Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Ο Βάγγος ο καραγκιοζοπαίχτης και το στέκι των σιδηροδρομικών.

Ο σκηνοθέτης, ποιητής και συγγραφέας
Λευτέρης Ξανθόπουλος 

Ο Πειραιώτης καραγκιοζοπαίχτης Βάγγος αφηγείται μπροστά στο κασετόφωνο τις Αναμνήσεις του. Και ο Λευτέρης Ξανθόπουλος τις μεταφέρει σε μας.

«To Θέατρο Σκιών είναι ό,τι περισσότερο αγάπησα στη ζωή μου. Πρώτα γιατί ήτανε το παιχνίδι των παιδικών μου χρόνων, κατόπιν το επάγγελμά μου.
Επάγγελμα που με βοήθησε να είμαι σε διαρκή επικοινωνία με το λαό, να κάνω γέλιο τον πόνο, χαρά τη λύπη του. Να σατιρίσω (όσο το μικρό μου μυαλό κατάφερνε) όλα όσα αγνοούν τη νοημοσύνη μας και την ανθρώπινη ιδιότητα. Παρά τα δεινά που πέρασα μέχρι να γίνω αυτό που είμαι τώρα, δεν μετάνιωσα ούτε για μια στιγμή που έγινα καραγκιοζοπαίχτης. Μακαρίζω τους πρωτομάστορες του Θεάτρου Σκιών που μου δίδαξαν την τέχνη, μια τέχνη τόσο αυτόνομη όσο και δημιουργική. Πρωτοείδα καραγκιόζη σε ηλικία έξι χρονών. Αυτό έγινε η μαγεία της ζωής μου. Στη σκηνή μπήκα οχτώ χρονών».

Ο Πειραιώτης καραγκιοζοπαίχτης Βάγγος (Ευάγγελος Κορφιάτης, 1922-2008) αφηγείται μπροστά στο κασετόφωνο τις Αναμνήσεις του. Και ο σκηνοθέτης, ποιητής και συγγραφέας Λευτέρης Ξανθόπουλος είχε την υπομονή, το μεράκι και την αγάπη για να τις μεταφέρει σε μας.

Οι μαγνητοταινίες ψηφιοποιήθηκαν, απομαγνητοφωνήθηκαν, τεκμηριώθηκαν και υπομνηματίστηκαν από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο και έγιναν το βιβλίο « Ο Βάγγος στον Παράδεισο» («Γαβριηλίδης»). Η έκδοση συμπληρώνεται από τον Πρόλογο του Πέτρου Μάρκαρη, Επίλογο του καραγκιοζοπαίχτη Πάνου Καπετανίδη, βιογραφικά καραγκιοζοπαιχτών-σημειώσεις του Μάστορα για την ιστορία και τεχνική του Θεάτρου Σκιών και πλούσιο οπτικό υλικό (φωτογραφίες, φιγούρες, σκηνικά, παραστάσεις).

Ο Λ. Ξανθόπουλος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο το τέλος του Βάγγου, ενός από τους πιο σπουδαίους καραγκιοζοπαίχτες:

«Η Παράσταση Τέλειωσε. Η φράση αυτή, ζωγραφισμένη επάνω σε παλιά ρεκλάμα του Θεάτρου Σκιών, βρισκόταν έξω από το σπίτι του Βάγγου, στην οδό Κινικίου 29Β στη Νίκαια, την Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008, ημέρα οριστικής αποχώρησης από τη σκηνή αυτού του κόσμου του σπουδαίου παίκτη, ενός από τους τελευταίους μεγάλους καραγκιοζοπαίχτες της εποχής μας, του Ευάγγελου Κορφιάτη. Το είχε ζητήσει ο ίδιος. Ο ίδιος, μάλιστα, από τη στιγμή που κατάλαβε ότι η παράσταση της ζωής του πλησιάζει στο τέλος της, είχε δώσει οδηγίες με όλες τις λεπτομέρειες στους δικούς του ανθρώπους για το ταξίδι του στο επέκεινα. Μία από τις επιθυμίες του ήταν να ειδοποιηθούν όλοι οι συνάδελφοι και οι φίλοι του Καραγκιόζη, γιατί όλους τους αγαπούσε. Προσγειωμένος και σε πλήρη διαύγεια, άφηνε άφωνο όποιον τον επισκεπτόταν. “Η αρρώστια αρρώστια αλλά η ζωή συνεχίζεται” έλεγε μερικές ημέρες πριν φύγει».

Ο Ευάγγελος Κορφιάτης (1922-2008) γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Εμαθε την τέχνη του Καραγκιόζη κοντά στον Γιάννη Ιατρίδη και μαθήτευσε κυρίως κοντά στον Χρήστο Χαρίδημο. Επαιξε τόσο στην Ελλάδα, στα μόνιμα θέατρα που δημιούργησε στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, όσο και σε περιοδείες σε χώρες της Ευρώπης και την Αυστραλία.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δραστηριοποιείται συστηματικά συμμετέχοντας ως γενικός γραμματέας στα Διοικητικά Συμβούλια του Πανελλήνιου Σωματείου Θεάτρου Σκιών. Τα τελευταία χρόνια τιμήθηκε από το Σωματείο του με τον τίτλο του επίτιμου προέδρου.

