απολογίας ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.
57.2 Για την προφορική απολογία συντάσσεται πρακτικό που υπογράφει ο απολογούμενος. Άρνηση υπογραφής ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.
57.3 Η άρνηση απολογίας τεκμαίρει ομολογία του αποδιδόμενου αδικήματος.
Άρθρο 59
Παραπομπή σε Πειθαρχικό Συμβούλιο
58.1 Για την παραπομπή υπόθεσης στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος.
58.2 Η απόφαση για την παραπομπή ανακοινώνεται εγγράφως στον διωκόμενο.
Άρθρο 60
Σύγκληση Πειθαρχικού Συμβουλίου
59.1 Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του. Ο τόπος, η χρονολογία και η ώρα της συνεδρίασης γνωστοποιούνται στα Μέλη και στον παραπεμπόμενο τουλάχιστον προ 48 ωρών.
59.2 Ο παραπεμπόμενος οφείλει να παρευρίσκεται στον τόπο της συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την ημέρα που συζητείται η υπόθεσή του. Η Εταιρία τον διευκολύνει, παρέχοντάς του την απαιτούμενη άδεια.
59.3 Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να παραστεί μετά Δικηγόρου.
59.4 Αν η απουσία του παραπεμπομένου από το Συμβούλιο οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή / και στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας ή / και ασθένειά του, σχετικά με την οποία δεν βεβαιώνεται από πιστοποιητικό Δημόσιου Νοσοκομείου ότι θα έχει λήξει εντός δεκαημέρου, η εκδίκαση της υπόθεσης προχωρά. Σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να αναβάλει μια μόνο φορά την εκδίκαση, οπότε ορίζει ταυτόχρονα νέα ημέρα συνεδρίασης μέσα σε δεκαπέντε (15) ημερολογιακές ημέρες. Στη μετ’ αναβολή συνεδρίαση η υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη κι αν απουσιάζει ο παραπεμπόμενος και ανεξαρτήτως του λόγου της απουσίας του.
Άρθρο 61
Συζήτηση ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου
60.1 Κατά τη συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον Συμβουλίου, αναγιγνώσκονται όλα τα έγγραφα που περιέχονται στο σχετικό πειθαρχικό φάκελο (παραπεμπτική πρόταση, απολογία του διωκομένου, καταθέσεις κτλ), καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που εισφέρει ο παραπεμπόμενος ή / και έχει περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου με οιονδήποτε άλλο τρόπο.
60.2 Το Συμβούλιο εξετάζει τον παραπεμπόμενο, εφόσον είναι παρών.
60.3 Το Συμβούλιο εξετάζει και κάθε μάρτυρα που προτείνει ο παραπεμπόμενος, αλλά όχι περισσότερους από δύο (2).
Άρθρο 62
Προθεσμία συζήτησης υποθέσεων
61.1 Όλες οι υποθέσεις που παραπέμπονται στο όποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο πρέπει να συζητούνται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της περί παραπομπής απόφασης του Διευθύνοντος Συμβούλου στον παραπεμπόμενο.
61.2 Παράταση της παραπάνω προθεσμίας επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνο με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Προέδρου του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 63
Εξουσίες Συμβουλίου
Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο ερευνά την υπόθεση στην ουσία και δύναται να διατάξει νέες αποδείξεις και να ζητήσει νέες πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες.
Άρθρο 64
Παραβάσεις πειθαρχικής διαδικασίας
Οποιαδήποτε παράβαση ή αταξία σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία, που έλαβε χώρα μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης από το όποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, πρέπει να προβάλλεται από τον παραπεμπόμενο το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Συμβούλιο, διαφορετικά δεν γίνεται δεκτή. Η αναφορά πρέπει να είναι έγγραφη, εάν υποβλήθηκε προ της συνεδρίασης, ενώ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί να είναι και προφορική, καταχωρούμενη υποχρεωτικά στα πρακτικά.
Υποκεφάλαιο 5ο: Πειθαρχικές αποφάσεις
Άρθρο 65
Λήψη απόφασης
Μετά το πέρας της συζήτησης της υποθέσεως το Συμβούλιο αποφαίνεται:
α. πρώτα επί του αν ο παραπεμπόμενος τέλεσε ή όχι την αποδιδόμενη πράξη,
β. σε καταφατική περίπτωση, επί του χαρακτηρισμού του αδικήματος και του άρθρου του Κανονισμού που το προβλέπει και το τιμωρεί, και
γ. επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί.
Άρθρο 66
Κείμενο απόφασης
65.1 Κάθε πειθαρχική απόφαση είναι έγγραφη.
65.2 Η πειθαρχική απόφαση πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει:
α. Τον τόπο και τη χρονολογία έκδοσής της.
β. Τα ονοματεπώνυμα, τις βαθμίδες και τους κλάδους αυτών που εκδίκασαν την υπόθεση και αυτού που κρίθηκε.
γ. Το πειθαρχικό αδίκημα που αποδόθηκε στον κρινόμενο, το χρόνο και τον τόπο διάπραξής του.
δ. Την απολογία και, περιληπτικώς, την τυχόν προφορική αυτής υποστήριξη, ή τη ρητή ή σιωπηρή άρνηση απολογίας, καθώς και την κλήση ή μη κλήση σε προφορική ανάπτυξη της απολογίας.
ε. Την αιτιολογία της καταδίκης ή της απαλλαγής, συγκεκριμένα το χαρακτηρισμό του αδικήματος, τα άρθρα του Κανονισμού στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση, τα στοιχεία που αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει ότι ο κρινόμενος υπέπεσε πράγματι στο αδίκημα που του αποδόθηκε, ή ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής του, και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο απαραίτητο για τη θεμελίωσή της.
στ. Αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία προκειμένου για πολυμελή δικαιοδοσία.
ζ. Την αθώωση αυτού που κρίθηκε ή η ποινή που του επιβλήθηκε.
65.3 Αναιτιολόγητες αποφάσεις Πειθαρχικού Συμβουλίου δύνανται να αναπέμπονται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο στο ίδιο Συμβούλιο που τις εκδίκασε για επανεξέταση της υπόθεσης.
65.4 Η πειθαρχική απόφαση, αν μεν εκδίδεται από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, υπογράφεται από αυτόν, αν δε εκδίδεται από Πειθαρχικό Συμβούλιο, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του.
65.5 Οι πειθαρχικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για την Εταιρία.
Άρθρο 67
Συνεργοί - Ηθικοί Αυτουργοί
66.1 Οι συνεργοί και οι ηθικοί αυτουργοί στη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος τιμωρούνται όπως και οι κύριοι παραβάτες.
66.2 Θεωρείται συνεργός και εκείνος που, έχοντας υποχρέωση να αναφέρει το αδίκημα, παρέλειψε να το πράξει.
Άρθρο 68
Συμψηφισμός προφυλάκισης ή φυλάκισης
με προσωρινή παύση
Η ποινή προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για αδίκημα το οποίο προκάλεσε και ποινική δίωξη, συμψηφίζεται με το χρόνο της προφυλάκισης ή της φυλάκισης για την ίδια αιτία.
Άρθρο 69
Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων
68.1 Η εκτέλεση των αποφάσεων των πολυμελών πειθαρχικών οργάνων, του Διευθύνοντος Συμβούλου, και Γενικού Διευθυντή, γίνεται με τη φροντίδα της αρμόδιας, κατά περίπτωση, λειτουργικής μονάδας.
68.2 Η εκτέλεση των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών δικαιοδοσιών, πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, γίνεται με μέριμνά τους.
68.3 Η εκτέλεση των αποφάσεων γίνεται σε έναν μήνα από την τελεσιδικία αυτών.
68.4 Αντίγραφο της πειθαρχικής απόφασης κοινοποιείται στον κριθέντα, στη λειτουργική μονάδα που εργάζεται και στη Διεύθυνση Προσωπικού.
Υποκεφάλαιο 6ο: Αναθεώρηση Ποινών
Άρθρο 70
Αποφάσεις υποκείμενες σε αναθεώρηση
69.1 Σε αναθεώρηση υπόκεινται :
α. Οι αποφάσεις των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου, που επιβάλλουν ποινή προστίμου.
β. Οι αποφάσεις ενός εκ των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων που επιβάλλουν ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών.
69.2 Κακή σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελεί λόγο αναθεώρησης, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβλήθηκε.
Άρθρο 71
Δικαιούμενοι να υποβάλουν αίτηση αναθεώρησης
Δικαίωμα υποβολής αίτησης αναθεώρησης έχουν:
α. Αυτός που τιμωρήθηκε.
β. Κατά αποφάσεων μονομελών δικαιοδοσιών, κάθε ανώτερος πειθαρχικά αυτού που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται.
γ. Κατά αποφάσεων Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος ή οιοσδήποτε Γενικός Διευθυντής.
Άρθρο 72
Προθεσμία υποβολής αίτησης αναθεώρησης
71.1 Η προθεσμία άσκησης αίτησης αναθεώρησης είναι δεκαπενθήμερη και αρχίζει:
α. Στην περίπτωση άσκησης αυτής από τον τιμωρηθέντα, από την ημερομηνία που του κοινοποιήθηκε η απόφαση.
β. Στις λοιπές περιπτώσεις, από την κοινοποίηση ιεραρχικά της απόφασης στην αρμόδια Υπηρεσία ή στη Διεύθυνση Προσωπικού κατά περίπτωση.
71.2 Αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η πειθαρχική απόφαση γίνεται τελεσίδικη και εκτελεστή. Όμως, κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας η απόφαση του α΄ βαθμού τελεί υπό αναστολή, η οποία παρατείνεται μέχρι την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης, αν τέτοια ασκηθεί.
Άρθρο 73
Άσκηση αίτησης αναθεώρησης
Η αίτηση αναθεώρησης κατατίθεται, με απόδειξη:
α. Από τον τιμωρηθέντα, στη λειτουργική μονάδα όπου εργάζεται.
β. Από τον πειθαρχικώς ανώτερο, ασκείται με αναφορά του προς τον αρμόδιο να κρίνει αυτή, Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.
γ. Από το Διευθύνοντα Σύμβουλο και οιοδήποτε Γενικό Διευθυντή, με έγγραφο προς τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 74
Διαδικασία εκδίκασης αίτησης αναθεώρησης
73.1 Η πειθαρχική απόφαση με το σχετικό φάκελο και η ασκηθείσα αίτηση αναθεώρησης αποστέλλεται αμέσως στο αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης πειθαρχικό όργανο, που επίσης οφείλει να επιληφθεί αυτής το ταχύτερο.
73.2 Αρμόδιο όργανο για την εξέταση της αίτησης αναθεώρησης είναι:
α. Αν επιβλήθηκε ποινή προστίμου:
α.1 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον τιμωρηθέντα, ο αμέσως ανώτερος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
α.2 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από τον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.
α.3 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
β. Αν επιβλήθηκε ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
73.3 Τα αρμόδια όργανα που εκδικάζουν αίτηση αναθεώρησης:
α. Εφόσον η αίτηση ασκήθηκε μόνον από τον τιμωρηθέντα, δεν δικαιούνται να χειροτερεύσουν τη θέση του.
β. Σε κάθε άλλη περίπτωση εξετάζουν την υπόθεση από την αρχή, δικαιούμενα τόσο να λάβουν υπόψη ακόμη και στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπόψη του αρμοδίου οργάνου στον α΄ βαθμό, όσο και να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή της δικαιοδοσίας τους, ακόμη και βαρύτερη αυτής του α΄ βαθμού.
Άρθρο 75
Αναπομπή υπόθεσης στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Σε περίπτωση που γίνει δεκτή αίτηση αναθεώρησης για κακή σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο για νέα εκδίκασή της.
Υποκεφάλαιο 7ο: Θέση σε αργία
Άρθρο 76
Αυτοδίκαιη θέση σε αργία
75.1 Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:
α.- Αυτός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία για λόγους προφυλάκισης ή δικαστικής απόφασης.
β.- Αυτός που τιμωρήθηκε με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης πάνω από δύο (2) μήνες, μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης.
75.2 Όταν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο τέθηκε σε αργία ο Εργαζόμενος, η επαναφορά του στην εργασία γίνεται αυτοδίκαια. Στις περιπτώσεις της αργίας λόγω πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσης πάνω από δύο (2) μήνες, θεωρείται ότι εξέλιπε ο λόγος της αργίας μόλις παρέλθει ο χρόνος της προσωρινής παύσης, έστω και αν μέχρι τότε δεν έχει τελεσιδικήσει η πειθαρχική απόφαση.
75.3 Σε περίπτωση αποφυλάκισης με εγγύηση, αυτός που τελεί σε αργία, είναι δυνατόν να αναλάβει υπηρεσία με απόφαση του Διευθύνοντας Συμβούλου.
Άρθρο 77
Δυνητική θέση σε αργία
76.1 Είναι δυνατόν να τεθεί σε αργία Εργαζόμενος στις εξής περιπτώσεις:
α. Εάν εκκρεμεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη για κακούργημα, κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία, δωροδοκία, δωροληψία, παράβαση καθήκοντος ή για εγκλήματα κατά των ηθών, περί το νόμισμα, συκοφαντικής δυσφήμισης και εγκλήματα που αναφέρονται στο Ειδικό Μέρος (Α΄ Κεφάλαιο) του δευτέρου βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ανυποταξία ή λιποταξία.
β. Εάν υπάρχει κατ’ αυτού βάσιμη υπόνοια άτακτης διαχείρισης στηριζόμενη σε υπηρεσιακή έκθεση.
76.2 Για τη θέση σε αργία ή την επαναφορά από αυτήν αποφασίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος ή τα εξουσιοδοτούμενα από αυτόν υπηρεσιακά όργανα.
76.3 Στην υπό στοιχείο α΄ περίπτωση της παραγράφου 76.1 ο Εργαζόμενος επανέρχεται αυτοδίκαια στην εργασία από της τελεσιδικίας της οριστικής ποινικής απόφασης, εφόσον εξακολουθεί η σχέση εργασίας.
76.4 Ο χρόνος της αργίας για την υπό στοιχείο β’ περίπτωση της παραγράφου 76.1 δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του τριμήνου, μετά την πάροδο του οποίου η αργία λήγει αυτοδίκαια, εκτός εάν επιβλήθηκε στο μεταξύ πειθαρχική ποινή και υπάρχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου.
76.5 Η δυνητική αργία και η επαναφορά από αυτήν αρχίζει από την κοινοποίηση των σχετικών αποφάσεων.
Άρθρο 78
Αργία σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος
77.1 Σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος, ο Εργαζόμενος είναι δυνατόν να τεθεί αμέσως σε αργία από τον αρμόδιο πειθαρχικώς Προϊστάμενο, μόλις αυτός αντιληφθεί ή πληροφορηθεί το αδίκημα τούτο και εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για την ομαλή εκτέλεση της εργασίας.
77.2 Ο πειθαρχικώς Προϊστάμενος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να αναφέρει, χωρίς καμία καθυστέρηση, ιεραρχικά τη θέση σε αργία στη Διοίκηση (Διευθύνοντα Σύμβουλο – Γενικούς Διευθυντές), η οποία δικαιούται να αποφασίσει την επαναφορά του Εργαζομένου στη εργασία.
77.3 Η επαναφορά στην εργασία γίνεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Γενικού Διευθυντή.
77.4 Ο χρόνος της αργίας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 30 ημερών.
Άρθρο 79
Συνέπειες αργίας
78.1 Αυτός που είναι σε αργία απέχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει όμως όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του σαν Εργαζόμενος και διατηρεί τα δικαιώματά του με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του Κανονισμού αυτού.
78.2 Κατά το χρόνο της αργίας καταβάλλεται στον Εργαζόμενο το πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών του.
78.3 Το ποσό των αποδοχών που παρακρατήθηκε επιστρέφεται στον Εργαζόμενο σε περίπτωση απαλλαγής του με τελεσίδικη απόφαση.
