Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Το τελευταίο τρένο

«ΑΠΟ αύριο ηλεκτροδοτείται το σιδηροδρομικό τμήμα μεταξύ Οινόης και Χαλκίδας»... Η ανακοίνωση εξεδόθη από τον ΟΣΕ για να πληροφορήσει το κοινό ότι το ηλεκτροδοτούμενο δίκτυό του μεγάλωσε κατά το προαναφερόμενο τμήμα του. Πότε; Μόλις την περασμένη Τετάρτη 28 Απριλίου 2010. Πάνω από έναν αιώνα από την εφαρμογή του ηλεκτρισμού στους σιδηροδρόμους της Ευρώπης! Και αρκετές δεκαετίες από την πρώτη μεταφορά της στην Ελλάδα.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ είναι μια τυπική ανακοίνωση μιας ΔΕΚΟ. Στην ουσία πρόκειται για ένα ακόμη δείγμα εθνικής υστέρησης. Παραπέμπει εκεί που παραπέμπουν τα πάντα την τελευταία περίοδο: στη διαπίστωση ότι όλα τα κάνουμε καθυστερημένα. Σχεδόν ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι την κατάλληλη ώρα, για να κάνουμε την κατάλληλη επένδυση.
ΚΑΙ όταν την κάνουμε τελικά- και αφού την ακριβοπληρώνουμε συνήθως- οι συνθήκες έχουν αλλάξει και δεν αποδίδει.
Ο ΟΣΕ, καλή ώρα, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συνεχίζει ασθμαίνων- σαν τις παλιές αμαξοστοιχίες του- την ηλεκτροδότηση των γραμμών του με καθυστέρηση, ενώ έχει εξελιχθεί εν τω μεταξύ στη μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής οικονομίας. ΚΟΣΤΙΖΕΙ στον κρατικό προϋπολογισμό κάπου δύο εκατομμύρια ευρώ την ημέρα. Είναι μεταφορικό μέσο με λίγους επιβάτες.
ΓΙΑΤΙ δεν χρησιμοποιείται ο ελληνικός σιδηρόδρομος όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη; Απλούστατα, γιατί όταν διαμορφώνονταν οι μεταφορικές ανάγκες προσώπων και προϊόντων, το δίκτυό του είχε ακόμη την ταχύτητα του αραμπά.
ΣΗΜΕΡΑπου αλλάζει, δεν υπάρχουν ανάγκες να καλύψει.
ΕΝ κατακλείδι: η προβολή του παραδείγματος της ηλεκτροδότησης των γραμμών του ΟΣΕ στη γενική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας φωτίζει τις πηγές της κακοδαιμονίας της.
ΕΝΑΣ δημόσιος οργανισμός αναζητά τρόπο να εκσυχροντιστεί, αφού έχουν χαθεί εν τω μεταξύ οι πόροι και οι ευκαιρίες.
Οπως ακριβώς και η ελληνική οικονομία. Η κρίση τη βρήκε να κινείται με αργές ταχύτητες, με εσωτερικές αγκυλώσεις και ελλείμματα, που οδηγούν από το ένα αδιέξοδο στο άλλο.
ΑΝ θα προλάβει το τρένο είναι ένα στοίχημα- μάλλον το τελευταίο. Γι΄ αυτό δεν πρέπει να το χάσουμε.
«ΤΑ ΝΕΑ»