Ένα τομέα που ιδιαίτερα συνέβαλε στην ανάπτυξη του ο σιδηρόδρομος τα δύσκολα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδος είναι και αυτός της κτηνοτροφίας. Εκατοντάδες τρένα και χιλιάδες βαγόνια ήταν στην διάθεση των κτηνοτροφών μας για την μετακίνηση τόσο των αιγοπροβάτων τους όσο και την μεταφορά των οικογενειών τους. Δυο φορές των χρόνο, Φθινόπωρο και Άνοιξη ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύουν από τις ορεινές περιοχές στις πεδινές και αντίστροφα προκειμένου να επιβιώσουν τα ζωντανά τους. Μια διαδικασία σκληρή και κοπιαστική αλλά παράλληλα με πολλά κοινωνικά προβλήματα. Σημαντικό ήταν το πρόβλημα και για τα παιδιά τα οποία πήγαιναν σχολείο. Δεν ήταν ότι το καλύτερο για την εκπαίδευσή τους αλλά και την συμβίωσή τους, με άλλους συνομήλικούς τους αν και στον τομέα της εκπαίδευσης των παιδιών οι γονείς φρόντιζαν να μην υπάρχει κενά στην μάθησή τους πληρώνοντας ιδιώτη δάσκαλο κατά την περίοδο της απουσίας τους. Παρά ταύτα ήταν από τις καταστάσεις της εποχής που ήταν υποχρεωμένα να υποστούν αυτό το μαρτύριο. Σε αυτόν τον αγώνα ο σιδηρόδρομος και οι σιδηροδρομικοί ήταν αρωγοί αφού συνέβαλαν και με τις δικές τους δυνάμεις στην προσπάθεια των κτηνοτρόφων. Ένας από τους υπαλλήλους του σιδηροδρόμου που έζησε την εποχή εκείνη ως σταθμάρχης στο σταθμό του Αμυνταίου είναι ο κ. Αθανασίου Γιώργος συνταξιούχος σήμερα του Ο.Σ.Ε. μας είπε για την εποχή των μεταναστεύσεων των κτηνοτροφών μας : «Γνωρίζαμε ότι κάθε Φθινόπωρο και Άνοιξη οι κτηνοτρόφοι μετακομίζανε από τα ορεινά στα πεδινά και αντίστροφα . Έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να έχουμε έτοιμα βαγόνια για την μεταφορά τους. Ο αριθμός των μεταφερομένων ζώων ήταν τόσο μεγάλος που τα υπάρχοντα ειδικά βαγόνια δεν επαρκούσαν και χρησιμοποιούσαμε βαγόνια εμπορικής μεταφοράς με πρόνοια πάντα την ασφαλή μεταφορά τους. Το γεγονός ότι έφυγαν από το σταθμό του Αμυνταίου μέρα παρά μέρα 50 αμαξοστοιχίες προς τα πεδινά δείχνει το μέγεθος της μεταφοράς που γινότανε. Το κάθε βαγόνι κόστιζε τότε 632 δραχμές και για τα μικρά βαγόνια που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά των αποσκευών τους περίπου 200 δραχμές. Ζούσαμε και εμείς οι υπάλληλοι την αγωνία αυτών των ανθρώπων και τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε παρότι είχαμε και άλλες μεγάλες μεταφορές» θυμάται ο κ. Αθανασίου. Ένας από τους ανθρώπους που έζησε την εποχή της μετανάστευσης είναι και ο συνταξιούχος σήμερα του ΟΓΑ κ. Καραϊσκος Δημήτριος κάτοικος του χωριού Νυμφόπετρα Λαγκαδά, από τον οποίο ζητήσαμε να μας αφηγηθεί την εμπειρία του και να τι μας είπε: « Φεύγαμε από το χωριό κάθε Άνοιξη για τα ορεινά