78.4 Ο χρόνος της αργίας συμψηφίζεται με το χρόνο της ποινής προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για την ίδια αιτία. Για το χρονικό διάστημα που τυχόν διανύθηκε σε αργία επιπλέον της ποινής που επιβλήθηκε καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ`
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 80
Ατομικοί Φάκελοι
79.1 Για κάθε Εργαζόμενο τηρείται ατομικός φάκελος που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αφορούν γενικά στην εργασιακή του ιδιότητα, σχέση και σταδιοδρομία.
79.2 Κάθε Εργαζόμενος δικαιούται, με έγγραφη αίτησή του, να ενημερώνεται για το περιεχόμενο του ατομικού του φακέλου.
Άρθρο 81
Εκπαίδευση και Επιμόρφωση
80.1 Η εκπαίδευση του Προσωπικού και κάθε σχετική λεπτομέρεια αποφασίζεται από τη Διοίκηση.
80.2 Για την εξασφάλιση της συνεχούς αξιοποίησης και ενημέρωσής του, το Προσωπικό παρακολουθεί εκπαιδεύσεις, επιπλέον των υποχρεωτικών που κάθε φορά ορίζονται αρμοδίως, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνολογίας και της εκμετάλλευσης.
80.3 Οι προγραμματιζόμενες από την Εταιρία εκπαιδεύσεις είναι υποχρεωτικές για το προσωπικό. Ο τρόπος διαπίστωσης της απόδοσης του εκπαιδευόμενου προσωπικού γίνεται από τα αρμόδια όργανα της Εταιρίας. Η επίδοση του προσωπικού στις εκπαιδεύσεις λαμβάνεται υπόψη στην εξέλιξή του.
80.4 Η διδασκαλία αποτελεί υποχρέωση κάθε Εργαζομένου.
Άρθρο 82
Επιδόσεις
81.1 Έγγραφο, συμπεριλαμβανομένης πειθαρχικής απόφασης, που απευθύνεται ονομαστικά σε Εργαζόμενο, παραδίδεται με απόδειξη σε αυτόν.
82.2 Αν ο εν λόγω Εργαζόμενος, για οποιονδήποτε λόγο, δεν ανευρεθεί στον τόπο της εργασίας του ή στην κατοικία του που έχει δηλώσει στην Εταιρία, ή αν αρνηθεί να το παραλάβει, το έγγραφο τοιχοκολλάται και θεωρείται ότι έχει παραληφθεί από αυτόν την τρίτη ημέρα από την επόμενη της τοιχοκόλλησης. Η τοιχοκόλληση γίνεται στη λειτουργική μονάδα όπου ο Εργαζόμενος είναι τοποθετημένος, από τον επικεφαλής αυτής, ο οποίος και συντάσσει βεβαίωση για την ημέρα και ώρα της τοιχοκόλλησης και τους λόγους που την προκάλεσαν. Τη βεβαίωση αυτή συνυπογράφουν και δύο άλλοι Εργαζόμενοι που παρίστανται κατά την τοιχοκόλληση ως μάρτυρες.
83.3 Αντί της επίδοσης με τον τρόπο που ορίζεται πιο πάνω, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 83
Αναστολή ισχύος διατάξεων Κανονισμού
84.1 Σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή μερικής αδυναμίας λειτουργίας της Εταιρίας, δύναται να ανασταλεί η ισχύς όλων ή ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού.
84.2 Η αναστολή αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Στην απόφαση καθορίζονται τα άρθρα που αναστέλλονται, η διάρκεια αναστολής, οι ενδεχόμενες συνέπειές της και κάθε άλλο θέμα που ανακύπτει από αυτή.
Άρθρο 84
Έναρξη ισχύος
Ο Κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της κυρωτικής Υπουργικής Απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 85
Ένταξη σε Κλάδους
Το Προσωπικό, ανάλογα με τον Κλάδο στον οποίο θα απασχολείται κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, εντάσσεται στους Κλάδους που προβλέπονται από τον Κανονισμό, με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, ως εξής:
(α) Κλάδος Μηχανικών: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Διπλωματούχων Μηχανικών, Πτυχιούχων Μηχανικών ΤΕ και Τεχνικών Ασφάλειας
(β) Κλάδος Διοικητικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Τεχνικών Υπαλλήλων Σχεδιαστών, Διοικητικών και Οικονομικών, Μεταφραστών, Πληροφορικής και Δικηγόρων.
(γ) Κλάδος Κυκλοφορίας: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στον Κλάδο Σταθμαρχών και τον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών (δ) Κλάδος Τεχνικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Τεχνιτών Μηχανοστασίων – Εργοστασίων, Τεχνιτών Ηλεκτρολόγων – Ηλεκτρονικών, Προσωπικού Συντήρησης Γραμμής και Τεχνιτών Γραμμής, Χειριστών Μηχανημάτων Γραμμής και Έργου.
(ζ) Κλάδος Γενικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Χειριστών Μηχανών Εισόδου Πληροφοριών, Ιατρών, Ιατρών Εργασίας, Νοσοκόμων, Επισκεπτών Υγείας, Διαβιβαστών, Επιμελητών, Φυλάκων Εγκαταστάσεων, Προσωπικού Ασφαλείας, Οδηγών Αυτοκινήτων, Εργατών Μηχ/σιων - Εργ/σιων και Αποθηκών Υλικού και Διαχειριστών Υλικού.
Άρθρο 86
Ένταξη σε βαθμίδες
Το Προσωπικό, ανάλογα με την συνολική (πραγματική και αναγνωρισμένη) προϋπηρεσία του στην Εταιρία κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, που λαμβάνεται υπόψη (η προϋπηρεσία) στον υπολογισμό τυχόν αποζημίωσης απόλυσης, εντάσσεται σε βαθμίδες, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 8, με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου.
Άρθρο 87
Μεταβατικές πειθαρχικές διατάξεις
88.1 Πειθαρχικά αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού και επί των οποίων δεν έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις, διέπονται από τον παρόντα Κανονισμό. Όσες διαδικαστικές πράξεις έχουν ήδη διενεργηθεί με βάση τον παλαιό Γενικό Κανονισμό Προσωπικού, διέπονται ως προς το κύρος τους από αυτόν.
88.2 Πειθαρχικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την ισχύ του παρόντος εκτελούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα.
88.3 Στην παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού υπόκεινται και αυτά που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, αρχομένου του χρόνου προς παραγραφή από την τέλεση του αδικήματος.
88.4 Οι εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού θα πρέπει να έχουν εκδικαστεί μέσα σε ένα εξάμηνο και από τα Πειθαρχικά Συμβούλια ενώπιον των οποίων εκκρεμούν, με την ίδια σύνθεση που προβλεπόταν από τον προϊσχύσαντα ΓΕΚΑΠ, παρατεινόμενης αντίστοιχα της διάρκειας ισχύος των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Ορισμοί
Εκτός κι αν ρητώς ορίζεται διαφορετικά κατωτέρω, στον παρόντα Κανονισμό οι παρακάτω όροι θα έχουν τις παρακάτω έννοιες:
«Κανονισμός»: ο παρών Κανονισμός Εργασίας.
«Εταιρία»: η Ο.Σ.Ε. Α.Ε.
«Όμιλος»: ο όμιλος εταιριών στον οποίο ανήκει η Εταιρία.
«Διοίκηση»: τα πρόσωπα ή όργανα που εξουσιοδοτεί ο Διευθύνων Σύμβουλος να ασκούν κάποιες ή όλες από τις αρμοδιότητες που ο Κανονισμός αναθέτει στη Διοίκηση ή την Εταιρία.
«Εργαζόμενος», «Προσωπικό»: κάθε πρόσωπο που συνδέεται με την Εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
«Τακτικό Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που έχει τοποθετηθεί σε Οργανική Θέση.
«Δόκιμο Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που εκπαιδεύεται, μαθητεύει ή δοκιμάζεται για να καταστεί Τακτικό Προσωπικό.
«Έκτακτο Προσωπικό»: κάθε Εργαζόμενος που δεν κατέχει Οργανική Θέση, ούτε βρίσκεται σε δοκιμή.
«Οργανική Θέση»: θέση προβλεπόμενη από το εκάστοτε ισχύον οργανόγραμμα της Εταιρίας.
«Προϊστάμενος»: κάθε Εργαζόμενος που προΐσταται έστω και ενός συναδέλφου του.
«Εκπρόσωποι Εργαζομένων»: τα πρόσωπα που η κατά νόμο αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση ορίζει, με το νόμιμο τρόπο, να την εκπροσωπούν στα όργανα που προβλέπονται στον Κανονισμό ή εκλέγονται για να συμμετέχουν στα όργανα αυτά.
«Ενημέρωση»: η διαβίβαση στοιχείων από τη Διοίκηση στους Εκπροσώπους των Εργαζομένων προκειμένου να λάβουν γνώση του εκάστοτε θέματος.
«Διαβούλευση»: ο διάλογος μεταξύ Διοίκησης και Εκπροσώπων των Εργαζομένων.
«Έδρα»: κάθε τόπος της Ελλάδας όπου η Εταιρία λειτουργεί ή θα λειτουργήσει επιχείρηση ή εκμετάλλευση, σταθμό, γραφείο, υπηρεσία ή άλλη μονάδα.
«Τοποθέτηση»: ο καθορισμός της Οργανικής Θέσης του Εργαζομένου.
«Μετακίνηση»: η μεταφορά Εργαζομένου σε άλλη θέση, όμως εντός τού ιδίου νομού ή του Λεκανοπεδίου Αττικής.
«Μετάθεση»: η μεταφορά Εργαζομένου εκτός των γεωγραφικών πλαισίων της Μετακίνησης.
«Απόσπαση»: Μετάθεση Εργαζομένου, προσωρινά και για χρονικό διάστημα μέχρι ένα (1) έτος.
«Διακοπή»: το χρονικό διάστημα από την πραγματική λήξη της εργασίας κάποιου Εργαζομένου μέχρι την πραγματική έναρξη της εργασίας του την αμέσως προσεχή φορά.
Άρθρο 2
Γενικά
Με τον Κανονισμό Προσωπικού προβλέπονται κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού της Εταιρείας (ΟΣΕ), σε βάση ισότητας και αξιοκρατίας, την εξασφάλιση της σωστής επιλογής του προσωπικού, την ομαλή σταδιοδρομία του και την μέγιστη δυνατή απόδοση της εργασίας του.
Άρθρο 3
Πεδίο Εφαρμογής
2.1 Στις διατάξεις του Κανονισμού υπάγεται όλο το Προσωπικό, πλην των αναφερόμενων στον όρο 2.2.
2.2 Δεν υπάγονται στις διατάξεις του Κανονισμού:
(α) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, οι Γενικοί Διευθυντές, και τα, κατά νόμο και νομολογία, πρόσωπα διεύθυνσης και εμπιστοσύνης.
(β) Οι νομικοί σύμβουλοι και οι δικηγόροι.
(γ) Οι Εργαζόμενοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου και οι Εργαζόμενοι υπό δοκιμή.
(δ) Σύμβουλοι, ειδικοί συνεργάτες και άλλοι επαγγελματίες, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους, με μηνιαία αμοιβή ή με άλλο τρόπο αμοιβής, ανεξάρτητα από τη φύση της σχέσης τους με την Εταιρία.
2.3 Οι Γενικοί Διευθυντές που προέρχονται από το προσωπικό του ΟΣΕ και κατά τη διάρκεια της θητείας τους δεν έχουν χάσει την ιδιότητα του υπαλλήλου του ΟΣΕ υπάγονται στις διατάξεις του Κανονισμού αυτού μόνο σε ό,τι αφορά τη σταδιοδρομία τους ως υπαλλήλων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με άλλες ειδικότερες διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ
Άρθρο 4
Σχέση εργασίας
3.1 Το Προσωπικό συνδέεται με την Εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, αορίστου ή ορισμένου χρόνου.
3.2 Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου λήγει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνηθείσας διάρκειάς της, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καμία άλλη διατύπωση και απαγορευμένης της, για οποιονδήποτε λόγο, μετατροπής της σε σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
Άρθρο 5
Πράξη πρόσληψης
4.1 Το Προσωπικό προσλαμβάνεται όπως ο εκάστοτε ισχύων, εφαρμοστέος νόμος ορίζει.
4.2 Η σύμβαση εργασίας είναι έγγραφη και περιλαμβάνει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και τον κλάδο τού νεοπροσλαμβανομένου.
4.3 Σε κάθε προσλαμβανόμενο χορηγείται αντίγραφο του Κανονισμού, και κάθε άλλου κανονισμού που τυχόν ισχύει, ο νεοπροσλαμβανόμενος αυτός δε δηλώνει εγγράφως στη σύμβαση εργασίας του ότι αποδέχεται ανεπιφύλακτα το περιεχόμενό τους και δεν είναι δυνατόν στο μέλλον να επικαλεστεί άγνοια αυτών.
Άρθρο 6
Εκπαίδευση – Μαθητεία - Δοκιμή
5.1 Κάθε νεοπροσλαμβανόμενος διανύει τη δοκιμαστική περίοδο που ορίζει εκάστοτε η Διοίκηση για τον κλάδο και τη βαθμίδα του, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη.
5.2 Η δοκιμαστική περίοδος μπορεί να περιλαμβάνει εκπαίδευση και μαθητεία.
5.3 Στο πέρας της τυχόν εκπαίδευσης ή / και μαθητείας, ο νεοπροσλαμβανόμενος υποβάλλεται υποχρεωτικά σε εξετάσεις. Ο αποτυγχάνων επανεξετάζεται και, σε περίπτωση νέας αποτυχίας, απολύεται. Ο μαθητευόμενος, προ της επιτυχίας του στις παραπάνω εξετάσεις, δεν θα εκτελεί υπεύθυνη εργασία. Κάθε λεπτομέρεια σχετική με τις εξετάσεις καθορίζεται από τη Διοίκηση.
5.4 Στο πέρας της δοκιμαστικής περιόδου το Δόκιμο Προσωπικό αξιολογείται. Αν, λαμβάνοντας υπόψη και την έκθεση αξιολόγησης, η Διοίκηση κρίνει ότι επιθυμεί την παραμονή του Εργαζομένου, τον εντάσσει στο Τακτικό Προσωπικό. Σε αντίθετη περίπτωση, τον απολύει. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η απόλυση του υπό δοκιμασία Εργαζομένου και πριν από τη λήξη του χρόνου της δοκιμαστικής περιόδου, σε περίπτωση συνδρομής σπουδαίου λόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Άρθρο 7
Καθορισμός θέσεων εργασίας κτλ
Οι θέσεις εργασίας, οι ειδικότητες, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες που περιλαμβάνει κάθε μία, τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτεί η κατάληψη κάθε μίας, και γενικά καθετί σχετικό με την οργάνωση της λειτουργίας της Εταιρίας καθορίζεται, μέσα στα πλαίσια του νόμου, από τη Διοίκηση, μετά από διαβούλευση με τους Εκπροσώπους των Εργαζομένων.
Άρθρο 8
Κλάδοι Προσωπικού
7.1 Οι κλάδοι του Τακτικού Προσωπικού είναι οι εξής:
(α) Μηχανικών,
(β) Διοικητικής Υποστήριξης,
(γ) Κυκλοφορίας,
(δ) Τεχνικής Υποστήριξης,
(ε) Γενικής Υποστήριξης,
7.2 Κάθε Εργαζόμενος μπορεί να απασχοληθεί μόνο σε ειδικότητες του Κλάδου που ανήκει, εκτός κι αν συμφωνήσει εγγράφως με την Εταιρία τη μεταφορά του σε άλλο Κλάδο. Στην περίπτωση αυτή, η έγγραφη συμφωνία μεταφοράς σε άλλο Κλάδο υπογράφεται και κατατίθεται στο φάκελο του Εργαζομένου.
