Γράφει ο Δημήτρης Μακροδημόπουλος*
Όπως γράφει ο Σλαβόι Ζίζεκ, τη δεκαετία του 1990 κυκλοφόρησε στη Γερμανία η φήμη σύμφωνα με την οποία ο Γκορμπατσόφ στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Βερολίνο επισκέφθηκε αιφνιδιαστικά τον πρώην καγκελάριο Βίλυ Μπράντ.
Ωστόσο όταν ο Γκορμπατσόφ έφτασε στο σπίτι του, ο Μπράντ αρνήθηκε να τον δει. Αργότερα ο Μπραντ εξήγησε τον λόγο σε κάποιο φίλο. Δεν συγχώρεσε ποτέ τον Γκορμπατσόφ που επέτρεψε τη διάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ, όχι επειδή πίστευε μυστικά στο σοβιετικό κομμουνισμό, αλλά επειδή είχε πλήρη επίγνωση ότι η εξαφάνιση του σοβιετικού μπλοκ θα συνεπάγονταν την εξαφάνιση του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Με άλλα λόγια ο Μπραντ ήξερε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι διατεθειμένο να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στους εργαζόμενους και τους φτωχούς μόνον όταν υπάρχει η σοβαρή απειλή μιας εναλλακτικής λύσης, ενός διαφορετικού τρόπου παραγωγής ο οποίος υπόσχεται στους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους. Για να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του, ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να δείχνει ότι μπορεί να λειτουργεί καλύτερα απ’ ό,τι η εναλλακτική λύση ακόμη και για τους εργάτες και τους φτωχούς, αλλά από τη στιγμή που αυτή η εναλλακτική λύση εξαφανίζεται, ο καπιταλισμός μπορεί να προχωρήσει στη διάλυση του κράτους πρόνοιας. Γιατί λοιπόν το κεφάλαιο να μην ανακαλεί σήμερα όλες τις παραχωρήσεις του προς τους εργαζόμενους;
Ωστόσο όταν ο Γκορμπατσόφ έφτασε στο σπίτι του, ο Μπράντ αρνήθηκε να τον δει. Αργότερα ο Μπραντ εξήγησε τον λόγο σε κάποιο φίλο. Δεν συγχώρεσε ποτέ τον Γκορμπατσόφ που επέτρεψε τη διάλυση του κομμουνιστικού μπλοκ, όχι επειδή πίστευε μυστικά στο σοβιετικό κομμουνισμό, αλλά επειδή είχε πλήρη επίγνωση ότι η εξαφάνιση του σοβιετικού μπλοκ θα συνεπάγονταν την εξαφάνιση του δυτικοευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Με άλλα λόγια ο Μπραντ ήξερε ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι διατεθειμένο να κάνει σημαντικές παραχωρήσεις στους εργαζόμενους και τους φτωχούς μόνον όταν υπάρχει η σοβαρή απειλή μιας εναλλακτικής λύσης, ενός διαφορετικού τρόπου παραγωγής ο οποίος υπόσχεται στους εργαζόμενους τα δικαιώματά τους. Για να διατηρήσει τη νομιμοποίησή του, ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να δείχνει ότι μπορεί να λειτουργεί καλύτερα απ’ ό,τι η εναλλακτική λύση ακόμη και για τους εργάτες και τους φτωχούς, αλλά από τη στιγμή που αυτή η εναλλακτική λύση εξαφανίζεται, ο καπιταλισμός μπορεί να προχωρήσει στη διάλυση του κράτους πρόνοιας. Γιατί λοιπόν το κεφάλαιο να μην ανακαλεί σήμερα όλες τις παραχωρήσεις του προς τους εργαζόμενους;
Όμως η διάλυση της ΕΣΣΔ, πέρα από κοινωνικές είχε οικονομικές επιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα. Διότι, η Οχτωβριανή Επανάσταση, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας αργότερα και η επιρροή της ΕΣΣΔ σε μεγάλο τμήμα της υφηλίου ανέκοψαν τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Τον 19ο αιώνα, οι οικονομίες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών ήταν ήδη εν πολλοίς παγκοσμιοποιημένες, ίσως μάλιστα περισσότερο απ’ ότι είναι σήμερα. Η Βρετανική και η Γαλλική Αυτοκρατορία είχαν τότε τον έλεγχο όλου σχεδόν του παγκόσμιου πλούτου. Ό,τι, λοιπόν συνέβαινε ήδη τον 19ο αιώνα συμβαίνει και στις αρχές του 21ου αιώνα. Μεταξύ των δύο αυτών περιόδων κατά τον 20ο αιώνα, για ένα μεγάλο μέρος του, αυτό που συνέβη ήταν ότι η εμφάνιση της κομμουνιστικής αλτερνατίβας