μέρη γιατί εδώ το καλοκαίρι δεν υπήρχε βοσκή. Κάναμε πεζοπορία με τα ζώα δυο και τρεις ημέρες για να φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη. Περισσότερο περπατούσαμε την νύχτα για να μην υπάρχει πρόβλημα με την κυκλοφορία των οχημάτων για αυτό και πολλές φορές νυστάζαμε στον δρόμο. Ήμασταν και νεαροί και ο ύπνος ήταν για εμάς το μεγάλο πρόβλημα. Το δρομολόγιό μας ήταν καθορισμένο αφού φτάναμε στο Άγιο Βασίλειο βγαίναμε στο Δερβένι και από εκεί στην Ευκαρπία. Την νύχτα, για να μην αναστατώνουμε την πόλη, περνούσαμε την οδό Λαγκαδά και από τον Βαρδάρη και βγαίναμε στον παλιό εμπορικό σταθμό. Εκεί τα φορτώναμε σε βαγόνια και τα μεταφέραμε στην Βέροια και από εκεί πάλι με τα ποδιά στα βοσκοτόπια στην περιοχή της Καστανιάς. Για τα παιδιά που είχαν πρόβλημα με το σχολείο το καλοκαίρι πληρώναμε ιδιώτη δάσκαλο για να μην χάνουν τα μαθήματά τους. Η σχέση μας με του εντόπιους ήταν πολύ καλή και αυτό γιατί είχαμε γίνει μεταξύ μας γνωστή μετά από σαράντα χρόνια της εκεί παρουσίας μας. Το Φθινόπωρο άρχιζε η επιστροφή. Πρέπει να πω ότι εμείς δεν χρησιμοποιούσαμε μεταφορικό μέσο και γινότανε μετά πόδια κάναμε περίπου δυο εβδομάδες και περισσότερο για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ήταν δύσκολα χρόνια» κατέληξε ο κ. Καραϊσκος. Ποιος άραγε θα μπορούσε να διαφωνήσει;
Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2009
Το τρένο στην υπηρεσία των κτηνοτρόφων
Ένα τομέα που ιδιαίτερα συνέβαλε στην ανάπτυξη του ο σιδηρόδρομος τα δύσκολα χρόνια της μεταπολεμικής Ελλάδος είναι και αυτός της κτηνοτροφίας. Εκατοντάδες τρένα και χιλιάδες βαγόνια ήταν στην διάθεση των κτηνοτροφών μας για την μετακίνηση τόσο των αιγοπροβάτων τους όσο και την μεταφορά των οικογενειών τους. Δυο φορές των χρόνο, Φθινόπωρο και Άνοιξη ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύουν από τις ορεινές περιοχές στις πεδινές και αντίστροφα προκειμένου να επιβιώσουν τα ζωντανά τους. Μια διαδικασία σκληρή και κοπιαστική αλλά παράλληλα με πολλά κοινωνικά προβλήματα. Σημαντικό ήταν το πρόβλημα και για τα παιδιά τα οποία πήγαιναν σχολείο. Δεν ήταν ότι το καλύτερο για την εκπαίδευσή τους αλλά και την συμβίωσή τους, με άλλους συνομήλικούς τους αν και στον τομέα της εκπαίδευσης των παιδιών οι γονείς φρόντιζαν να μην υπάρχει κενά στην μάθησή τους πληρώνοντας ιδιώτη δάσκαλο κατά την περίοδο της απουσίας τους. Παρά ταύτα ήταν από τις καταστάσεις της εποχής που ήταν υποχρεωμένα να υποστούν αυτό το μαρτύριο. Σε αυτόν τον αγώνα ο σιδηρόδρομος και οι σιδηροδρομικοί ήταν αρωγοί αφού συνέβαλαν και με τις δικές τους δυνάμεις στην προσπάθεια των κτηνοτρόφων. Ένας από τους υπαλλήλους του σιδηροδρόμου που έζησε την εποχή εκείνη ως σταθμάρχης στο σταθμό του Αμυνταίου είναι ο κ. Αθανασίου Γιώργος συνταξιούχος σήμερα του Ο.