Άρθρο 9
Βαθμίδες Προσωπικού
8.1 Οι βαθμίδες του Τακτικού Προσωπικού είναι οι εξής:
Βαθμίδα Προϋπηρεσία
Βαθμίδα 4 αμέσως με την πρόσληψη
Βαθμίδα 3 5 χρόνια
Βαθμίδα 2 9 χρόνια
Βαθμίδα 1 13 χρόνια
8.2 Κάθε Εργαζόμενος μπορεί να απασχοληθεί μόνο σε θέσεις της βαθμίδας που ανήκει. Όμως, η βαθμίδα είναι κατά τα λοιπά ανεξάρτητη της οργάνωσης της Εταιρίας και πάντως της ιεραρχίας, υπό την έννοια αφενός ότι η Εταιρία δικαιούται να επιλέξει για συγκεκριμένη θέση υποψήφιο βαθμίδας κατώτερης απ’ αυτήν άλλων υποψηφίων, εφόσον η θέση έχει προκηρυχθεί για αμφότερες τις βαθμίδες, κι αφετέρου ότι Εργαζόμενος κατώτερης βαθμίδας δικαιούται να προΐσταται Εργαζομένου ανώτερης βαθμίδας.
8.3 Προώθηση στην επόμενη βαθμίδα συντελείται για κάθε Εργαζόμενο την 1η Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί το ημερολογιακό έτος στη διάρκεια του οποίου ο Εργαζόμενος συμπλήρωσε το χρόνο παραμονής που αναγράφεται έναντι της βαθμίδας του στους πίνακες του όρου 9.1, υπό τις εξής πρόσθετες προϋποθέσεις:
(α) Ότι σε βάρος του Εργαζομένου δεν εκκρεμεί πειθαρχική δίωξη ή διαδικασία,
(β) Ότι ο Εργαζόμενος δεν καταδικάστηκε πειθαρχικώς τελεσιδίκως κατά τη διετία που προηγείται της συμπλήρωσης του χρόνου παραμονής στη βαθμίδα,
(γ) Ότι ο Εργαζόμενος πληροί τις όποιες προϋποθέσεις τού εκάστοτε συστήματος αξιολόγησης για προώθηση σε άλλη βαθμίδα.
8.4 Η προώθηση στην επόμενη βαθμίδα ανακοινώνεται στον Εργαζόμενο με έγγραφο της Εταιρίας, το οποίο κατατίθεται στο φάκελό του.
8.5 Η κατοχή πτυχίου αποδεικνύεται με την κατάθεση του οικείου τίτλου σπουδών στην Εταιρία. Για την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής θα εφαρμόζεται η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Σε περίπτωση κατάθεσης περισσότερων τίτλων σπουδών, για τον προσδιορισμό της βαθμίδας λαμβάνεται υπόψη μόνον ένας, ο υψηλότερος, άλλως, σε περίπτωση ισόβαθμων, ο υποδεικνυόμενος από τον Εργαζόμενο. Αν Εργαζόμενος λάβει πρώτο, άλλο ή νέο πτυχίο ενόσω εργάζεται στην Εταιρία, και πάλι εφαρμόζονται οι κανόνες της παρούσας παραγράφου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Άρθρο 10
Διαδικασία Αξιολόγησης
Η επαγγελματική απόδοση κάθε Εργαζομένου αξιολογείται. Ο χρόνος, η περιοδικότητα, η μεθοδολογία, τα κριτήρια και εν γένει η διαδικασία αξιολόγησης καθορίζονται και μεταβάλλονται από τη Διοίκηση, εντός του πλαισίου του νόμου. Εν συνεχεία, ανακοινώνονται στο Προσωπικό και ισχύουν για το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Άρθρο 11
Χρόνος Αξιολόγησης
Αξιολόγηση λαμβάνει χώρα ιδίως:
(α) Στο πέρας της δοκιμής για κάθε Εργαζόμενο υπό δοκιμή.
(β) Τουλάχιστο μία φορά ανά ημερολογιακό έτος για κάθε Εργαζόμενο.
(γ) Σε οιοδήποτε άλλο πρόσθετο χρονικό σημείο κρίνει η Διοίκηση ότι απαιτείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 12
Τοποθέτηση – Εκτός έδρας απασχόληση
11.1 Η Τοποθέτηση αποφασίζεται από τη Διοίκηση.
11.2 Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης νεοπροσλαμβανομένου, τόπος εργασίας του είναι αυτός στον οποίο γίνεται η εκπαίδευση.
11.3 Εκτός έδρας απασχόληση θεωρείται η άνευ μεταθέσεως ή αποσπάσεως, μικρής διάρκειας, προσωρινή απασχόληση του Εργαζόμενου εκτός του τόπου της εκάστοτε απασχόλησής του, με εντολή της Εταιρίας. Αν ζητηθεί από τον Εργαζόμενο να εργαστεί εκτός της έδρας του, ο Εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να το πράξει. Σε περίπτωση διανυκτέρευσης εκτός έδρας και ανάλογα με την παροχή τροφής ή / και στέγης, εφαρμόζεται ο νόμος.
Άρθρο 13
Μετακίνηση – Μετάθεση – Απόσπαση
12.1 Η Μετακίνηση, η Μετάθεση και η Απόσπαση αποφασίζονται από τη Διοίκηση.
12.2 Για τη Μετάθεση θα πρέπει να έχουν περάσει δύο (2) χρόνια από την προηγούμενη Μετάθεση ή Τοποθέτηση του Εργαζομένου.
12.3 Για την Απόσπαση θα πρέπει να έχει περάσει ένας (1) χρόνος από την προηγούμενη Μετάθεση ή Τοποθέτηση ή το πέρας της προηγούμενης Απόσπασης του Εργαζομένου.
12.4 Κατ’ εξαίρεση και προ της παρόδου των χρονικών διαστημάτων των δύο προηγούμενων όρων, η Μετάθεση ή Απόσπαση επιτρέπεται:
(α) Με αμοιβαία αίτηση των ενδιαφερομένων.
(β) Σε περίπτωση που συντρέχουν ειδικά αιτιολογημένοι λόγοι εξαιρετικής υπηρεσιακής ανάγκης.
12.5 Σε περίπτωση Μετάθεσης, η Εταιρία δικαιούται να καλύπτει το κόστος μεταφοράς της οικοσκευής του μετατιθέμενου και της οικογένειάς του, καθώς και να του παρέχει άδεια για τακτοποίηση εκκρεμοτήτων κτλ, μέσα στα πλαίσια της τυχόν εκάστοτε ισχύουσας πολιτικής της για τα ζητήματα αυτά.
Άρθρο 14
Τίτλοι – Δικαίωμα Υπογραφής
13.1 Η χορήγηση από την Εταιρία σε Εργαζόμενο οποιουδήποτε τίτλου και / ή δικαιώματος εκπροσώπησης και / ή υπογραφής γίνεται πάντοτε αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών – λειτουργικών αναγκών της Εταιρίας, δεν συνδέεται με ορισμένη θέση ή βαθμίδα, ούτε με οποιαδήποτε συγκεκριμένα καθήκοντα, δεν συνεπάγεται την απόκτηση οποιουδήποτε δικαιώματος από τον Εργαζόμενο, ανεξάρτητα από το διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η χορήγηση, και μπορούν να ανακληθούν οποτεδήποτε.
13.2 Τα ανωτέρω ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς ανάγκη ρητής επανάληψης της άνω επιφύλαξης σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση χορήγησης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 15
Διάρκεια της εργασίας
Η διάρκεια, η έναρξη και η λήξη του ωραρίου εργασίας, καθετί σχετικό με την παροχή της εργασίας σε εναλλασσόμενες ομάδες εργασίας (βάρδιες), εν γένει το πρόγραμμα εργασίας καθορίζεται από τη Διοίκηση, κατ’ εφαρμογή και εντός των ορίων του νόμου, σε συνδυασμό και με τις λοιπές διατάξεις του Κανονισμού. Κάθε αντίθετη διάταξη, εγκύκλιος κτλ καταργείται.
Άρθρο 16
Νυχτερινή εργασία
15.1 Το Προσωπικό, όταν καλείται, είναι υποχρεωμένο να παρέχει τις υπηρεσίες του και κατά τις νυχτερινές ώρες.
15.2 Με εξαίρεση τις περιπτώσεις ειδικής υπηρεσιακής ανάγκης ή ιδιαίτερων συνθηκών, το Προσωπικό πρέπει να εναλλάσσεται ως προς την παροχή νυκτερινής εργασίας. Η εναλλαγή πρέπει να πραγματοποιείται το πολύ κάθε 10 ημέρες συνεχούς νυκτερινής εργασίας.
Άρθρο 17
Ανελλιπής Εργασία
16.1 Το Προσωπικό οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά το ωράριο εργασίας, αλλά και πέραν αυτού εφόσον οι υπηρεσιακές ανάγκες το απαιτούν.
16.2 Αν κατά τις ημέρες εργασίας υπάρξει περίπτωση εορτασμού εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος πανελλήνιας σημασίας, με έγκριση της Διοίκησης μπορεί να διακόπτεται για ορισμένο χρονικό διάστημα η εργασία του Προσωπικού για να δίδεται σε αυτό η δυνατότητα να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις που θα οργανώνονται με την ευκαιρία των γεγονότων αυτών, και η παραπάνω συμμετοχή θα θεωρείται σαν εκτέλεση εργασίας. Στην περίπτωση αυτήν, όσοι από το Προσωπικό, λόγω της ιδιομορφίας της προσφερόμενης από αυτούς εργασίας, εργασθούν κανονικά, δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα ιδιαίτερης αμοιβής για την απασχόλησή τους κατά τη διάρκεια της διακοπής ή για παροχή μειωμένης εργασίας κάποια άλλη ημέρα.
16.3 Το διάλειμμα, η μετάβαση προς την εργασία και η επιστροφή απ’ αυτήν δεν θεωρούνται ως χρόνος εργασίας.
Άρθρο 18
Ημέρες ανάπαυσης και γενικής αργίας
17.1 Ημέρες ανάπαυσης είναι οι Κυριακές και τα Σάββατα ή οι ημέρες της εβδομάδας που τις αντικαθιστούν.
17.2 Ημέρες γενικής αργίας είναι:
α. Η Πρωτοχρονιά.
β. Τα Θεοφάνεια.
γ. Η Καθαρή Δευτέρα.
δ. Η 25η Μαρτίου.
ε. Η Μεγάλη Παρασκευή.
στ. Το Μεγάλο Σάββατο.
ζ. Η Δευτέρα του Πάσχα.
η. Η Πρωτομαγιά.
θ. Του Αγίου Πνεύματος.
ι. Της Κοίμησης της Θεοτόκου (15 Αυγούστου).
ια. Η 28η Οκτωβρίου.
ιβ. Τα Χριστούγεννα.
ιγ. Η επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων.
Άρθρο 19
Αναπαύσεις
18.1 Η ελάχιστη διάρκεια της ανάπαυσης είναι 24 ώρες από την πραγματική λήξη της εργασίας. Οι συνεχόμενες αναπαύσεις προσαυξάνουν τον παραπάνω χρόνο κατά 24 ώρες για κάθε χορηγούμενη, επιπλέον της μιας, ανάπαυση.
18.2 Όταν οι υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν επιτρέπεται η συνεχόμενη χορήγηση των αναπαύσεων που περιλαμβάνονται μέσα στον ημερολογιακό μήνα.
18.3 Προσωπικό που απέχει από την εργασία λόγω θέσης του σε αργία, προσωρινής παύσης, ασθένειας, τραυματισμού κατά τη διάρκεια της εργασίας του και άδειας κάθε είδους, πλην της κανονικής, δεν δικαιούται τις αναπαύσεις και τις αργίες που περιλαμβάνονται μέσα στο χρόνο της απουσίας του, καθώς θεωρούνται ότι πραγματοποιήθηκαν μέσα στο χρόνο της απουσίας του.
18.4 Σε περίπτωση αυθαίρετης απουσίας για μια (1) τουλάχιστον ημέρα, το Προσωπικό δεν δικαιούται ισάριθμες της αυθαίρετης απουσίας αναπαύσεις.
18.5 Σε περίπτωση επιβολής ποινής προσωρινής παύσης, το Προσωπικό δεν δικαιούται τις αναπαύσεις που οφείλονταν πριν την απουσία του και αρχίζει ο υπολογισμός των αναπαύσεων από την ημέρα που αναλαμβάνει εκ νέου εργασία.
18.6 Κατά τις αναπαύσεις το Προσωπικό απαλλάσσεται από κάθε εργασία.
Άρθρο 20
Εργασία κατά τις ημέρες ανάπαυσης ή / και γενικής αργίας
Το Προσωπικό, όταν καλείται, είναι υποχρεωμένο να παρέχει τις υπηρεσίες του κατά τις ημέρες ανάπαυσης, καθώς και κατά τις ημέρες γενικής αργίας, δικαιούμενο των προσαυξήσεων και πρόσθετων παροχών που προβλέπονται από τον εκάστοτε ισχύοντα, εφαρμοστέο νόμο για αυτή τη μορφή εργασίας.
Άρθρο 21
Διακοπή
20.1 Η διακοπή πρέπει να είναι το λιγότερο στη μεν έδρα 12 ώρες, εκτός δε της έδρας 8 ώρες. Σε περιπτώσεις καθυστέρησης ή άλλων έκτακτων συμβάντων επιτρέπεται μείωση μόνο στην έδρα και μέχρι 10 ώρες με την προϋπόθεση ότι το Προσωπικό δεν έχει εργαστεί συνέχεια περισσότερες από 16 ώρες.
20.2 Όταν πρόκειται για εργασία που παρέχεται σε εναλλασσόμενα κάθε ημέρα ωράρια (βάρδιες) και για το σκοπό της εναλλαγής του προσωπικού, επιτρέπεται μια φορά την εβδομάδα η διακοπή μέσα στην έδρα να είναι δέκα (10) ώρες.
Άρθρο 22
Άδειες
Οι πάσης φύσεως και μορφής άδειες και όλα τα σχετικά ζητήματα προβλέπονται και ρυθμίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και κοινές διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας.
Άρθρο 23
Υπέρβαση χρονικών ορίων εργασίας κ.λπ.
Η εργασία του Προσωπικού πρέπει να ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και του Κανονισμού. Όμως, λόγω της ιδιομορφίας της παρεχόμενης από το Προσωπικό εργασίας, επιτρέπεται, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Αρχής, υπέρβαση των μέγιστων χρονικών ορίων εργασίας, των ελάχιστων χρονικών ορίων διακοπής και ανάπαυσης κτλ, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. Συγκρούσεων, εκτροχιάσεων, πλημμυρών και γενικά διακοπών συγκοινωνίας.
β. Καθυστέρησης αμαξοστοιχίας, εφόσον δεν αντικαθίσταται το Προσωπικό που έχει σχέση με την κίνηση, την εξασφάλιση της κυκλοφορίας και την υποδοχή στους Σταθμούς, Μηχανοστάσια κ.λπ.
γ. Κωλύματος ή καθυστέρησης του προσωπικού αλλαγής και εφόσον δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα αντικατάστασης.
δ. Εξαιρετικής συσσώρευσης εργασίας ή έκτακτης εργασίας, εξαιρετικά επείγουσας ανάγκης εξυπηρέτησης του κοινού, αναπλήρωσης των ωρών που χάθηκαν από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες για τις εκτελούμενες στο ύπαιθρο εργασίες της σιδηροδρομικής γραμμής, εκτέλεσης προπαρασκευαστικών ή συμπληρωματικών εργασιών, οι οποίες λόγω του είδους τους εκτελούνται έξω από το καθορισμένο για την κύρια εργασία χρονικό όριο ημερήσιας εργασίας.
Άρθρο 24
Αναστολή διατάξεων παρόντος Κεφαλαίου
Οι διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου μπορούν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, να ανασταλούν συνολικώς ή μερικώς, στις ακόλουθες περιπτώσεις και για το Προσωπικό, το οποίο, λόγω της ιδιότητάς του, πρέπει να τις αντιμετωπίσει:
α. Σε περίπτωση επιστράτευσης ή κάθε φορά που παρουσιάζεται ανάγκη εκτέλεσης, με ειδικές αμαξοστοιχίες, στρατιωτικών μεταφορών που έχουν σχέση με την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της χώρας, και
β. Σε περίπτωση μαζικής κένωσης θέσεων Προσωπικού ή γενικευμένης αδυναμίας του Προσωπικού να εργαστεί λόγω επιδημίας ή άλλης ασθένειας.
