Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

Ταξίδι με τρένο θα πει νοσταλγία.

Ταξίδι με το τρένο, ταξίδι μέσα σου. Κάπως έτσι είναι αυτή η διαδρομή, ίσως γιατί είσαι μόνος σου, εσύ κι ο εαυτός σου. Κι όπως κοιτάς έξω και βλέπεις τα τοπία να απομακρύνονται, έτσι κοιτάς και μέσα σου και βλέπεις να απομακρύνονται τα χρόνια, οι στιγμές κι οι άνθρωποι.



Ό,τι αποφεύγεις να αντιμετωπίσεις στην καθημερινότητά σου ή διστάζεις να φέρεις στον νου σου, εκείνη τη στιγμή βρίσκει πόρτα ανοικτή και βγαίνει. Ξαναθυμάσαι εκείνους που πέρασαν απ’ τη ζωή σου. Περνάς από μια περιοχή κι όπως κοιτάς τον σταθμό, τη φύση, τα κτήρια, ξαναέρχεται η εικόνα αυτού του ανθρώπου που κάποια στιγμή μπήκε στην καρδιά και την καθημερινότητά σου και σε έκανε να ονειρευτείς και να πιστέψεις πως το «για πάντα μαζί» ίσως και να ήταν δυνατόν. Και κάπου εκεί, στη μέση του ταξιδιού, απομακρύνθηκε και χάθηκε, έτσι όπως χάνονται τώρα τα χρωματιστά σπίτια στη διαδρομή που κάνει το τρένο περνώντας απ’ τα δικά του μέρη, ή από ‘κείνα που σεργιανίσατε μαζί, και που δεν περίμενες να βρεθείς πάλι εκεί.

Άραγε, μπορεί να ξανασυναντηθείτε; Κι αν ναι, πού; Σε ένα ταξίδι, στην ίδια διαδρομή, εσύ να κάθεσαι και να κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο κι αιφνίδια να ακούσεις εκείνη τη φωνή. Να γυρίσεις και ξαφνιασμένα να χαμογελάσεις, να σε κυριαρχήσει, για άλλη μια φορά, το χτυποκάρδι που αισθανόσουν για εκείνον, όμως πλέον δεν είναι εκείνο του έρωτα αλλά μιας εικόνας, ενός ανθρώπου που μαζί του κουβαλάει τη νεανικότητά σου, τα όνειρά σου και στιγμές χωρίς άγχος και πίεση.

Μπορεί να συμβεί, σε ένα ταξίδι με τρένο όλα μπορούν να συμβούν, μιας κι απελευθερώνεται η ψυχή μας, φεύγουν τα «πρέπει» κι αφηνόμαστε στα χέρια της επιθυμίας. Αυτού που στην πραγματικότητα θέλουμε, αλλά σαν πατάμε το πόδι μας στο έδαφος σβήνει, τελειώνει, όπως η διαδρομή που κάνουμε.

Ένα τρένο είναι ένας εξομολογητής, ο δικός μας εξομολογητής, μιας και δεν έχουμε τη δικαιολογία του «δεν προλαβαίνω να κάνω πράγματα» κι έτσι παραδινόμαστε στον εαυτό μας, παραδεχόμαστε τις αλήθειες μας, τις αδυναμίες μας. Ξαναέρχεται στο μυαλό μας ο θυμός που φωλιάζει μέσα μας για την αδικία που, κάποτε, υποστήκαμε από ανθρώπους που δεν περπάταγαν με δικά τους πόδια αλλά με άλλων, κι αυτό τους επέτρεπε να προσβάλλουν ανθρώπους, να απειλούν, να ασκούν ψυχολογική βία και να κρύβουν κάτω απ’ το προσωπείο της ευγένειας και της καλοσύνης την κακία, τον φθόνο και την ικανότητα να θίγουν αξιοπρέπειες, να κακολογούν ανθρώπους. Και κάπου εκεί, στις εικόνες που περνάνε απ’ τα μάτια μας και χάνονται, κάπου εκεί σβήνουμε και τον θυμό μας, την οργή μας γι’ αυτούς.

Αλλά όλα τούτα απομακρύνονται, όπως απομακρύνονται απ’ τα μάτια μας τα ξερά χόρτα που βρίσκονται στη μέση του πουθενά και στη θέση τους έρχονται εικόνες απ’ τα πρώτα μας ταξίδια με το τρένο. Με τη μαμά και τον μπαμπά πλάι, κι εμείς μικρά παιδιά που χαζεύαμε έξω κι αδυνατούσαμε να καταλάβουμε γιατί χάνονται όλα τόσο γρήγορα. Θα καταλαβαίναμε χρόνια μετά, ενήλικες πια.

Κοιτάς έξω απ’ το τζάμι και βλέπεις το πρόσωπο των γονιών σου, το σουβλάκι που σου αγόραζαν σαν σταμάταγε το βαγόνι στον σταθμό, και στη μύτη σου έρχονται ξανά οι μυρωδιές του ψημένου κρέατος με το φρυγανισμένο ψωμί. Αισθάνεσαι στο στόμα σου τη νοστιμιά του, ποσό ομορφότερα ήταν όλα τότε…

Ένα ταξίδι που πάντα λες πως θα διαβάσεις ένα βιβλίο, θα ακούσεις μουσική για να περάσει η ώρα, όμως στο τέλος καταλήγεις να φαντάζεσαι, να βλέπεις εσένα μπροστά σου σε ένα μέλλον που θέλεις να γίνει παρόν σου, να αγαπάς αληθινά όσα σε γλυκαίνουν, όπως εκείνες οι κερασιές που προσπερνάτε στη διαδρομή, και μέσα από όλα αυτό να προσπερνάς και την απογοήτευση που βιώνεις από αυτό που ζεις και τη θέση του να παίρνει το όνειρο κι όσα πραγματικά ποθείς. Κι εκεί, αυτές τις ώρες του ταξιδιού, μαζί με το τρένο να ταξιδεύει κι η καρδιά σου, όχι το μυαλό σου, γιατί όσα ζητάμε, όσα είμαστε αληθινά εμείς, ποτέ δε δημιουργούνται απ’ τη λογική μα μονάχα απ’ το συναίσθημα.

Το τέλος του ταξιδιού είναι το τέλος των αναμνήσεων, των ανθρώπων που υπήρξαν κομμάτι της ζωής σου, και κάπου εκεί προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα, παίρνεις τη βαλίτσα στο χέρι κι όσο πιο αργά κατεβαίνεις τα σκαλιά του βαγονιού. Δε βιάζεσαι να φύγεις από αυτό το ταξίδι, ίσως γιατί δε θέλεις να ξαναγυρίσεις στο σήμερα, που όσο κι αν σε καλύπτει δεν είναι 100% το δικό σου πετυχημένο όνειρο…

Αν ποτέ συνταξιδέψεις με Έλληνα του εξωτερικού που πάει στον τόπο του, σε παρακαλώ, πρόσεξε τη λάμψη στα μάτια του και μπες στην ψυχή του, γιατί τότε θα συνειδητοποιήσεις πως όλοι μας μέσα απ’ το ταξίδι με το τρένο ταξιδεύουμε στις ζωές μας, τις πρότερες, τις τωρινές και τις μελλοντικές…

Συντάκτης: Γεωργία Κοκκονούζη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη
pillowfights.gr