Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Τα τρένα που φύγαν... ερείπια άφησαν σταθμούς και ράγες.

edΤου Ηλία Προβόπουλου

Μέχρι την ανάπτυξη των μεγάλων αυτοκινητόδρομων, ο σιδηρόδρομος ήταν το κύριο μέσο μεταφοράς σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, πλην της Ηπείρου και της Δυτικής Στερεάς. Από την Καλαμάτα μέχρι την Ορεστιάδα, κόσμος και εμπορεύματα κινούνταν στις γραμμές που στρώθηκαν στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Επρόκειτο δε για ένα θαύμα που έκανε η μικρή τότε Ελλάδα και τρανό σημάδι μιας κοινωνίας που ήθελε να πάει μπροστά, να βγει πιο έξω από τα χερσαία σύνορά της στη Δύση και τον Βορρά. 

Έτσι κύλησαν τα πράγματα μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και όσες ζημιές είχε υποστεί το σιδηροδρομικό δίκτυο κατά την περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου αποκαταστάθηκαν τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά ήδη είχε αρχίσει και η ανάποδη μέτρηση για το τρένο. Εξαιτίας του αυτοκινήτου που απέκτησαν πολύ σύντομα όλοι οι Έλληνες, λιγόστεψαν οι μετακινήσεις με αυτά και μειώθηκαν οι επιβάτες σε πολλές γραμμές. Από την άλλη, ο κακός ή ο ανύπαρκτος σχεδιασμός, ώστε αυτό να εξυπηρετεί την παραγωγή και τη βιομηχανία της χώρας, το έβγαλε στο περιθώριο των μεταφορών που κέρδισαν οι αυτοκινητόδρομοι. 

Η παρακμή του σιδηρόδρομου κατά τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε ραγδαία και τούτο είχε σαν αποτέλεσμα τη διακοπή δρομολογίων σε πολλές περιοχές, όπως για παράδειγμα αυτά για την Πελοπόννησο και την Κοζάνη, ενώ κάποια άλλα φυτοζωούν, καθώς ελάχιστοι είναι οι επιβάτες που τα προτιμούν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα και την εγκατάλειψη των εγκαταστάσεων, καθώς και των κτιρίων που ήταν κατά μήκος των γραμμών και των σταθμών που υπήρχαν και ήταν εξαιρετικά δείγματα μιας αρχιτεκτονικής του μέτρου και της αισθητικής. Είναι τεράστιος ο αριθμός αυτών των σταθμών, αφού από αυτούς εξυπηρετούνταν όλα τα χωριά και οι κωμοπόλεις της Ελλάδας και μας τα θυμίζουν τα χορταριασμένα κτίρια που βλέπουμε σε διάφορα απίθανα σημεία δίπλα στις γραμμές.


Δεν είναι όμως μόνο οι μικροί σταθμοί που ρημάζουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους σταθμούς των πόλεων. Λόγω της μείωσης της κίνησης έχουν απομακρυνθεί απ’ αυτούς και όλα σχεδόν τα καταστήματα που εξυπηρετούσαν τους επιβάτες και εκτός από τις ώρες που έρχονται και φεύγουν οι αμαξοστοιχίες δεν παρατηρείται καμιά κίνηση. Ούτε οι ανακαινίσεις που έχουν γίνει σε ορισμένους απ’ αυτούς, καθώς ο κόσμος έχει ξεχάσει τα τρένα και φυσικά έχουν αλλάξει και οι συνήθειες των ταξιδιωτών. Ελάχιστοι είναι που περιμένουν κάποιον να έρθει με το τρένο ή να τον αποχαιρετήσουν, όπως γινόταν παλιά. Ολοι βιάζονται πια να απομακρυνθούν από τους σταθμούς, λες και δεν έχουν καμιά πλέον συγκίνηση να προσφέρουν. 

Είναι τώρα ορισμένοι σταθμοί που διατηρούν κάποια κίνηση και οι οποίοι λειτουργούν ως τοπόσημα για κάποιες πόλεις που το τρένο έχει παίξει ιδιαίτερο ρόλο στη ζωή τους και καταφέρνουν να μην αποτελούν μόνο χώρο νοσταλγίας για τους παλαιότερους αλλά και σημείο συνάντησης για τους νέους. Η λειτουργία τους πάλι, προσελκύει και πολλούς επισκέπτες της πόλης, που γι’ αυτό τον λόγο πηγαίνουν με το τρένο, ενισχύοντας έτσι ένα ιδιαίτερο τουριστικό ρεύμα που εκτιμά τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν μια άλλη εποχή, που οι μεγαλύτεροι θυμούνται όταν βλέπουν παλιές ελληνικές ταινίες στην τηλεόραση. 