Άρθρο 25
Ανακοίνωση ωραρίου εργασίας
Στις λειτουργικές μονάδες τοιχοκολλάται πίνακας, στον οποίο φαίνονται οι ώρες εργασίας και τα διαλείμματα, για να λαμβάνει γνώση το Προσωπικό. Στην ίδια θέση τοιχοκολλάται και κάθε τροποποίηση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ - ΠΑΡΟΧΕΣ
Άρθρο 26
Ηθικές διακρίσεις
25.1 Η Διοίκηση δικαιούται να απονέμει ηθική διάκριση σε κάθε Εργαζόμενο που διακρίθηκε λόγω των εξαιρετικών πράξεών του ή της διαγωγής του κατά την εκτέλεση της εργασίας του. Η έννοια της εξαιρετικής πράξης, το είδος της ηθικής διάκρισης και κάθε σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται κατά την κρίση της Διοίκησης.
25.2 Εξαιρετικές πράξεις ενδεικτικά είναι:
α. Η με αυτοθυσία επέμβαση προς αποτροπή κινδύνων που θα μπορούσαν να έχουν επιζήμιες συνέπειες στο Προσωπικό και υλικό.
β. Η, εκτός συνήθους κύκλου επιθεωρήσεων, ανακάλυψη και έγκαιρη αναφορά σοβαρού τεχνικού σφάλματος επί σιδηροδρομικού ή μη υλικού, από το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί ατύχημα.
γ. Η, πέρα από τα όρια συμβατικών υποχρεώσεων, επαγγελματική απόδοση, που αποδεικνύεται με εκθέσεις των Προϊσταμένων.
δ. Η άμεση παράδοση στην Εταιρία απολεσθέντων αντικειμένων.
25.3 Οι ηθικές διακρίσεις ενδεικτικά είναι:
α. Ευαρέσκεια
β. Άδεια με αποδοχές
25.4 Η πράξη και οι λόγοι απονομής της ηθικής διάκρισης ανακοινώνεται σε όλες τις λειτουργικές μονάδες.
25.5 Οι πιο πάνω εξαιρετικές πράξεις συνεκτιμώνται κατά τις αναθέσεις καθηκόντων και σε κάθε περίπτωση διάκρισης που θα έχει σχέση με την εξέλιξη και σταδιοδρομία του προσωπικού.
Άρθρο 27
Εργοδοτικές παροχές
26.1 Εκτός του συνολικού συμβατικού μισθού, κάθε άλλη παροχή σε είδος ή σε χρήμα (π.χ. ασφαλιστικό πρόγραμμα που καλύπτει ζωή, υγεία, ατυχήματα, σύνταξη ή και οτιδήποτε άλλο, μεταφορά από και προς τον τόπο εργασίας, παροχή ή επιχορήγηση γευμάτων, δαπάνες εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης, παροχή προμηθειών, bonus, επιδόματος θέσεως ή οτιδήποτε σχετικού, καταβολή αυξημένων επιδομάτων, δώρων και αδείας, προσαυξημένων με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με συνυπολογισμό αναλογίας κάποιας οικειοθελούς παροχής, διάθεση αυτοκινήτου, δαπάνες κίνησης ή συμμετοχή στις δαπάνες κίνησης ή στις δαπάνες του αυτοκινήτου του Εργαζομένου, είτε βάσει τιμολογίων είτε με την καταβολή κατ’ αποκοπή ποσού, οδοιπορικά ή έξοδα παραστάσεως, διάθεση κινητού τηλεφώνου ή και τυχόν συμμετοχή στις δαπάνες του κινητού τηλεφώνου του Εργαζομένου ή και του τυχόν διατεθέντος από την Εταιρία στον Εργαζόμενο κινητού τηλεφώνου, κ.ά.), ακόμη κι αν αυτή επαναλαμβάνεται τακτικά και μακροχρόνια, είναι οικειοθελής και η Εταιρία επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να την τροποποιεί ή και να την καταργεί οποτεδήποτε, μονομερώς και ελευθέρως
26.2 Τα ανωτέρω ισχύουν σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς ανάγκη ρητής επανάληψης της άνω επιφύλαξης σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση χορήγησης κάποιας παροχής.
Άρθρο 28
Στολές και είδη ιματισμού
27.1 Η Εταιρία δικαιούται να απαιτεί από το Προσωπικό να φέρει στολή κατά τη διάρκεια της εργασίας του.
27.2 Η στολή και τα διάφορα είδη ιματισμού χορηγούνται από την Εταιρία προς το προσωπικό του, ως χρησιδάνειο. Το Προσωπικό υποχρεούται να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση και να τα επιστρέφει στην Εταιρία όταν ζητηθούν. Η στολή χορηγείται στο Προσωπικό για την καλύτερη εκτέλεση της εργασίας και για λόγους υγιεινής και ασφάλειας, σε καμία δε περίπτωση δεν έχει χαρακτήρα αντιπαροχής για την προσφερόμενη εργασία ή όποια έννοια οικονομικής ενίσχυσης του προσωπικού.
27.3 Απαγορεύεται η ολική ή μερική παραποίηση της στολής. Το Προσωπικό υποχρεούται να φέρει στολή με όλα τα εξαρτήματα αυτής και η εμφάνιση αυτής πρέπει να είναι επιμελημένη.
27.4 Η συχνότητα των χορηγήσεων, τα είδη και η ποσότητα του ιματισμού, η ποιότητα αυτού και γενικά κάθε θέμα που έχει σχέση με τις διαδικασίες χορηγήσεως ιματισμού καθορίζονται από τη Διοίκηση.
27.5 Η χρήση της στολής εκτός υπηρεσίας δεν επιτρέπεται εκτός από τη μετάβαση από και προς τους χώρους εργασίας.
27.6 Ο καθορισμός των στολών και η διατήρησή τους σε καλή κατάσταση γίνεται με ευθύνη του Προσωπικού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ – ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Άρθρο 29
Καθήκοντα - Απαγορεύσεις
28.1 Το Προσωπικό οφείλει ιδίως:
α. Να τηρεί τον Κανονισμό και τους κάθε φύσεως κανονισμούς, των οποίων άγνοια δεν μπορεί να επικαλείται, καθώς και τις οδηγίες, εγκυκλίους και εντολές της Διοίκησης.
β. Να εκτελεί με επιμέλεια την εργασία που του ανατίθεται και να προάγει και να προασπίζει τα συμφέροντα της Εταιρίας, υπηρετώντας ευσυνείδητα αυτά.
γ. Να διαφυλάσσει το επαγγελματικό απόρρητο και να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια για όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με την εργασία και ως προς ο,τιδήποτε αφορά την άσκηση των καθηκόντων του και γενικά ο,τιδήποτε περιέρχεται σε γνώση του κατά την άσκηση ή επ` αφορμή της άσκησης των καθηκόντων του, τόσο κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του, όσο και μετά την αποχώρησή του.
δ. Να προσέρχεται εμπρόθεσμα στον τόπο εργασίας για την έγκαιρη έναρξη της εργασίας και να τηρεί πιστά το εκάστοτε εφαρμοζόμενο ωράριο εργασίας.
ε. Να μην απομακρύνεται κατά τη διάρκεια της εργασίας του χωρίς άδεια του αρμόδιου Προϊστάμενου ή άλλου εξουσιοδοτημένου προς τούτο εταιρικού οργάνου.
στ. Να συμπεριφέρεται ευγενικά και πρόθυμα προς εξυπηρέτηση των συναλλασσομένων με την Εταιρία και ιδιαίτερα στο επιβατικό κοινό και να επιδεικνύει πνεύμα συνεργασίας με τους συναδέλφους του.
ζ. Να υπερασπίζεται και να διαφυλάσσει την κανονική λειτουργία της Εταιρίας, ώστε να μη βλάπτει τα συμφέροντά της, να εκτελεί την εργασία του σεβόμενος τα περιουσιακά στοιχεία της Εταιρίας, των οποίων του έχει ανατεθεί η χρήση, η λειτουργία ή η φύλαξη.
η. Να αναγγέλλει αρμοδίως και χωρίς καθυστέρηση κάθε γεγονός ή ενέργεια που υποπίπτει στην αντίληψή του, το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο στο Προσωπικό, το κοινό ή την Εταιρία.
θ. Να μην προσπαθεί να εξασφαλίσει, εκμεταλλευόμενος άμεσα ή έμμεσα την ιδιότητά του ως Εργαζομένου ή της θέσης του στην Εταιρία, πλεονεκτήματα ή άλλες ωφέλειες, είτε γι’ αυτόν είτε για τρίτα πρόσωπα.
ι. Να αποφεύγει κάθε πράξη ή δραστηριότητα, που οδηγεί σε χρήση μέσων, υποδομών, δεδομένων, προσβάσεων ή ανθρώπινου δυναμικού της Εταιρίας, για ίδιον όφελος ή συνδεομένων με αυτόν τρίτων προσώπων, ή που επηρεάζει προς όφελος του ιδίου ή προς όφελος τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου τις εν γένει υπηρεσιακές διαδικασίες της Εταιρίας, όπως, ενδεικτικά, συνάψεις συμβάσεων, χορηγήσεων ή προμηθειών.
ια. Να αποφεύγει κάθε είδους διακρίσεις, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ή παρενοχλήσεις.
Ιβ. Να απέχει από κάθε ενέργεια που θα δημιουργούσε, ή θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί, δεσμεύσεις έναντι τρίτων σε βάρος των συμφερόντων τής Εταιρίας.
ιγ. Να διατηρεί με επιμέλεια και σε καλή κατάσταση κάθε είδος που του παρέχεται από την Εταιρία στα πλαίσια της εκτέλεσης της εργασίας του.
ιδ. Να τηρεί τους όρους που επιβάλλει η υγιεινή και η ασφάλεια της Εταιρίας, να αναφέρει αρμοδίως κάθε δυσλειτουργία ή μηχανική βλάβη που παρουσιάζεται στις μηχανές, στον εξοπλισμό, τις εγκαταστάσεις κλπ., προκειμένου να διευθετείται η άμεση διόρθωσή τους.
ιε. Να γνωστοποιεί εγγράφως στην Εταιρία κάθε μεταβολή της οικογενειακής κατάστασης π.χ. γάμο, διάζευξη, γέννηση τέκνου, γάμο του τέκνου κ.λπ. το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πραγματοποίηση του γεγονότος.
ιστ. Να γνωστοποιεί αμέσως και εγγράφως στην Εταιρία κάθε αλλαγή της διευθύνσεως της κατοικίας του και τον αριθμό τηλεφώνου.
ιζ. Να αναφέρει στην Εταιρία εγγράφως, αμέσως μόλις περιέλθει σε γνώση του, ότι εκκρεμεί εναντίον του ποινική δίκη ή ότι του επιβλήθηκε ποινή.
ιη. Αν προσφύγει ενώπιον ποινικών δικαστηρίων για αδικήματα που σχετίζονται με οποιονδήποτε τρόπο με την εργασία, να το ανακοινώσει αμέσως στην Εταιρία.
ιθ. Να αναφέρεται ιεραρχικά, μέσω του άμεσα Προϊσταμένου του, υποβάλλοντας σε αυτόν κάθε αίτηση, αναφορά ή παράπονο για κάθε θέμα. Εάν παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από έναν μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αναφοράς και ο ενδιαφερόμενος δεν λάβει απάντηση, δικαιούται να απευθυνθεί απευθείας στη Διοίκηση.
κ. Να εκτελεί χωρίς αντίρρηση και με ακρίβεια τις εντολές των Προϊσταμένων του. Την υποχρέωση αυτήν την έχει το Προσωπικό, και όταν ακόμα νομίζει ότι οι εντολές που του δόθηκαν είναι αντίθετες προς διατάξεις ή δεν συμπεριλαμβάνονται μεταξύ των υπηρεσιακών του καθηκόντων. Σε αυτήν την περίπτωση θα εκτελέσει τη εντολή και αμέσως μετά οφείλει να αναφέρει ιεραρχικά εγγράφως την παράβαση. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η μη συμμόρφωση σε εντολή, μόνον αν από την εκτέλεση αυτής θα ήταν δυνατόν να τεθούν σε άμεσο και σοβαρό κίνδυνο η ασφάλεια κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και εγκαταστάσεων, πρόσωπα ή πράγματα και εφόσον δεν υπάρχει χρόνος να γίνει αναφορά για λήψη νεότερης εντολής στην αμέσως ανώτερη Προϊσταμένη Λειτουργική Μονάδα. Στην περίπτωση αυτήν είναι υποχρεωτικό να αναφερθούν γραπτά και χωρίς καμία καθυστέρηση οι λόγοι της μη εκτέλεσης της εντολής. Η αναφορά υποβάλλεται ιεραρχικά. Ακολουθεί υποχρεωτικά έρευνα και, αν τελικά αποδειχθεί τεκμηριωμένη η αναφορά, στοιχειοθετείται βαρύ πειθαρχικό αδίκημα αυτού που έδωσε την εντολή.
κα. Αν έχει αντίθετη γνώμη σε εντελλόμενη υπηρεσιακή ενέργεια, η οποία χρειάζεται την προσυπογραφή του ή τη θεώρησή του, να διατυπώσει γραπτά τις αντιρρήσεις του ή στο σχέδιο του εγγράφου ή σε ιδιαίτερη αναφορά του. Η απλή παράλειψη επιβαλλόμενης προσυπογραφής ή θεώρησης κάποιας ενέργειας δεν απαλλάσσει τον μην υπογράψαντα από την ευθύνη για την ενέργεια αυτήν.
κβ. Όποτε βρεθεί σε αναπόφευκτη και επείγουσα ανάγκη να λάβει με προσωπική του ευθύνη μέτρα αντίθετα στις υπηρεσιακές διατάξεις, οφείλει γι` αυτό να ενημερώσει με έγγραφη αναφορά του χωρίς καμία καθυστέρηση τον άμεσο Προϊστάμενό του, στην οποία να δικαιολογεί τη συγκεκριμένη ενέργειά του.
28.2 Απαγορεύεται σε κάθε Εργαζόμενο ιδίως:
α. Η απασχόληση κατά τις ώρες εργασίας σε προσωπικές ή ξένες προς την εργασία ασχολίες.
β. Κάθε απασχόληση ή συμμετοχή, με ή χωρίς αμοιβή, σε ομοειδείς ή ανταγωνιστικές προς την Εταιρία επιχειρήσεις, ή / και σε κάθε δραστηριότητα ανταγωνιστική.
γ. Απαγορεύεται η απασχόληση υφισταμένων από ιεραρχικά ανώτερο σε εργασίες ξένες προς την εργασία κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας ή και μετά από αυτό.
δ. Ο δανεισμός χρημάτων από υφισταμένους.
ε. Να δέχεται δώρα ή να εξασφαλίζει άμεσα ή έμμεσα υπέρ αυτού ή των οικείων του ωφελήματα κάθε φύσεως από την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων.
στ. Να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία για υποθέσεις της Εταιρίας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και έγκριση από τα αρμόδια όργανά της.
28.3 Εάν και στο μέτρο που η εκάστοτε πολιτική της Εταιρίας επιτρέπει την πρόσληψη συγγενών, ο Εργαζόμενος δεν δικαιούται, ούτε ατομικά λόγω θέσεως, ούτε μετέχοντας σε αρμόδια συλλογικά όργανα:
α. Να συμμετέχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην εξέταση, επίλυση, ή απόφαση επί ζητήματος ή υποθέσεως για το οποίο ο ίδιος ή συγγενής του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού, έχουν προφανές συμφέρον.
β. Να συμμετέχει στο ίδιο υπηρεσιακό συλλογικό όργανο με συγγενή του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού.
γ. Να τελεί σε σχέση υφισταμένου – προϊσταμένου με συγγενή του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού.
Η παράβαση της διάταξης αυτής αποτελείται λόγο ακυρότητας της σχετικής απόφασης συλλογικών οργάνων, εάν η σχέση που αποσιωπήθηκε επέδρασε ουσιωδώς στη διαμόρφωση της απόφασης αυτής.
28.4 Επιπλέον των προαναφερθέντων, ο Προϊστάμενος οφείλει ιδίως:
α. Να τηρεί απαρέγκλιτα όλες τις υποχρεώσεις του ως Εργαζομένου.