Σ.Ε. μας είπε για την εποχή των μεταναστεύσεων των κτηνοτροφών μας : «Γνωρίζαμε ότι κάθε Φθινόπωρο και Άνοιξη οι κτηνοτρόφοι μετακομίζανε από τα ορεινά στα πεδινά και αντίστροφα . Έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι να έχουμε έτοιμα βαγόνια για την μεταφορά τους. Ο αριθμός των μεταφερομένων ζώων ήταν τόσο μεγάλος που τα υπάρχοντα ειδικά βαγόνια δεν επαρκούσαν και χρησιμοποιούσαμε βαγόνια εμπορικής μεταφοράς με πρόνοια πάντα την ασφαλή μεταφορά τους. Το γεγονός ότι έφυγαν από το σταθμό του Αμυνταίου μέρα παρά μέρα 50 αμαξοστοιχίες προς τα πεδινά δείχνει το μέγεθος της μεταφοράς που γινότανε. Το κάθε βαγόνι κόστιζε τότε 632 δραχμές και για τα μικρά βαγόνια που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά των αποσκευών τους περίπου 200 δραχμές. Ζούσαμε και εμείς οι υπάλληλοι την αγωνία αυτών των ανθρώπων και τους βοηθούσαμε όσο μπορούσαμε παρότι είχαμε και άλλες μεγάλες μεταφορές» θυμάται ο κ. Αθανασίου. Ένας από τους ανθρώπους που έζησε την εποχή της μετανάστευσης είναι και ο συνταξιούχος σήμερα του ΟΓΑ κ. Καραϊσκος Δημήτριος κάτοικος του χωριού Νυμφόπετρα Λαγκαδά, από τον οποίο ζητήσαμε να μας αφηγηθεί την εμπειρία του και να τι μας είπε: « Φεύγαμε από το χωριό κάθε Άνοιξη για τα ορεινά μέρη γιατί εδώ το καλοκαίρι δεν υπήρχε βοσκή. Κάναμε πεζοπορία με τα ζώα δυο και τρεις ημέρες για να φτάσουμε στην Θεσσαλονίκη. Περισσότερο περπατούσαμε την νύχτα για να μην υπάρχει πρόβλημα με την κυκλοφορία των οχημάτων για αυτό και πολλές φορές νυστάζαμε στον δρόμο. Ήμασταν και νεαροί και ο ύπνος ήταν για εμάς το μεγάλο πρόβλημα. Το δρομολόγιό μας ήταν καθορισμένο αφού φτάναμε στο Άγιο Βασίλειο βγαίναμε στο Δερβένι και από εκεί στην Ευκαρπία. Την νύχτα, για να μην αναστατώνουμε την πόλη, περνούσαμε την οδό Λαγκαδά και από τον Βαρδάρη και βγαίναμε στον παλιό εμπορικό σταθμό. Εκεί τα φορτώναμε σε βαγόνια και τα μεταφέραμε στην Βέροια και από εκεί πάλι με τα ποδιά στα βοσκοτόπια στην περιοχή της Καστανιάς. Για τα παιδιά που είχαν πρόβλημα με το σχολείο το καλοκαίρι πληρώναμε ιδιώτη δάσκαλο για να μην χάνουν τα μαθήματά τους. Η σχέση μας με του εντόπιους ήταν πολύ καλή και αυτό γιατί είχαμε γίνει μεταξύ μας γνωστή μετά από σαράντα χρόνια της εκεί παρουσίας μας. Το Φθινόπωρο άρχιζε η επιστροφή. Πρέπει να πω ότι εμείς δεν χρησιμοποιούσαμε μεταφορικό μέσο και γινότανε μετά πόδια κάναμε περίπου δυο εβδομάδες και περισσότερο για να φτάσουμε στον προορισμό μας. Ήταν δύσκολα χρόνια» κατέληξε ο κ. Καραϊσκος. Ποιος άραγε θα μπορούσε να διαφωνήσει;