Τελευταία παρατηρείται έντονο το ενδιαφέρον για αναζωογόνηση του σιδηροδρόμου στην Ελλάδα, μια ιταλική εταιρεία μάλιστα αγόρασε τον γηραλέο ΟΣΕ, ενώ εκσυγχρονίζονται μεγάλα τμήματα του δικτύου και προχωρά η ηλεκτροκίνηση, σε αργούς ρυθμούς βέβαια, αλλά κάτι γίνεται και είναι ορατό σε πολλά σημεία πλέον. Δεν νομίζω όμως ότι θα καταφέρει ποτέ να κερδίσει το χαμένο έδαφος και την προτίμηση των επιβατών, γιατί άλλαξαν και οι προτιμήσεις των ταξιδιωτών οι οποίοι προτιμούν τα αυτοκίνητα, καθώς με αυτά διατηρούν μια ελευθερία κινήσεων και διαχείρισης του χρόνου παραμονής τους σε έναν τόπο.

Ένας απ’ αυτούς τους σταθμούς είναι της Έδεσσας, που βρίσκεται μέσα στην πόλη και είναι ακόμη ενταγμένος στη ζωή της, ενώ πολλοί είναι οι Εδεσσαίοι και οι επισκέπτες που τον προτιμούν για τις μετακινήσεις τους από και προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά αποτελεί και ενδιάμεσο σταθμό των δρομολογίων προς τη Φλώρινα, έναν άλλο αγαπημένο προορισμό των ανθρώπων που αγαπάνε τα ταξίδια με τον σιδηρόδρομο. Η γραμμή Θεσσαλονίκη - Φλώρινα δεν εξυπηρετείται πλέον από τα παλιά τρένα αλλά από το δίκτυο του προαστιακού της Θεσσαλονίκης, αλλά αυτό δεν αλλάζει την εμπειρία που έχει ο ταξιδιώτης στη διαδρομή, η οποία περνά μέσα από ωραίους παλιούς σταθμούς και όμορφα τοπία, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υπέροχη λίμνη Βεγορίτιδα.

O σιδηροδρομικός σταθμός της Έδεσσας διατηρεί ένα ύφος που θα ταίριαζε πολύ στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και σε αρκετούς θυμίζει σκηνές από τις ταινίες του. Με τα μεγάλα πλατάνια που τον σκιάζουν και τα κηπάρια μπροστά στις εγκαταστάσεις του αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημείο αναφοράς και αναψυχής. Είναι όμορφος όλες τις εποχές, αλλά όταν είναι χιονισμένος παρουσιάζει μια άλλη εικόνα, όπου κυριαρχεί η μοναξιά που τονίζει το χιόνι το οποίο καλύπτει τις γραμμές και τις εγκαταστάσεις που βρίσκονται ένθεν κακείθεν των γραμμών, αποθήκες, συνεργεία, άλλες εγκαταστάσεις που ρημάζουν αξιοπρεπώς, καθώς φαίνεται πως υπάρχει ακόμη η στοιχειώδης επιτήρηση και προστασία από τους σιδηροδρομικούς που εργάζονται εκεί, ενώ το γεγονός ότι βρίσκεται μέσα στην πόλη απογοητεύει εκείνους που βάζουν στο μάτι τα υλικά που μπορεί να αφαιρέσουν και να πουλήσουν στα παλιατζίδικα. Στο ότι δεν έχουν εξαφανιστεί τα προαναφερόμενα, σίγουρα οφείλεται και στη λειτουργία του καταστήματος «Ο Σταθμός» όλες τις ώρες της ημέρας που είναι προσφιλής στους Εδεσσαίους και τους επισκέπτες της πόλης.


Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Έδεσσας επειδή τυχαίνει να βρίσκεται ακόμη εκτός της ανάπτυξης του νέου δικτύου με διπλές γραμμές και καινούργιες διανοίξεις, όπως συμβαίνει στο κεντρικό δίκτυο, είναι από τους ελάχιστους που διατηρεί όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτήριζαν τους παλιούς σταθμούς των τρένων σε όλη την Ελλάδα και κατά κοινή ομολογία χαρακτηρίζονταν από μια ιδιαίτερη αισθητική και αποτελούν μνημεία μιας εποχής που πέρασε και για τα οποία δεν ενδιαφέρεται κανένας πια πώς θα διατηρηθούν. Όλοι αυτοί οι σταθμοί χτίστηκαν με τα χέρια, από μαστόρους και τεχνίτες που είχαν στη διάθεσή τους ελάχιστα εργαλεία και αυτά όχι και τόσο αποτελεσματικά. Όλες δε οι πέτρες, γιατί το τσιμέντο τότε ήταν δυσεύρετο και ακριβό, με την πλάτη ανέβηκαν στους τοίχους αλλά και τις γέφυρες, που συνεχίζουν να ομορφαίνουν το ελληνικό τοπίο.

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 11 Ιανουαρίου 2019.

Πηγή: liberal.gr