β. Να κατατοπίζει, εκπαιδεύει, αναπτύσσει και καθοδηγεί τους υφισταμένους του στο αντικείμενο της εργασίας τους και για κάθε γενικό θέμα που έχει σχέση με την εργασία.
γ. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοί του να λαμβάνουν γνώση των εντολών, οδηγιών, αποφάσεων και εγκυκλίων της Εταιρίας.
δ. Να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα με σεβασμό της προσωπικότητας των υφισταμένων και των συνεργατών του.
ε. Να μεριμνά για τον έγκαιρο ορισμό και προετοιμασία των αναπληρωτών του στα καθήκοντά του, εφόσον προβλέπονται.
στ. Να μεριμνά για τη δίκαιη και έγκαιρη διευθέτηση παραπόνων και προβλημάτων των υφισταμένων του.
ζ. Να δείχνει την πρέπουσα κατανόηση και ευαισθησία σε ανθρώπινα προβλήματα των υφισταμένων και των συνεργατών του.
η. Να μεριμνά ώστε οι υφιστάμενοί του να τηρούν πιστά τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.
θ. Να αξιολογεί αντικειμενικά τους υφισταμένους του.
ι. Να εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 30
Καταλογισμοί
29.1 Η Εταιρία είναι αποκλειστικά υπεύθυνη απέναντι των τρίτων για υλικές ζημιές, σωματικές βλάβες και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, που προξενήθηκαν σε αυτούς από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του Προσωπικού κατά την εκτέλεση της εργασίας. Το Προσωπικό καμία αστική ευθύνη δεν έχει έναντι τρίτων, αλλά μόνο έναντι της Εταιρίας.
29.2 Υλικές ζημίες, που προκαλούνται σε βάρος της Εταιρίας από υπαίτια πράξη ή παράλειψη του Προσωπικού, των οποίων το ποσό δεν είναι ανώτερο των δίμηνων αποδοχών του υπαιτίου, είναι δυνατόν να καταλογίζονται σε αυτόν, είτε στο σύνολο είτε σε τμήμα τους, άσχετα με την κίνηση πειθαρχικής ή ποινικής δίωξής του.
29.3 Ο καταλογισμός της ζημίας και ο καθορισμός του ποσοστού αυτής που καταλογίζεται γίνονται με βάση το βαθμό της υπαιτιότητας του Εργαζομένου και των συνθηκών που μεσολάβησαν.
29.4 Αρμοδιότητα καταλογισμού έχουν ο Διευθύνων Σύμβουλος για όλο το Προσωπικό, οι Γενικοί Διευθυντές για το Προσωπικό των Γενικών Διευθύνσεων που προΐστανται και οι Διευθυντές για το Προσωπικό των Διευθύνσεων που προΐστανται.
29.5 Αυτός, στον οποίο καταλογίστηκε η ζημία έχει δικαίωμα, μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της σχετικής απόφασης, να ζητήσει γραπτή αίτησή του την αναθεώρησή της από το Διευθύνοντα Σύμβουλο, προσκομίζοντας και κάθε χρήσιμο για την προκείμενη περίπτωση στοιχείο. Η αίτηση υποβάλλεται ιεραρχικά μέσω του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση καταλογισμού.
29.6 Η απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου επί της αίτησης αναθεώρησης πρέπει να εκδοθεί το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης, διαφορετικά θεωρείται ότι η αίτηση έγινε σιωπηρά αποδεκτή.
29.7 Το ποσό που καταλογίσθηκε με τελεσίδικη απόφαση παρακρατείται τμηματικά σε μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δέκατο (1/10) των μηνιαίων αποδοχών του Εργαζομένου.
29.8 Το δικαίωμα για καταλογισμό δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την παρέλευση ενός έτους, το οποίο αρχίζει, στη μεν περίπτωση άμεσης ζημίας της Εταιρίας από τότε που διαπιστώθηκε, στη δε περίπτωση καταβολής αποζημίωσης σε τρίτους, από τότε που την κατέβαλε η Εταιρία.
Άρθρο 31
Αχρεώστητες καταβολές
30.1 Αποδοχές που καταβλήθηκαν στο προσωπικό από την Εταιρία για οποιονδήποτε λόγο χωρίς να οφείλονται παρακρατούνται από τη μισθοδοσία επόμενων μηνών.
30.2 Η παρακράτηση γίνεται σε μηνιαίες δόσεις, που η καθεμία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από το 1/10 των αποδοχών του μήνα.
30.3 Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και σε οποιαδήποτε άλλη αχρεώστητη καταβολή.
30.4 Σε περίπτωση που Εργαζόμενος συμμετείχε με πράξη ή παράλειψή του στην αχρεώστητη καταβολή, στον ίδιο, η παρακράτηση γίνεται εφάπαξ και, εφόσον δεν επαρκεί το ποσό, η παρακράτηση γίνεται τους αμέσως επόμενους μήνες, ενώ παράλληλα υπέχει και πειθαρχικές ευθύνες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ`
Λύση εργασιακής σχέσης
Άρθρο 32
Απόλυση
Ανεξαρτήτως των λοιπών λόγων λύσης της εργασιακής σύμβασης, που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία και όλοι ισχύουν, η σύμβαση εργασίας λύεται και με μονομερή καταγγελία από μέρους της Εταιρίας (απόλυση). Όμως, Εργαζόμενος μπορεί να απολυθεί μόνο για τους παρακάτω λόγους:
α. Για λόγους που αφορούν στο πρόσωπό του, ιδίως για επαγγελματική ανεπάρκεια.
β. Για οικονομικοτεχνικούς λόγους.
Άρθρο 33
Ρυθμίσεις απόλυσης για λόγους
που αφορούν στο πρόσωπο του Εργαζομένου
32.1 Ανεξαρτήτως των όποιων απαιτήσεων του νόμου που όλες ισχύουν, για την εγκυρότητα της απόλυσης για λόγους που αφορούν στο πρόσωπο του Εργαζομένου, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς και οι εξής προϋποθέσεις:
α. Η καταγγελία να αποτελεί έσχατο μέσο, δηλαδή ο λόγος απόλυσης να συνίσταται σε γεγονός τέτοιο ή / και σε σειρά γεγονότων τέτοια που -κατ’ αντικειμενική κρίση και δεδομένων και όσων θα έχουν προηγηθεί (π.χ. συστάσεις, προειδοποιήσεις, αξιολογήσεις, μετάθεση κτλ -κατά περίπτωση και ανάλογα με την κάθε περίπτωση) να μην μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη η εξακολούθηση της σχέσης εργασίας.
β. Η καταγγελία να είναι αιτιώδης (όχι κατ’ ανάγκη αιτιολογημένη στο έγγραφό της).
32.2 Αν και για το κύρος της απόλυσης δεν απαιτείται σπουδαίος λόγος, σε κάθε περίπτωση σπουδαίο λόγο απόλυσης αποτελούν ιδίως τα εξής:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, εξαιρετικά βαριάς μορφής.
β. Άρνηση εκτέλεσης εντολής, από την οποία προκλήθηκε μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματική βλάβη σε πρόσωπο.
γ. Συμμετοχή σε κέρδος που εξαρτάται από τη διεξαγωγή της υπηρεσίας, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
δ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
ε. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
στ. Αυθαίρετη απουσία από την Υπηρεσία πέραν των δεκαπέντε (15) ημερών.
ζ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που έχει σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας αμαξοστοιχίων και εγκαταστάσεων.
η. Πράξεις κατάχρησης, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, εκβίασης, απιστίας και ψευδομαρτυρίας, ανεξάρτητα από το αν ασκήθηκε ποινική δίωξη.
θ. Βαριά αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματικές βλάβες σε πρόσωπα.
ι. Κατάχρηση εμπιστευμένης εξουσίας.
ια. Από πρόθεση παράβαση νόμων, κανονισμών ή εντολών που έχουν σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας αμαξοστοιχιών και εγκαταστάσεων, η οποία προκάλεσε, ή μπορούσε να προκαλέσει, μεγάλη ζημία στην Εταιρία ή σωματική βλάβη σε πρόσωπο.
Άρθρο 34
Ρυθμίσεις απόλυσης για λόγους
οικονομικοτεχνικούς
33.1 Σε περίπτωση κατάργησης θέσης ή μείωσης του αριθμού αυτών κτλ, για το Προσωπικό που πλεονάζει από την αιτία αυτήν εφαρμόζονται τα εξής:
α. Οι νεότεροι στη βαθμίδα, στην οποία έγινε η κατάργηση ή μείωση, θεωρούνται ότι κατέχουν ισάριθμες θέσεις της αμέσως κατώτερης βαθμίδας. Οι νεότεροι, που πλεονάζουν στη βαθμίδα αυτή, θεωρούνται ότι κατέχουν ισάριθμες θέσεις της αμέσως κατώτερης βαθμίδας κ.ο.κ., μέχρι της εισαγωγικής βαθμίδας. Οι πλεονάζοντες στην εισαγωγική βαθμίδα του Κλάδου μεταφέρονται στην εισαγωγική βαθμίδα άλλων Κλάδων, με σειρά που αρχίζει από τους αρχαιότερους στη βαθμίδα.
β. Από τους κατέχοντες τη βαθμίδα των θέσεων που καταργούνται ή μειώνονται απολύονται οι συμπληρώνοντες, μέσα σε μια διετία από την κατάργηση ή μείωση των θέσεων τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία. Αν αυτοί είναι περισσότεροι από όσους πρέπει να απολυθούν, απολύονται κατά σειρά και κατά περίπτωση οι έχοντες το μεγαλύτερο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας ή οι μεγαλύτεροι στην ηλικία.
γ. Αν παρά τη διαδοχική εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και με τη σειρά που κατατάσσεται το Προσωπικό, εξακολουθεί να πλεονάζει, απολύεται ανάλογος αριθμός Προσωπικού της εισαγωγικής βαθμίδας του Κλάδου, με σειρά που αρχίζει από τους δόκιμους ή μαθητευόμενους.
33.2 Όσοι δεν αποδέχονται τη μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, απολύονται λόγω κατάργησης θέσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι`
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Υποκεφάλαιο 1ο: Πειθαρχικά αδικήματα και ποινές
Άρθρο 35
Πειθαρχικά αδικήματα
34.1 Πειθαρχικό αδίκημα αποτελεί κάθε υπαίτια παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος που μπορεί να καταλογιστεί.
34.2 Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις του Προσωπικού, εντός και εκτός της Εταιρίας, όπως αυτές προκύπτουν από τις κείμενες διατάξεις, εγκυκλίους, οδηγίες, ανακοινώσεις και κανονισμούς, συμπεριλαμβανομένου του Κανονισμού.
Άρθρο 36
Πειθαρχικές ποινές
Οι πειθαρχικές ποινές είναι οι εξής:
α. Έγγραφη επίπληξη.
β. Πρόστιμο ενός τετάρτου (1/4) των ημερήσιων τακτικών αποδοχών, επιβαλλόμενο για μια (1) μέχρι τριάντα (30) ημέρες.
γ. Προσωρινή παύση από δέκα (10) ημέρες μέχρι τέσσερις (4) μήνες.
Άρθρο 37
Περιορισμός προστίμου
Το ποσό που παρακρατείται από τις αποδοχές κάποιου Εργαζομένου για την είσπραξη προστίμων δεν επιτρέπεται να υπερβεί το ένα όγδοο (1/8) των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του. Αν το πρόστιμο είναι μεγαλύτερο, το επιπλέον ποσό παρακρατείται, με τον πιο πάνω περιορισμό, από τις αποδοχές του επόμενου μήνα ή των επόμενων μηνών.
Άρθρο 38
Συνέπειες προσωρινής παύσης
37.1 Ο Εργαζόμενος, που εκτίει ποινή προσωρινής παύσης, δεν δικαιούται να εργαστεί και στερείται του συνόλου των τακτικών αποδοχών του.
37.2 Κατ’ εξαίρεση, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δικαιούται να αποφασίσει, ανάλογα με τη φύση του αδικήματος, την καταβολή μέρους των αποδοχών, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεπεράσει το μισό (1/2) αυτών.
37.3 Απαγορεύεται απόλυτα η καταβολή οποιουδήποτε ποσού αποδοχών στις περιπτώσεις που η ποινή της προσωρινής παύσης επιβλήθηκε για κάποιο από τα παρακάτω αδικήματα:
α. Δωροδοκία ή δωροληψία για χάρη πράξεως ή παραλείψεως που αφορά την Υπηρεσία και έγινε ή πρόκειται να γίνει, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
β. Συμμετοχή σε κέρδος που εξαρτάται από τη διεξαγωγή της υπηρεσίας, έστω και χωρίς παράβαση Κανονισμών.
γ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που έχει σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας, από την οποία προκλήθηκε ή ήταν δυνατό να προκληθεί ανωμαλία στην Υπηρεσία.
δ. Πράξεις κατάχρησης, κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης, πλαστογραφίας, εκβίασης, απιστίας και ψευδομαρτυρίας, ανεξάρτητα από ποινική δίωξη.
Άρθρο 39
Αδικήματα που τιμωρούνται με έγγραφη επίπληξη
Με την πειθαρχική ποινή της έγγραφης επίπληξης τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία δεν προκλήθηκε υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, μη σοβαρής μορφής.
γ. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία δεν προκλήθηκε, ούτε ήταν δυνατό να προκληθεί, καμία υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
δ. Εκτέλεση εργασίας χωρίς τη στολή ή τα άλλα εφόδια που προβλέπονται από το σχετικό Κανονισμό και εφόσον έχουν δοθεί στο Προσωπικό τα εφόδια αυτά.
Άρθρο 40
Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο μέχρι 15/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών
Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από ένα (1) μέχρι δεκαπέντε τέταρτα (15/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Καθυστέρηση προσέλευσης στην εργασία ή πρόωρη αποχώρηση, από την οποία προκλήθηκε υπηρεσιακή ανωμαλία ή ζημία στην Εταιρία.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα προς οιονδήποτε συνάδελφο, σοβαρής μορφής.
γ. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της εργασίας, μη σοβαρής μορφής.
δ. Αμέλεια στην εκπαίδευση.
ε. Αμέλεια, όχι βαριά, στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μη σοβαρή υπηρεσιακή ανωμαλία ή μικρή ζημία στην Εταιρία.
στ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί μια (1) ημέρα.
ζ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί μία (1) ημέρα.
η. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί μια (1) ημέρα.
Άρθρο 41
Αδικήματα που τιμωρούνται με πρόστιμο από 16/4 μέχρι 30/4 επί των τακτικών ημερήσιων αποδοχών
Με την πειθαρχική ποινή του προστίμου από δέκα έξι (16) μέχρι τριάντα τέταρτα (30/4) των τακτικών ημερήσιων αποδοχών τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Ανάρμοστη συμπεριφορά προς τρίτους κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, βαριάς μορφής.
β. Αναξιοπρεπής συμπεριφορά.
γ. Αυτόβουλη εγκατάλειψη θέσης που δεν έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας.
δ. Παρέμβαση υπέρ ή κατά τρίτου, χωρίς αρμοδιότητα.
ε. Άρνηση παραλαβής υπηρεσιακού εγγράφου ή λήψης γνώση αυτού, με υπογραφή.
στ. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.
ζ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες.
η. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί δύο (2) μέχρι τρεις (3) ημέρες
Άρθρο 42
Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση
από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες
Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από δέκα (10) μέχρι και εξήντα (60) ημέρες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, μη σοβαρής μορφής.
β. Συμπεριφορά που δεν συμβιβάζεται με την υπαλληλική ή συναδελφική ιδιότητα, προς οποιονδήποτε συνάδελφο.
γ. Συμπεριφορά στην εργασιακή ζωή που θίγει σοβαρά την υπαλληλική αξιοπρέπεια.
δ. Γνωστοποίηση γεγονότων ή πληροφοριών που έχουν σχέση με την εκτέλεση της εργασίας.
ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί τέσσερις (4) μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί τέσσερις (4) ημέρες μέχρι οκτώ (8) ημέρες.