εμπόδισε την επέκταση της “παγκόσμιας αγοράς”. Υπήρξαν ολόκληρες περιοχές του πλανήτη που αποσπάστηκαν από την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Κατά τη μεταπολεμική περίοδο φραγμός στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση υπήρξε το συμπαγές μπλοκ των κομμουνιστικών χωρών και οι νίκες των αντιαποικιακών κινημάτων. Μερικά χρόνια αργότερα η ΕΣΣΔ και το σοβιετικό μπλοκ κατέρρευσαν. Έτσι η συσσώρευση του κεφαλαίου σε πλανητικό επίπεδο μπόρεσε να επαναληφθεί, όπως “τη χρυσή εποχή” του 19ου αιώνα και μάλιστα σε τεράστια κλίμακα. Νέα εδάφη, νέες χώρες προσφέρονταν τώρα για εκμετάλλευση τεράστιου αριθμού προλεταριοποιημένων κατοίκων της υπαίθρου. Με άλλα λόγια η διάλυση της ΕΣΣΔ δημιούργησε ξαφνικά ένα τεράστιο γεωοικονομικό κενό που έσπευσε το παγκόσμιο κεφάλαιο να το καλύψει και να αξιοποιήσει τις ιδιαιτερότητές του (φθηνές πρώτες ύλες και φθηνή εργασία), εγκαταλείποντας τις ευημερούσες δυτικές κοινωνίες. Εκεί ας αναζητηθεί η αποβιομηχάνιση των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ που ψήφισαν τον Τραμπ, εκεί οφείλεται η ανεργία στην Ευρώπη και η ακροδεξιά στροφή.
Οι επιπτώσεις όλων αυτών επιταχύνθηκαν από την τρίτη τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής που συμπαρέσυρε όλους τους τομείς ανατρέποντας τα δεδομένα στο χώρο της εργασίας. Ο Andre Gorz μας λέει ότι «το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την αυξημένη χρήση της τεχνολογίας είναι αποδεκτό μόνο αν εξοικονομεί εργασία και χρόνο… Στόχος της είναι να μας επιτρέπει να παράγουμε περισσότερα και καλύτερα σε λιγότερο χρόνο και με λιγότερη προσπάθεια». Τότε, γιατί δεν μειώνονται οι ώρες εργασίας ώστε να υπάρξει απασχόληση για το σύνολο της διαθέσιμης εργατικής δύναμης σε παγκόσμια κλίμακα; Αυτό δεν θα έπρεπε να είναι το νόημα της τωρινής τεχνολογικής επανάστασης που εκπορεύτηκε από τη Δύση των υψηλών “αξιών”; Όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για τον καπιταλισμό, μας λέει ο Αλαίν Μπαντιού. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να μειώσει τις ώρες εργασίας, επειδή αυτό αντιβαίνει στη βασική προϋπόθεση για την κερδοφορία του, που δεν είναι άλλη από την άντληση της υπεραξίας από τους εργαζόμενους. Διότι η υπεραξία αντλείται από την ανθρώπινη εργασία και όχι από τα μέσα παραγωγής (μηχανές, κ.α.). Σήμερα, λοιπόν, για να είναι η εργατική δύναμη αποδοτική για το κεφάλαιο, οι ώρες της εβδομαδιαίας εργασίας, σε παγκόσμια κλίμακα, πρέπει να συνεχίσουν να είναι τουλάχιστον σαράντα, παραβλέποντας το γεγονός πως περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι θα παραμένουν παγκόσμια εκτός αγοράς εργασίας. Να πώς συνοψίζει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν τις κοινωνικές επιπτώσεις της τελευταίας τεχνολογικής επανάστασης στις συνθήκες του καπιταλισμού: «Παλαιότερα οι πλούσιοι χρειάζονταν τους φτωχούς για να γίνουν και να παραμείνουν πλούσιοι. Τώρα δεν τους χρειάζονται πλέον… Η σύγκρουση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς σήμαινε ότι οι μεν θα εξαρτιόταν από τους δε για μια ζωή. Αυτό ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο στην πραγματικότητα. .. Ακόμα περισσότερο: Διαρρηγνύεται εκείνη η συνέχεια που όχι μόνο καθιστούσε αναγκαία αλλά και δυνατή την αλληλεγγύη. Αυτή η σχέση εξάρτησης ή τουλάχιστον οίκτου, η οποία βρισκόταν στη βάση όλων των μορφών ανισότητας μέχρι σήμερα, παύει να ισχύει… Οι πλούσιοι δεν χρειάζονται πλέον τους φτωχούς ούτε για να σώσουν τις ψυχές τους αλλά ούτε για να παραμείνουν πλούσιοι ή για να γίνουν πλουσιότεροι».
Πολιτικός – Μηχανικός Α.Π.Θ.
τ. Αρχιμηχανικός ΟΣΕ
Αλεξ/πολη