Ο Βάγγος έμελλε να καταξιωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους καραγκιοζοπαίχτες, σε μια εποχή που το λαϊκό θέαμα του Καραγκιόζη περνούσε δύσκολες στιγμές εξαιτίας του κινηματογράφου και της τηλεόρασης. Η καλλιτεχνική του αξία και η ικανότητά του είχαν ήδη φανεί από την πρώτη κιόλας ημέρα που έδωσε εξετάσεις για να γίνει μέλος του Σωματείου Καραγκιοζοπαιχτών, το 1945.

Ο Αντώνης Μόλλας, που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής, βλέποντας τότε τον εξοπλισμό, τη σκηνή και το παίξιμο του Βάγγου, κατάλαβε ότι πρόκειται για κάποιον που αγαπούσε την τέχνη του και είπε με θαυμασμό: «Βρε παιδιά, ποιoν ήρθαμε να εξετάσουμε; Μήπως πρέπει να εξεταστούμε εμείς;»

Πώς έγινε φίλος και συνοδοι­πόρος του ο Καραγκιόζης;

«To Θέατρο Σκιών είναι ό,τι περισσότερο αγάπησα στη ζωή μου. Πρώτα γιατί ήτανε το παιχνίδι των παιδικών μου χρόνων, κατόπιν το επάγγελμα μου. Επάγγελμα που με βοήθησε να είμαι σε διαρκή επικοινωνία με το λαό, να κάνω γέλιο τον πόνο, χαρά τη λύπη του. Να σατιρίσω (όσο το μικρό μου μυαλό κατάφερνε) όλα όσα αγνοούν τη νοημοσύνη μας και την ανθρώπινη ιδιότητα. Παρά τα δεινά που πέρασα μέχρι να γίνω αυτό που είμαι τώρα, δεν μετάνιωσα ούτε για μια στιγμή που έγινα καραγκιοζοπαίχτης. Μακαρίζω τους πρωτομάστορες του Θεάτρου Σκιών που μου δίδαξαν την τέχνη, μια τέχνη τόσο αυτόνομη όσο και δημιουργική».

Εκείνο που μου έκανε εντύπωση σε αυτό το βιβλίο είναι ο πηγαίος και ζωντανός λόγος του Βάγγου. Δεν περιγράφει μόνο πράγματα που τον αφορούν αλλά και την Ελλάδα μιας ξεχασμένης εποχής:

«Τότε υπήρχαν δύο δίκτυα σιδηροδρόμων. Ο μικρός σιδηρόδρομος των ΣΠΑΠ, που πήγαινε στην Πελοπόννησο, και το διεθνές τραίνο που λεγόταν ΣΕΚ, Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους. Σήμερα, τα δύο δίκτυα αυτά είναι ενωμένα και ονομάζονται ΟΣΕ. Εκεί λοιπόν στου Αϊμαμίτη ήταν το στέκι του πατέρα μου. Σύχναζαν όλοι οι σιδηροδρομικοί, ιδίως τα βράδια που γύριζαν από τα ταξίδια οι μηχανοδηγοί και οι θερμαστές, εκεί καθόντουσαν να πιουν ένα καφέ και τα λέγαν με τον πατέρα μου. […] Σε αυτό το διάστημα όμως, έπεσε μία επιδημία γρίπης, δεν ξέρω αν ήταν σε όλη την Ελλάδα, αλλά σίγουρα ο Πειραιάς και η Αθήνα αναστέναξαν. Αυτή την επιδημία την έλεγαν δάγκειο. Δεν ξέρω αν ήταν η επιστημονική ονομασία της γρίπης αυτής ή καλαμπουρίζοντας είχαν δώσει αυτό το όνομα, γιατί αν έμενε κάποιος όρθιος, δηλαδή δεν προσβάλλετο από την επιδημία αυτή, τον πείραζαν μερικοί και του έλεγαν, “Βρε, εσένα δεν σε δάγκωσε ο δάγκειος;”. Και ούτω καθεξής. Αυτή η επιδημία λοιπόν με έριξε στο κρεβάτι περίπου τέσσερους μήνες. Λίγο έλειψε να πεθάνω. Συνήλθα όμως με τη φροντίδα της θείας της Κανέλλας, τη φροντίδα της κυρ-Αντώναινας της Ζαΐμαινας, και τη φροντίδα της κυρά Κουλιέραινας. Οταν συνήλθα δεν με έπαιρνε πια ο πατέρας στο εργοστάσιο. Ημουν αδύνατος».

Και αλλού, για την αρχή της γερμανικής κατοχής: «Οι βόμβες στον Πειραιά έπεφταν σαν βροχή. Τα κορίτσια ήταν τρομοκρατημένα, τα παρηγορήσαμε και τους είπαμε θα τα πάμε εμείς στο σπίτι τους. Πήραμε λοιπόν την οδό Θηβών και στην οδό Λεβαδείας καθίσαμε κάτω από το γείσο μιας πόρτας για να γλιτώσουμε τυχόν θραύσματα από τα αντιαεροπορικά βλήματα».

Βιβλία σαν κι αυτό βοηθούν τη συλλογική μνήμη μας να μην ξεχνά. Και… προσφέρουν μια θέση στην καρδιά της Ιστορίας για ανθρώπους σαν τον Βάγγο. Μπορεί να χαμογελά… από τον Παράδεισο.

Κυριακή Μπεϊόγλου
efsyn.gr