η. Βαριά αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
θ. Χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για απόκτηση εύνοιας ή για πρόκληση ή ματαίωση εντολής της Εταιρίας.
ι. Μέθη σε ώρα υπηρεσίας Εργαζομένου που δεν έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια της κυκλοφορίας.
ια. Ψευδής επίκληση ασθένειας.
Άρθρο 43
Αδικήματα που τιμωρούνται με προσωρινή παύση
από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες
Με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από εξήντα μία (61) ημέρες μέχρι και τέσσερις (4) μήνες τιμωρούνται ιδίως τα εξής πειθαρχικά αδικήματα:
α. Αντιπειθαρχική συμπεριφορά προς τον Προϊστάμενο, σοβαρής μορφής.
β. Αντικανονική συμπεριφορά βαριάς μορφής έναντι ανωτέρων.
γ. Άρνηση εκτέλεσης εντολής, είτε χωρίς συνέπειες, είτε από την οποία προκλήθηκε, ή μπορούσε να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
δ. Δωροδοκία ή δωροληψία για πράξη ή παράλειψη που έγινε ή πρόκειται να γίνει, η οποία αφορά στην εργασία.
ε. Αδικαιολόγητη υπέρβαση χορηγηθείσας άδειας επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
στ. Αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετάβασης στη νέα θέση, σε περίπτωση μετάθεσης, επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
ζ. Αυθαίρετη απουσία από την εργασία επί εννέα (9) μέχρι δεκαπέντε (15) ημέρες.
η. Προφορική ή γραπτή αναφορά ή κατάθεση σε διοικητικές ανακρίσεις ψευδών γεγονότων.
θ. Από πρόθεση παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, μικρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
ι. Αμέλεια στην εκτέλεση της εργασίας ή του καθήκοντος, ή παράβαση Κανονισμών ή εντολών, από την οποία προκλήθηκε, ή ήταν δυνατό να προκληθεί, σοβαρή ζημία στην Εταιρία ή σε τρίτο.
ια. Μη αντικειμενική έκθεση του Προϊσταμένου για το Προσωπικό που υπάγεται σε αυτόν.
ιβ. Άρνηση μαρτυρίας ή παροχής σαφών και κατηγορηματικών πληροφοριών σε υπόθεση που έχει σχέση με την εργασία ή ενδιαφέρει την Εταιρία.
Άρθρο 44
Σχέση πειθαρχικού ελέγχου και απόλυσης
Η απόλυση δεν αποτελεί πειθαρχική ποινή και είναι ανεξάρτητη προς την πειθαρχική διαδικασία (η προσφυγή στην οποία δεν αποτελεί προαπαιτούμενο ή προϋπόθεση του κύρους της απόλυσης), διότι με την απόλυση απομακρύνεται ο Εργαζόμενος, η εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης του οποίου δεν μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη, ενώ με την πειθαρχική διαδικασία επιδιώκεται ιδίως ο συνετισμός του Εργαζομένου, ακριβώς επειδή η εξακολούθηση της εργασιακής του σχέσης μπορεί καλοπίστως και ευλόγως να απαιτηθεί από το μέσο καλόπιστο εργοδότη.
Άρθρο 45
Επιβαρυντικές περιπτώσεις – Ελαφρυντικά στοιχεία
47.1 Η συστηματική ή κατ’ εξακολούθηση διάπραξη αδικήματος θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
47.2 Η διάπραξη του ίδιου αδικήματος ή συγγενούς ή ανάλογου ή παρόμοιου με αδίκημα για το οποίο έχει ήδη τιμωρηθεί ο υπαίτιος (υποτροπή), θεωρείται ως ιδιαίτερα επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηση της ποινής.
47.3 Η υποτροπή είναι δυνατόν να επισύρει την ποινή του αμέσως επόμενου άρθρου από εκείνο που προβλέπει το πειθαρχικό αδίκημα, στην περίπτωση που για το προηγούμενο παράπτωμα επιβλήθηκε η ανώτατη ποινή που προβλέπεται από το οικείο άρθρο. Κατά την ίδια διαδικασία είναι δυνατόν να επιβληθεί ποινή του μεθεπόμενου άρθρου κ.ο.κ..
47.4 Η υποτροπή δεν έχει τις συνέπειες των δύο προηγούμενων παραγράφων, αν από την κοινοποίηση της απόφασης που επέβαλε την ποινή μέχρι τη διάπραξη του νέου αδικήματος πέρασε χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών.
47.5 Το αρμόδιο για την κρίση του αδικήματος όργανο, αν διαπιστώσει την ύπαρξη ειδικών ελαφρυντικών στοιχείων, δύναται, αντί της ποινής του άρθρου που τυχόν προβλέπει το αδίκημα, να επιβάλει ποινή του αμέσως προηγούμενου άρθρου. Στην περίπτωση αυτή, τα ειδικά ελαφρυντικά στοιχεία πρέπει απαραίτητα να αναφέρονται ρητά στη σχετική απόφαση επιβολής ποινής.
Υποκεφάλαιο 2ο: Εξάλειψη του αξιοποίνου
Άρθρο 46
Παραγραφή πειθαρχικών αδικημάτων
45.1 Τα πειθαρχικά αδικήματα παραγράφονται, δηλαδή δεν δικάζονται και παραμένουν ατιμώρητα, αν δεν κινηθεί πειθαρχική δίωξη εντός τριών (3) ετών από τη διάπραξή τους.
45.2 Πειθαρχικό αδίκημα, που είναι ταυτόχρονα και ποινικό, δεν παραγράφεται πριν από την παρέλευση του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται για το ποινικό. Στις περιπτώσεις αυτές, οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας διακόπτουν την παραγραφή του πειθαρχικού αδικήματος.
45.3 Η παραγραφή πειθαρχικού αδικήματος διακόπτεται με τη διάπραξη άλλου πειθαρχικού αδικήματος, που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή στη ματαίωση της κίνησης πειθαρχικής δίωξής του.
45.4 Πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί είναι δυνατόν να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής άλλου πειθαρχικού αδικήματος, αν το δεύτερο αδίκημα διαπράχθηκε προ της παραγραφής του πρώτου.
Άρθρο 47
Σχέση πειθαρχικής με ποινική δίκη
46.1 Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη δίκη.
46.2 Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική, είναι όμως δυνατό το αρμόδιο για την επιβολή της ποινής όργανο να διατάξει την αναστολή της για εξαιρετικούς λόγους, με απόφαση που δύναται ελεύθερα να ανακληθεί οποτεδήποτε.
46.3 Γεγονότα, που η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους διαπιστώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη στην πειθαρχική δίκη, όπως και στην ποινική.
Άρθρο 48
Συρροή αδικημάτων και ποινών
47.1 Για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα δεν ασκείται πειθαρχική δίωξη για δεύτερη φορά.
47.2 Για την ίδια πράξη επιβάλλεται μια πειθαρχική ποινή, έστω και αν η πράξη αυτή περιέχει τα στοιχεία περισσότερων πειθαρχικών αδικημάτων.
47.3 Με την ίδια απόφαση επιβάλλεται μόνο μια ποινή.
Άρθρο 49
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης
48.1 Αυτός που για οποιονδήποτε λόγο αποχώρησε από την εργασία δεν διώκεται πειθαρχικά, η πειθαρχική όμως δίκη που τυχόν είχε αρχίσει πριν από την αποχώρησή του συνεχίζεται και μετά τη λύση της εργασιακής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου.
48.2 Πειθαρχική δίωξη που άρχισε, συνεχίζεται υποχρεωτικά μόνο μετά από αίτηση του Εργαζομένου που αποχώρησε, η οποία υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την ημερομηνία της αποχωρήσεώς του.
Υποκεφάλαιο 3ο: Πειθαρχικές δικαιοδοσίες
Άρθρο 50
Δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών αδικημάτων
49.1 Η δίωξη και η τιμωρία του πειθαρχικού αδικήματος είναι καθήκον του οργάνου που είναι αρμόδιο για την επιβολή ποινής. Τυχόν παράλειψη τέτοιας δίωξης και τιμωρία συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του οργάνου αυτού.
49.2 Κατ’ εξαίρεση, μόνο για αδικήματα που δεν δικαιολογούν ποινή βαρύτερη της επίπληξης, η δίωξη εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων οργάνων αυτό, τα οποία λαμβάνουν υπόψη αφ` ενός το συμφέρον της Εταιρίας και αφ` ετέρου τη διαγωγή του κρινόμενου Εργαζομένου, στην εργασία και εκτός αυτής.
49.3 Στην τιμωρία το αρμόδιο όργανο κατέχει διακριτική εξουσία ως προς την επιμέτρηση της ποινής, αφού λάβει υπόψη του και τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου.
Άρθρο 51
Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι - Αρμοδιότητα
50.1 Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι είναι:
α. Ο Διευθύνων Σύμβουλος, για όλο το Προσωπικό.
β. Οι Γενικοί Διευθυντές, για το προσωπικό της Γενικής Διεύθυνση που προΐσταται ο καθένας.
γ. Ο επικεφαλής της λειτουργικής μονάδας που ασχολείται με το Ανθρώπινο Δυναμικό, για τους εκπαιδευόμενους και μαθητευόμενους.
δ. Κάθε άλλος Προϊστάμενος για κάθε υφιστάμενό του
50.2 Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι δικαιούνται να επιβάλουν τις ποινές της επίπληξης και του προστίμου.
50.3 Η αρμοδιότητα των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων είναι αμεταβίβαστη.
50.4 Οι Πειθαρχικώς Προϊστάμενοι ασκούν πειθαρχική δίωξη και δικάζουν αυτεπάγγελτα.
50.5 Αρμόδιος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος είναι αυτός στον οποίο υπαγόταν ο Εργαζόμενος κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
50.6 Αν περισσότεροι Πειθαρχικώς Προϊσταμένων επιληφθούν ή δικαιούνται να επιληφθούν του ίδιου αδικήματος, αρμόδιος είναι όποιος κάλεσε πρώτος σε απολογία.
50.7 Η έκδοση οριστικής απόφασης από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αποκλείει την επανεκδίκαση της ίδιας υπόθεσης από άλλο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, έστω και ανώτερο από αυτόν που δίκασε.
Άρθρο 52
Πειθαρχικά Συμβούλια - Αρμοδιότητα
51.1 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι:
α. Τα δύο (2) Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια.
β. Το ένα (1) Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
51.2 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια δικαιούνται να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή, με σεβασμό του Κανονισμού και της αρχής της αναλογικότητας.
51.3 Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια για την εκδίκαση αδικημάτων εκτός αρμοδιότητας των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων.
51.4 Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια λειτουργούν:
α. ένα στην Αθήνα, αρμόδιο για το Προσωπικό που εργάζεται οπουδήποτε, πλην Μακεδονίας και Θράκης,
β. ένα στη Θεσσαλονίκη, αρμόδιο για το Προσωπικό που εργάζεται στη Μακεδονία ή Θράκη.
51.5 Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί στην Αθήνα και είναι αρμόδιο για την εξέταση κάθε αίτησης αναθεώρησης κατά απόφασης Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 53
Σύνθεση και Συγκρότηση Πειθαρχικών Συμβουλίων
52.1 Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι πενταμελές και συγκροτείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.
52.2 Κάθε ένα (1) από τα δύο (2) Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από τέσσερις (4) Εργαζομένους της καταληκτικής βαθμίδας του Κλάδου τους που εργάζονται στην περιοχή αρμοδιότητας του καθενός Συμβουλίου και υποδεικνύονται από τη Διοίκηση και έναν (1) Εργαζόμενο που υποδεικνύεται από την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν υπάρχουν τέσσερις (4) Εργαζόμενοι, απασχολούμενοι στην περιοχή αρμοδιότητας, στις καταληκτικές βαθμίδες Κλάδων, τα υπάρχοντα κενά συμπληρώνονται με απασχολούμενος στην περιοχή αρμοδιότητας Εργαζόμενους, αλλά της αμέσως κατώτερης βαθμίδας. Αν η αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση δεν υποδείξει το κατά τα ανωτέρω μέλος Πειθαρχικού Συμβουλίου, θεωρείται ότι έχει υποδείξει τον Γενικό της Γραμματέα για κάθε ένα από τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια.
52.3 Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται:
α. Από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο ως Πρόεδρο. Τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, κωλυόμενο ή απόντα, αναπληρώνει ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ένας Γενικός Διευθυντής.
β. Από το Νομικό Σύμβουλο της Εταιρίας. Το Νομικό Σύμβουλο, κωλυόμενο ή απόντα, αναπληρώνει ο Αναπληρωτής του, ενώ, αν δεν έχει οριστεί τέτοιος, τον αναπληρώνει ο έχων τα περισσότερα έτη δικηγορίας, δικηγόρος της Εταιρίας.
γ. Από δύο (2) Εργαζομένους της καταληκτικής βαθμίδας του Κλάδου τους που υποδεικνύονται από τη Διοίκηση. Αν δεν υπάρχουν, τα υπάρχοντα κενά συμπληρώνονται με Εργαζόμενους της αμέσως κατώτερης βαθμίδας.
δ. Από έναν (1) Εργαζόμενο που υποδεικνύει η αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν υποδείξει κανένα, θεωρείται ότι έχει υποδείξει τον Πρόεδρό της.
52.4 Τα υποδεικνυόμενα από τη Διοίκηση μέλη, και ισάριθμα αναπληρωματικά, ορίζονται με επιστολή της προς την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση. Τα υποδεικνυόμενα από την αρμόδια συνδικαλιστική οργάνωση μέλη, και ισάριθμα αναπληρωματικά, ορίζονται με επιστολή της προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλο. Αμφότερες οι επιστολές πρέπει να έχουν παραληφθεί πριν από τις 20/12 κάθε έτους.
52.5 Οι Εισηγητές και οι Γραμματείς των Πειθαρχικών Συμβουλίων, και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο.
52.6 Η θητεία των μελών των Συμβουλίων είναι ετήσια, από 1/1 μέχρι 31/12 κάθε έτους, πλην όσων συμμετέχουν λόγω θέσεως, των Εισηγητών και των Γραμματέων. Κατά τη διάρκεια της θητείας δεν επιτρέπεται αντικατάσταση των μελών των Συμβουλίων χωρίς σοβαρή υπηρεσιακή αιτία, αυτής ελευθέρως εκτιμωμένης από το όργανο που είναι αρμόδιο για τη συγκρότησή τους.
52.7 Τα μέλη των Συμβουλίων δεν δικαιούνται αμοιβής ή αποζημίωσης για τη συμμετοχή τους σ’ αυτά και τις συνεδριάσεις τους.
Άρθρο 54
Συνεδριάσεις - Απαρτία - Πλειοψηφία
53.1 Κάθε Συμβούλιο συνέρχεται σε συνεδρίαση μετά από προηγούμενη έγγραφη πρόσκληση του Προέδρου του, στην οποία αναγράφονται τα θέματα (ημερήσια διάταξη), η ημέρα, η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης, ο οποίος πρέπει να είναι κάποιο γραφείο της Εταιρίας στον τόπο που λειτουργεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο.
53.2 Οι συνεδριάσεις κάθε Συμβουλίου δεν είναι δημόσιες.
53.3 Σε κάθε συνεδρίαση κάθε Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά, που υπογράφονται από τον Πρόεδρο, τα Μέλη και το Γραμματέα.
53.4 Κάθε Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία, αν παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) από τα Μέλη του, μεταξύ των οποίων και το υποδειχθέν από τη συνδικαλιστική οργάνωση. Αν δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται είκοσι τέσσερις (24) ώρες αργότερα, στο ίδιο μέρος, χωρίς νέα πρόσκληση, και απαρτία υπάρχει εφόσον παρίστανται τρία (3) οιαδήποτε Μέλη.
53.5 Κάθε Συμβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία επί των παρόντων και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η άποψη στην οποία δόθηκε η ψήφος του Προέδρου.
53.6 Η ψηφοφορία είναι φανερή και είναι υποχρεωτικό να ψηφίσουν όλα τα παρόντα Μέλη.
53.7 Αν κατά την ψηφοφορία σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, τότε γίνεται ψηφοφορία για τον αποκλεισμό των περισσότερων γνωμών, αρχής γενομένης από την ασθενέστερη. Αν περισσότερες από τις ασθενέστερες γνώμες συγκεντρώνουν ίσο αριθμό ψήφων, γίνεται ψηφοφορία για τον αποκλεισμό μιας από αυτές. Η διαδικασία αυτή εξαντλείται όταν σχηματισθεί πλειοψηφία.
53.8 Αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι αυτό, στην περιοχή αρμοδιότητας του οποίου ήταν τοποθετημένος ο Εργαζόμενος κατά το χρόνο τέλεσης του αδικήματος.
53.9 Αν περισσότερα Πειθαρχικά Συμβούλια δικαιούνται να επιληφθούν του ίδιου αδικήματος, αρμόδιο είναι αυτό της Αθήνας.
Άρθρο 55
Αίτηση εξαίρεσης
54.1 Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε Πειθαρχικά Συμβούλια:
α. Των αναφερόμενων στο άρθρο 28.3.
β. Κάθε Εργαζομένου που έχει ιδιαίτερη φιλία και οικειότητα ή έχθρα με τον κρινόμενο.
γ. Κάθε Εργαζομένου που, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, συμμετείχε σε διοικητική εξέταση που τυχόν διενεργήθηκε για το συγκεκριμένο πειθαρχικό αδίκημα.
δ. Κάθε Εργαζομένου που έκρινε το αδίκημα σε α΄ βαθμό και εξέδωσε απόφαση, είτε ατομικά είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου.
54.2 Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να αιτηθεί την εξαίρεση ενός Μέλους. Αν αιτηθεί την εξαίρεση περισσότερων, η αίτηση εξετάζεται μόνο ως προς το πρώτο από τα εκεί αναφερόμενα. Η αίτηση ασκείται με έγγραφη αναφορά προς τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου στον οποίον εκκρεμεί η εκδίκαση του αδικήματος και οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου, να περιέχει όλους τους λόγους της εξαίρεσης και τα γεγονότα που αποδεικνύουν την ύπαρξή τους. Ο Πρόεδρος διαβιβάζει αμέσως την αίτηση στο προς εξαίρεση μέλος, το οποίο υποχρεούται να αναφερθεί αμέσως εγγράφως στους λόγους εξαίρεσης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται και συνεδριάζει, του υπό εξαίρεση Μέλους αντικαθιστάμενου από τον Αναπληρωτή του, και αποφασίζει σε μυστική συνεδρίαση επί της αίτησης. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το αναπληρωματικό Μέλος παραμένει στη θέση του εξαιρεθέντος. Αν η αίτηση απορριφθεί, το αναπληρωματικό Μέλος αποχωρεί και επανέρχεται αυτό του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις και υπό την προαναφερθείσα σύνθεση, το Συμβούλιο συνεχίζει περαιτέρω την εκδίκαση του αδικήματος.
54.3 Κάθε μέλος Πειθαρχικού Συμβουλίου που εκτιμά ότι υφίσταται λόγος εξαίρεσής του, οφείλει να αναφέρει σχετικά στο Συμβούλιο, αυτό δε, αφού συμπληρωθεί σύμφωνα με τα παραπάνω, αποφασίζει.
54.4 Για την όλη διαδικασία, κατά το παρόν άρθρο συντάσσεται ιδιαίτερο πρακτικό, στο οποίο καταχωρείται η απόφαση του Συμβουλίου.
54.5 Δεν γίνεται δεκτή αίτηση εξαίρεσης μέλους Συμβουλίου που έχει συγκροτηθεί ειδικά σύμφωνα με το παρόν άρθρο και συνέρχεται για κρίση της αίτησης εξαίρεσης.
Υποκεφάλαιο 4ο: Πειθαρχικές διαδικασίες
Άρθρο 56
Διαπίστωση τέλεσης αδικήματος
55.1 Ο Προϊστάμενος, σε γνώση του οποίου περιήλθαν με οιονδήποτε τρόπο σοβαρές υπόνοιες περί τέλεσης πειθαρχικού αδικήματος, οφείλει να προβεί αμέσως σε προκαταρκτική άτυπη συλλογή πληροφοριών και στοιχείων για το αδίκημα και τις συνθήκες τέλεσής του.
55.2 Αν ο διενεργήσας την προκαταρκτική εξέταση δεν έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, υποβάλλει ιεραρχικά στον Προϊστάμενό του, που έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, το φάκελο που σχηματίσθηκε. Σε αντίθετη περίπτωση, τον κρατεί ο ίδιος.
55.3 Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο Προϊστάμενος που έχει πειθαρχική δικαιοδοσία, αν κρίνει ότι δεν υφίσταται περίπτωση πειθαρχικής δίωξης, τερματίζει την υπόθεση, με έκθεσή του που υποβάλλεται με το φάκελο στον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, ο οποίος είναι αρμόδιος είτε να τερματίσει οριστικά την υπόθεση είτε να διατάξει νέα εξέταση. Αν αντιθέτως κρίνει ότι προκύπτει πειθαρχική ευθύνη, καλεί τον υπαίτιο σε απολογία και επιβάλλει την πρέπουσα ποινή, εκτός αν κρίνει ότι για το αδίκημα πρέπει να επιβληθεί ποινή μεγαλύτερη από τη δικαιοδοσία του, οπότε υποβάλει το φάκελο στον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενό του. Αν κριθεί ότι η υπόθεση είναι της δικαιοδοσίας Πειθαρχικού Συμβουλίου, η υπόθεση παραπέμπεται σε αυτό.
55.4 Ο Πειθαρχικώς Προϊστάμενος, που διενήργησε την εξέταση, δεν δικαιούται να μετάσχει του αρμόδιου για την εκδίκαση του αδικήματος Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 57
Κλήση σε απολογία
56.1 Κανένας δεν τιμωρείται χωρίς να απολογηθεί.
56.2 Η κλήση σε απολογία είναι έγγραφη και πρέπει να καθορίζει με την αποδιδόμενο πράξη, το πειθαρχικό αδίκημα που στοιχειοθετεί και την προθεσμία υποβολής της απολογίας, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών.
56.3 Η οποιαδήποτε τυχόν εξέταση του υπαίτιου κατά οποιοδήποτε στάδιο δεν αναπληρώνει την κλήση του σε απολογία.
56.4 Μετά την κλήση σε απολογία, η υπόθεση πρέπει να τερματισθεί με απόφαση, η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.
56.5 Η έγγραφη κλήση σε απολογία επιδίδεται κατά τα οριζόμενα στις σχετικές διατάξεις του Κανονισμού.
Άρθρο 58
Απολογία
57.1 Η απολογία είναι προφορική ή έγγραφη, ανάλογα με το τι επιλέγει ο απολογούμενος, υποβάλλεται δε εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε αυτήν. Η μη εμπρόθεσμος υποβολή απολογίας ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.
57.2 Για την προφορική απολογία συντάσσεται πρακτικό που υπογράφει ο απολογούμενος. Άρνηση υπογραφής ισοδυναμεί με άρνηση απολογίας.
57.3 Η άρνηση απολογίας τεκμαίρει ομολογία του αποδιδόμενου αδικήματος.
Άρθρο 59
Παραπομπή σε Πειθαρχικό Συμβούλιο
58.1 Για την παραπομπή υπόθεσης στο αρμόδιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος.
58.2 Η απόφαση για την παραπομπή ανακοινώνεται εγγράφως στον διωκόμενο.
Άρθρο 60
Σύγκληση Πειθαρχικού Συμβουλίου
59.1 Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκαλείται από τον Πρόεδρό του. Ο τόπος, η χρονολογία και η ώρα της συνεδρίασης γνωστοποιούνται στα Μέλη και στον παραπεμπόμενο τουλάχιστον προ 48 ωρών.
59.2 Ο παραπεμπόμενος οφείλει να παρευρίσκεται στον τόπο της συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά την ημέρα που συζητείται η υπόθεσή του. Η Εταιρία τον διευκολύνει, παρέχοντάς του την απαιτούμενη άδεια.
59.3 Ο παραπεμπόμενος δικαιούται να παραστεί μετά Δικηγόρου.
59.4 Αν η απουσία του παραπεμπομένου από το Συμβούλιο οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή / και στέρηση της προσωπικής του ελευθερίας ή / και ασθένειά του, σχετικά με την οποία δεν βεβαιώνεται από πιστοποιητικό Δημόσιου Νοσοκομείου ότι θα έχει λήξει εντός δεκαημέρου, η εκδίκαση της υπόθεσης προχωρά. Σε αντίθετη περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να αναβάλει μια μόνο φορά την εκδίκαση, οπότε ορίζει ταυτόχρονα νέα ημέρα συνεδρίασης μέσα σε δεκαπέντε (15) ημερολογιακές ημέρες. Στη μετ’ αναβολή συνεδρίαση η υπόθεση εκδικάζεται, ακόμη κι αν απουσιάζει ο παραπεμπόμενος και ανεξαρτήτως του λόγου της απουσίας του.
Άρθρο 61
Συζήτηση ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου
60.1 Κατά τη συζήτηση της πειθαρχικής υπόθεσης ενώπιον Συμβουλίου, αναγιγνώσκονται όλα τα έγγραφα που περιέχονται στο σχετικό πειθαρχικό φάκελο (παραπεμπτική πρόταση, απολογία του διωκομένου, καταθέσεις κτλ), καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που εισφέρει ο παραπεμπόμενος ή / και έχει περιέλθει σε γνώση του Συμβουλίου με οιονδήποτε άλλο τρόπο.
60.2 Το Συμβούλιο εξετάζει τον παραπεμπόμενο, εφόσον είναι παρών.
60.3 Το Συμβούλιο εξετάζει και κάθε μάρτυρα που προτείνει ο παραπεμπόμενος, αλλά όχι περισσότερους από δύο (2).
Άρθρο 62
Προθεσμία συζήτησης υποθέσεων
61.1 Όλες οι υποθέσεις που παραπέμπονται στο όποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο πρέπει να συζητούνται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της περί παραπομπής απόφασης του Διευθύνοντος Συμβούλου στον παραπεμπόμενο.
61.2 Παράταση της παραπάνω προθεσμίας επιτρέπεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μόνο με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Προέδρου του οικείου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 63
Εξουσίες Συμβουλίου
Κάθε Πειθαρχικό Συμβούλιο ερευνά την υπόθεση στην ουσία και δύναται να διατάξει νέες αποδείξεις και να ζητήσει νέες πληροφορίες που θεωρεί αναγκαίες.
Άρθρο 64
Παραβάσεις πειθαρχικής διαδικασίας
Οποιαδήποτε παράβαση ή αταξία σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία, που έλαβε χώρα μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσης από το όποιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, πρέπει να προβάλλεται από τον παραπεμπόμενο το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο Συμβούλιο, διαφορετικά δεν γίνεται δεκτή. Η αναφορά πρέπει να είναι έγγραφη, εάν υποβλήθηκε προ της συνεδρίασης, ενώ κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης μπορεί να είναι και προφορική, καταχωρούμενη υποχρεωτικά στα πρακτικά.
Υποκεφάλαιο 5ο: Πειθαρχικές αποφάσεις
Άρθρο 65
Λήψη απόφασης
Μετά το πέρας της συζήτησης της υποθέσεως το Συμβούλιο αποφαίνεται:
α. πρώτα επί του αν ο παραπεμπόμενος τέλεσε ή όχι την αποδιδόμενη πράξη,
β. σε καταφατική περίπτωση, επί του χαρακτηρισμού του αδικήματος και του άρθρου του Κανονισμού που το προβλέπει και το τιμωρεί, και
γ. επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί.
Άρθρο 66
Κείμενο απόφασης
65.1 Κάθε πειθαρχική απόφαση είναι έγγραφη.
65.2 Η πειθαρχική απόφαση πρέπει υποχρεωτικά να περιλαμβάνει:
α. Τον τόπο και τη χρονολογία έκδοσής της.
β. Τα ονοματεπώνυμα, τις βαθμίδες και τους κλάδους αυτών που εκδίκασαν την υπόθεση και αυτού που κρίθηκε.
γ. Το πειθαρχικό αδίκημα που αποδόθηκε στον κρινόμενο, το χρόνο και τον τόπο διάπραξής του.
δ. Την απολογία και, περιληπτικώς, την τυχόν προφορική αυτής υποστήριξη, ή τη ρητή ή σιωπηρή άρνηση απολογίας, καθώς και την κλήση ή μη κλήση σε προφορική ανάπτυξη της απολογίας.
ε. Την αιτιολογία της καταδίκης ή της απαλλαγής, συγκεκριμένα το χαρακτηρισμό του αδικήματος, τα άρθρα του Κανονισμού στα οποία θεμελιώνεται η απόφαση, τα στοιχεία που αποδείχθηκαν και από τα οποία προκύπτει ότι ο κρινόμενος υπέπεσε πράγματι στο αδίκημα που του αποδόθηκε, ή ότι συντρέχει λόγος απαλλαγής του, και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο απαραίτητο για τη θεμελίωσή της.
στ. Αν λήφθηκε ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία προκειμένου για πολυμελή δικαιοδοσία.
ζ. Την αθώωση αυτού που κρίθηκε ή η ποινή που του επιβλήθηκε.
65.3 Αναιτιολόγητες αποφάσεις Πειθαρχικού Συμβουλίου δύνανται να αναπέμπονται από το Διευθύνοντα Σύμβουλο στο ίδιο Συμβούλιο που τις εκδίκασε για επανεξέταση της υπόθεσης.
65.4 Η πειθαρχική απόφαση, αν μεν εκδίδεται από Πειθαρχικώς Προϊστάμενο, υπογράφεται από αυτόν, αν δε εκδίδεται από Πειθαρχικό Συμβούλιο, υπογράφεται από τον Πρόεδρο και το Γραμματέα του.
65.5 Οι πειθαρχικές αποφάσεις είναι υποχρεωτικές για την Εταιρία.
Άρθρο 67
Συνεργοί - Ηθικοί Αυτουργοί
66.1 Οι συνεργοί και οι ηθικοί αυτουργοί στη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος τιμωρούνται όπως και οι κύριοι παραβάτες.
66.2 Θεωρείται συνεργός και εκείνος που, έχοντας υποχρέωση να αναφέρει το αδίκημα, παρέλειψε να το πράξει.
Άρθρο 68
Συμψηφισμός προφυλάκισης ή φυλάκισης
με προσωρινή παύση
Η ποινή προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για αδίκημα το οποίο προκάλεσε και ποινική δίωξη, συμψηφίζεται με το χρόνο της προφυλάκισης ή της φυλάκισης για την ίδια αιτία.
Άρθρο 69
Εκτέλεση πειθαρχικών αποφάσεων
68.1 Η εκτέλεση των αποφάσεων των πολυμελών πειθαρχικών οργάνων, του Διευθύνοντος Συμβούλου, και Γενικού Διευθυντή, γίνεται με τη φροντίδα της αρμόδιας, κατά περίπτωση, λειτουργικής μονάδας.
68.2 Η εκτέλεση των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών δικαιοδοσιών, πλην των αναφερομένων στην προηγούμενη παράγραφο, γίνεται με μέριμνά τους.
68.3 Η εκτέλεση των αποφάσεων γίνεται σε έναν μήνα από την τελεσιδικία αυτών.
68.4 Αντίγραφο της πειθαρχικής απόφασης κοινοποιείται στον κριθέντα, στη λειτουργική μονάδα που εργάζεται και στη Διεύθυνση Προσωπικού.
Υποκεφάλαιο 6ο: Αναθεώρηση Ποινών
Άρθρο 70
Αποφάσεις υποκείμενες σε αναθεώρηση
69.1 Σε αναθεώρηση υπόκεινται :
α. Οι αποφάσεις των Πειθαρχικώς Προϊσταμένων, πλην του Διευθύνοντος Συμβούλου, που επιβάλλουν ποινή προστίμου.
β. Οι αποφάσεις ενός εκ των Πρωτοβάθμιων Πειθαρχικών Συμβουλίων που επιβάλλουν ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών.
69.2 Κακή σύνθεση του Πειθαρχικού Συμβουλίου αποτελεί λόγο αναθεώρησης, ανεξάρτητα από την ποινή που επιβλήθηκε.
Άρθρο 71
Δικαιούμενοι να υποβάλουν αίτηση αναθεώρησης
Δικαίωμα υποβολής αίτησης αναθεώρησης έχουν:
α. Αυτός που τιμωρήθηκε.
β. Κατά αποφάσεων μονομελών δικαιοδοσιών, κάθε ανώτερος πειθαρχικά αυτού που εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται.
γ. Κατά αποφάσεων Πρωτοβάθμιου Συμβουλίου, ο Διευθύνων Σύμβουλος ή οιοσδήποτε Γενικός Διευθυντής.
Άρθρο 72
Προθεσμία υποβολής αίτησης αναθεώρησης
71.1 Η προθεσμία άσκησης αίτησης αναθεώρησης είναι δεκαπενθήμερη και αρχίζει:
α. Στην περίπτωση άσκησης αυτής από τον τιμωρηθέντα, από την ημερομηνία που του κοινοποιήθηκε η απόφαση.
β. Στις λοιπές περιπτώσεις, από την κοινοποίηση ιεραρχικά της απόφασης στην αρμόδια Υπηρεσία ή στη Διεύθυνση Προσωπικού κατά περίπτωση.
71.2 Αν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, η πειθαρχική απόφαση γίνεται τελεσίδικη και εκτελεστή. Όμως, κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας η απόφαση του α΄ βαθμού τελεί υπό αναστολή, η οποία παρατείνεται μέχρι την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης, αν τέτοια ασκηθεί.
Άρθρο 73
Άσκηση αίτησης αναθεώρησης
Η αίτηση αναθεώρησης κατατίθεται, με απόδειξη:
α. Από τον τιμωρηθέντα, στη λειτουργική μονάδα όπου εργάζεται.
β. Από τον πειθαρχικώς ανώτερο, ασκείται με αναφορά του προς τον αρμόδιο να κρίνει αυτή, Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.
γ. Από το Διευθύνοντα Σύμβουλο και οιοδήποτε Γενικό Διευθυντή, με έγγραφο προς τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 74
Διαδικασία εκδίκασης αίτησης αναθεώρησης
73.1 Η πειθαρχική απόφαση με το σχετικό φάκελο και η ασκηθείσα αίτηση αναθεώρησης αποστέλλεται αμέσως στο αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης αναθεώρησης πειθαρχικό όργανο, που επίσης οφείλει να επιληφθεί αυτής το ταχύτερο.
73.2 Αρμόδιο όργανο για την εξέταση της αίτησης αναθεώρησης είναι:
α. Αν επιβλήθηκε ποινή προστίμου:
α.1 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον τιμωρηθέντα, ο αμέσως ανώτερος Πειθαρχικώς Προϊστάμενος αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
α.2 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον αμέσως ανώτερο Πειθαρχικώς Προϊστάμενο αυτού που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από τον αμέσως ανώτερο αυτού Πειθαρχικώς Προϊστάμενο.
α.3 Αν η αίτηση ασκήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
β. Αν επιβλήθηκε ποινή προσωρινής παύσης μεγαλύτερης των δέκα (10) ημερών, το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
73.3 Τα αρμόδια όργανα που εκδικάζουν αίτηση αναθεώρησης:
α. Εφόσον η αίτηση ασκήθηκε μόνον από τον τιμωρηθέντα, δεν δικαιούνται να χειροτερεύσουν τη θέση του.
β. Σε κάθε άλλη περίπτωση εξετάζουν την υπόθεση από την αρχή, δικαιούμενα τόσο να λάβουν υπόψη ακόμη και στοιχεία που δεν είχαν τεθεί υπόψη του αρμοδίου οργάνου στον α΄ βαθμό, όσο και να επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή της δικαιοδοσίας τους, ακόμη και βαρύτερη αυτής του α΄ βαθμού.
Άρθρο 75
Αναπομπή υπόθεσης στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο
Σε περίπτωση που γίνει δεκτή αίτηση αναθεώρησης για κακή σύνθεση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο αναπέμπει την υπόθεση στο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο για νέα εκδίκασή της.
Υποκεφάλαιο 7ο: Θέση σε αργία
Άρθρο 76
Αυτοδίκαιη θέση σε αργία
75.1 Τίθεται αυτοδίκαια σε αργία:
α.- Αυτός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία για λόγους προφυλάκισης ή δικαστικής απόφασης.
β.- Αυτός που τιμωρήθηκε με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσης πάνω από δύο (2) μήνες, μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης.
75.2 Όταν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο τέθηκε σε αργία ο Εργαζόμενος, η επαναφορά του στην εργασία γίνεται αυτοδίκαια. Στις περιπτώσεις της αργίας λόγω πειθαρχικής ποινής προσωρινής παύσης πάνω από δύο (2) μήνες, θεωρείται ότι εξέλιπε ο λόγος της αργίας μόλις παρέλθει ο χρόνος της προσωρινής παύσης, έστω και αν μέχρι τότε δεν έχει τελεσιδικήσει η πειθαρχική απόφαση.
75.3 Σε περίπτωση αποφυλάκισης με εγγύηση, αυτός που τελεί σε αργία, είναι δυνατόν να αναλάβει υπηρεσία με απόφαση του Διευθύνοντας Συμβούλου.
Άρθρο 77
Δυνητική θέση σε αργία
76.1 Είναι δυνατόν να τεθεί σε αργία Εργαζόμενος στις εξής περιπτώσεις:
α. Εάν εκκρεμεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη για κακούργημα, κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία, δωροδοκία, δωροληψία, παράβαση καθήκοντος ή για εγκλήματα κατά των ηθών, περί το νόμισμα, συκοφαντικής δυσφήμισης και εγκλήματα που αναφέρονται στο Ειδικό Μέρος (Α΄ Κεφάλαιο) του δευτέρου βιβλίου του Ποινικού Κώδικα, ανυποταξία ή λιποταξία.
β. Εάν υπάρχει κατ’ αυτού βάσιμη υπόνοια άτακτης διαχείρισης στηριζόμενη σε υπηρεσιακή έκθεση.
76.2 Για τη θέση σε αργία ή την επαναφορά από αυτήν αποφασίζει ο Διευθύνων Σύμβουλος ή τα εξουσιοδοτούμενα από αυτόν υπηρεσιακά όργανα.
76.3 Στην υπό στοιχείο α΄ περίπτωση της παραγράφου 76.1 ο Εργαζόμενος επανέρχεται αυτοδίκαια στην εργασία από της τελεσιδικίας της οριστικής ποινικής απόφασης, εφόσον εξακολουθεί η σχέση εργασίας.
76.4 Ο χρόνος της αργίας για την υπό στοιχείο β’ περίπτωση της παραγράφου 76.1 δεν μπορεί να παραταθεί πέραν του τριμήνου, μετά την πάροδο του οποίου η αργία λήγει αυτοδίκαια, εκτός εάν επιβλήθηκε στο μεταξύ πειθαρχική ποινή και υπάρχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου.
76.5 Η δυνητική αργία και η επαναφορά από αυτήν αρχίζει από την κοινοποίηση των σχετικών αποφάσεων.
Άρθρο 78
Αργία σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος
77.1 Σε περίπτωση κατάφωρου αδικήματος, ο Εργαζόμενος είναι δυνατόν να τεθεί αμέσως σε αργία από τον αρμόδιο πειθαρχικώς Προϊστάμενο, μόλις αυτός αντιληφθεί ή πληροφορηθεί το αδίκημα τούτο και εφόσον κρίνει ότι αυτό επιβάλλεται για την ομαλή εκτέλεση της εργασίας.
77.2 Ο πειθαρχικώς Προϊστάμενος, στην περίπτωση αυτή, οφείλει να αναφέρει, χωρίς καμία καθυστέρηση, ιεραρχικά τη θέση σε αργία στη Διοίκηση (Διευθύνοντα Σύμβουλο – Γενικούς Διευθυντές), η οποία δικαιούται να αποφασίσει την επαναφορά του Εργαζομένου στη εργασία.
77.3 Η επαναφορά στην εργασία γίνεται με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Γενικού Διευθυντή.
77.4 Ο χρόνος της αργίας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 30 ημερών.
Άρθρο 79
Συνέπειες αργίας
78.1 Αυτός που είναι σε αργία απέχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του, έχει όμως όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του σαν Εργαζόμενος και διατηρεί τα δικαιώματά του με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του Κανονισμού αυτού.
78.2 Κατά το χρόνο της αργίας καταβάλλεται στον Εργαζόμενο το πενήντα τοις εκατό (50%) των αποδοχών του.
78.3 Το ποσό των αποδοχών που παρακρατήθηκε επιστρέφεται στον Εργαζόμενο σε περίπτωση απαλλαγής του με τελεσίδικη απόφαση.
78.4 Ο χρόνος της αργίας συμψηφίζεται με το χρόνο της ποινής προσωρινής παύσης, που επιβλήθηκε για την ίδια αιτία. Για το χρονικό διάστημα που τυχόν διανύθηκε σε αργία επιπλέον της ποινής που επιβλήθηκε καταβάλλονται πλήρεις οι αποδοχές.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ`
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 80
Ατομικοί Φάκελοι
79.1 Για κάθε Εργαζόμενο τηρείται ατομικός φάκελος που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αφορούν γενικά στην εργασιακή του ιδιότητα, σχέση και σταδιοδρομία.
79.2 Κάθε Εργαζόμενος δικαιούται, με έγγραφη αίτησή του, να ενημερώνεται για το περιεχόμενο του ατομικού του φακέλου.
Άρθρο 81
Εκπαίδευση και Επιμόρφωση
80.1 Η εκπαίδευση του Προσωπικού και κάθε σχετική λεπτομέρεια αποφασίζεται από τη Διοίκηση.
80.2 Για την εξασφάλιση της συνεχούς αξιοποίησης και ενημέρωσής του, το Προσωπικό παρακολουθεί εκπαιδεύσεις, επιπλέον των υποχρεωτικών που κάθε φορά ορίζονται αρμοδίως, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνολογίας και της εκμετάλλευσης.
80.3 Οι προγραμματιζόμενες από την Εταιρία εκπαιδεύσεις είναι υποχρεωτικές για το προσωπικό. Ο τρόπος διαπίστωσης της απόδοσης του εκπαιδευόμενου προσωπικού γίνεται από τα αρμόδια όργανα της Εταιρίας. Η επίδοση του προσωπικού στις εκπαιδεύσεις λαμβάνεται υπόψη στην εξέλιξή του.
80.4 Η διδασκαλία αποτελεί υποχρέωση κάθε Εργαζομένου.
Άρθρο 82
Επιδόσεις
81.1 Έγγραφο, συμπεριλαμβανομένης πειθαρχικής απόφασης, που απευθύνεται ονομαστικά σε Εργαζόμενο, παραδίδεται με απόδειξη σε αυτόν.
82.2 Αν ο εν λόγω Εργαζόμενος, για οποιονδήποτε λόγο, δεν ανευρεθεί στον τόπο της εργασίας του ή στην κατοικία του που έχει δηλώσει στην Εταιρία, ή αν αρνηθεί να το παραλάβει, το έγγραφο τοιχοκολλάται και θεωρείται ότι έχει παραληφθεί από αυτόν την τρίτη ημέρα από την επόμενη της τοιχοκόλλησης. Η τοιχοκόλληση γίνεται στη λειτουργική μονάδα όπου ο Εργαζόμενος είναι τοποθετημένος, από τον επικεφαλής αυτής, ο οποίος και συντάσσει βεβαίωση για την ημέρα και ώρα της τοιχοκόλλησης και τους λόγους που την προκάλεσαν. Τη βεβαίωση αυτή συνυπογράφουν και δύο άλλοι Εργαζόμενοι που παρίστανται κατά την τοιχοκόλληση ως μάρτυρες.
83.3 Αντί της επίδοσης με τον τρόπο που ορίζεται πιο πάνω, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμοσθούν οι σχετικές διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 83
Αναστολή ισχύος διατάξεων Κανονισμού
84.1 Σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή μερικής αδυναμίας λειτουργίας της Εταιρίας, δύναται να ανασταλεί η ισχύς όλων ή ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού.
84.2 Η αναστολή αποφασίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Στην απόφαση καθορίζονται τα άρθρα που αναστέλλονται, η διάρκεια αναστολής, οι ενδεχόμενες συνέπειές της και κάθε άλλο θέμα που ανακύπτει από αυτή.
Άρθρο 84
Έναρξη ισχύος
Ο Κανονισμός τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσης της κυρωτικής Υπουργικής Απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 85
Ένταξη σε Κλάδους
Το Προσωπικό, ανάλογα με τον Κλάδο στον οποίο θα απασχολείται κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, εντάσσεται στους Κλάδους που προβλέπονται από τον Κανονισμό, με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου, ως εξής:
(α) Κλάδος Μηχανικών: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Διπλωματούχων Μηχανικών, Πτυχιούχων Μηχανικών ΤΕ και Τεχνικών Ασφάλειας
(β) Κλάδος Διοικητικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Τεχνικών Υπαλλήλων Σχεδιαστών, Διοικητικών και Οικονομικών, Μεταφραστών, Πληροφορικής και Δικηγόρων.
(γ) Κλάδος Κυκλοφορίας: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στον Κλάδο Σταθμαρχών και τον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών (δ) Κλάδος Τεχνικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Τεχνιτών Μηχανοστασίων – Εργοστασίων, Τεχνιτών Ηλεκτρολόγων – Ηλεκτρονικών, Προσωπικού Συντήρησης Γραμμής και Τεχνιτών Γραμμής, Χειριστών Μηχανημάτων Γραμμής και Έργου.
(ζ) Κλάδος Γενικής Υποστήριξης: εντάσσονται οι απασχολούμενοι στους Κλάδους Χειριστών Μηχανών Εισόδου Πληροφοριών, Ιατρών, Ιατρών Εργασίας, Νοσοκόμων, Επισκεπτών Υγείας, Διαβιβαστών, Επιμελητών, Φυλάκων Εγκαταστάσεων, Προσωπικού Ασφαλείας, Οδηγών Αυτοκινήτων, Εργατών Μηχ/σιων - Εργ/σιων και Αποθηκών Υλικού και Διαχειριστών Υλικού.
Άρθρο 86
Ένταξη σε βαθμίδες
Το Προσωπικό, ανάλογα με την συνολική (πραγματική και αναγνωρισμένη) προϋπηρεσία του στην Εταιρία κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού, που λαμβάνεται υπόψη (η προϋπηρεσία) στον υπολογισμό τυχόν αποζημίωσης απόλυσης, εντάσσεται σε βαθμίδες, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 8, με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου.
Άρθρο 87
Μεταβατικές πειθαρχικές διατάξεις
88.1 Πειθαρχικά αδικήματα που διαπράχθηκαν πριν από τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού και επί των οποίων δεν έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις, διέπονται από τον παρόντα Κανονισμό. Όσες διαδικαστικές πράξεις έχουν ήδη διενεργηθεί με βάση τον παλαιό Γενικό Κανονισμό Προσωπικού, διέπονται ως προς το κύρος τους από αυτόν.
88.2 Πειθαρχικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από την ισχύ του παρόντος εκτελούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα.
88.3 Στην παραγραφή των πειθαρχικών αδικημάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού υπόκεινται και αυτά που διαπράχθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, αρχομένου του χρόνου προς παραγραφή από την τέλεση του αδικήματος.
88.4 Οι εκκρεμείς πειθαρχικές υποθέσεις κατά την έναρξη ισχύος του Κανονισμού θα πρέπει να έχουν εκδικαστεί μέσα σε ένα εξάμηνο και από τα Πειθαρχικά Συμβούλια ενώπιον των οποίων εκκρεμούν, με την ίδια σύνθεση που προβλεπόταν από τον προϊσχύσαντα ΓΕΚΑΠ, παρατεινόμενης αντίστοιχα της διάρκειας ισχύος των.