Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Ιδού οι αποφάσεις που διατάσσουν να δοθούν τα κομμένα δώρα (αναδρομικά) στους συνταξιούχους.

Δυο ακόμα αποφάσεις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δείχνουν το δρόμο ως προς την καταβολή των κομμένων δώρων των συνταξιούχων

Το δρόμο προς την πολιτική λύση για το θέμα της καταβολής(και αναδρομικά) των κομμένων δώρων σε συνταξιούχους δείχνουν δυο ακόμα αποφάσεις (9117/2018 και 10601/2018 του Διοικ.Πρωτ. Αθήνας) της Δικαιοσύνης.
Οι ρυθμοί με τους οποίους τα κατώτερα δικαστήρια της χώρας (Πρωτοδικεία) δικαιώνουν όσους συνταξιούχους προσέφυγαν και ζητούσαν την αναδρομική καταβολή των Δώρων καθώς και την εφεξής και κατ’έτος καταβολή τους, είναι καταιγιστική.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής(και πρόεδρος της ΕΝΥΠΕΚΚ) Αλέξης Μητρόπουλος τα κατώτερα Δικαστήρια της χώρας μας συμμορφώνονται, κατά το Σύνταγμα, με τις αμετάκλητες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (υπ’αριθ. 2287-2290/2015), με τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (υπ’αριθ. 1-4/2018) και με πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (υπ’αριθ. 1227/2018) και διατάσσουν την κυβέρνηση σε άμεση καταβολή -και μάλιστα με τόκο (6%)- σε όλους τους συνταξιούχους των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας.

Η κρατούσα (νομική και πολιτική) ενδειδειγμένη άποψη κατά τον κ.Μητρόπουλο είναι να παραιτηθεί το δημόσιο από το δικαίωμα της έφεσης κατά των πρωτόδικων αποφάσεων και να αποφασίσει την ολοσχερή ή κατά τμήματα καταβολή των αναδρομικών και την εφεξής κατ’έτος καταβολή τους.

«Μπορεί άλλωστε να συμψηφίσει τις απαιτήσεις που έχουν οι συνταξιούχοι (μετά την κήρυξη ως αντισυνταγματικών των διατάξεων των μνημονιακών νόμων που έκριναν παράνομες τις περικοπές των συντάξεών τους και την κατάργηση των Δώρων τους) με απαιτήσεις που έχει το κράτος από αυτούς και τις οικογένειές τους. Αυτό επιβάλλει η υποχρέωση για συμμόρφωση προς αμετάκλητες και μη ανατρέψιμες δικαστικές αποφάσεις των Ανωτάτων Δικαστηρίων».,αναφέρει ο κ.Μητρόπουλος.

Η πιο πρόσφατη

Η υπ΄αριθμόν 10601/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών,αναφέρει επι λέξει:

«ΓΑΚ : 6241/2017

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

Τμήμα 30ο Μονομελές σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Απριλίου 2018, με δικαστή την ………………. και με γραμματέα την ……….., δικαστική υπάλληλο, γ ι α να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 16.6.2017, τ………η οποία δεν παραστάθηκε, κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (Ε.Φ.Κ.Α.)» (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), που εδρεύει την Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα …………

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα, συνταξιούχος Δικαστικός Λειτουργός του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) (πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων-Ε.Τ.Α.Α.), ζητεί, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να της καταβάλει, ως αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής το ποσό των 3.432,72 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη από τις περικοπές που επιβλήθηκαν στην κύρια σύνταξη γήρατος που λάμβανε αρχικά από το Ε.Τ.Α.Α και στη συνέχεια από τον ΕΦΚΑ, για το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 30.6.2017, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, κατά τους ισχυρισμούς του, αντικείμενων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.). Περαιτέρω, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να της καταβάλει το ποσό των 500,00 ευρώ, ως αποζημίωση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις ως άνω παράνομες πράξεις του.

Επειδή, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (Ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω –μετά διαδοχικές περικοπές – περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο Ν. 4051/2012 (Α΄40), με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο Ν. 4093/2012 (Α΄222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ΄ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ΄ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).



Επειδή, οι διατάξεις αυτές ψηφίστηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών –όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφήν νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΟλΣτΕ 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό, τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν κατά το άρθρο 22 παρ.5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας –δια της χορηγήσεως παροχών συμπληρωματικών εν σχέσει προς τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως– στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Ενόψει δε του εν λόγω δημοσίου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), κι ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΟλΣτΕ 2287/2015).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ……/30.9.2013 πράξη της Διευθύντριας Παροχών του Ε.Τ.Α.Α./Τ.Α.Ν. απονεμήθηκε στην ενάγουσα, …………., βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 39 ετών, 9 μηνών και 5 ημερών, κύρια σύνταξη γήρατος, ποσού 785,44 ευρώ μηνιαίως, από 1.10.2012. Επί του ως άνω ποσού σύνταξης εφαρμόστηκαν οι μειώσεις-περικοπές αφενός του ν. 4051/2012, ανερχόμενες στο ποσό των 49,07 ευρώ, μηνιαίως, αφετέρου του ν. 4093/2012, ποσού 93,96 ευρώ, μηνιαίως, ήτοι συνολικά ποσού 143,03 ευρώ, μηνιαίως (βλ. σχετ. μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων χρονικού διαστήματος 1.7.2015-30.6.2017, καθώς και την 538265/23.4.2018 έκθεση απόψεων του εναγόμενου ΕΦΚΑ). Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το από 18.4.2018 υπόμνημα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μη νόμιμα διενεργήθηκαν οι ανωτέρω περικοπές στη σύνταξή της και προβάλλει αντίθεση των ανωτέρω διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 στις διατάξεις 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 21 παρ. 3, 22 παρ.5, 25 παρ.1 και 4 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ζητεί δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας να της καταβάλει, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 3.432,72 ευρώ, που αντιστοιχεί στις περικοπές της κύριας σύνταξης γήρατος που έλαβε για το χρονικό διάστημα από 01.07.2015 έως 30.06.2017 ([49,07 + 93,96] = 143,03 ευρώ Χ 24 μήνες ). Επιπλέον, αιτείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ να της καταβάλει το ποσό των 500,00 ευρώ ως αποζημίωση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις ως άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων των ασφαλιστικών φορέων. Εξάλλου, ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας, με την 538265/23.4.2018 έκθεση των απόψεών του, συνομολογεί τη διενέργεια των ανωτέρω περικοπών-μειώσεων δυνάμει των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, υποστηρίζει ότι έχει αποσταλεί ερώτημα στο Υπουργείο αναφορικά με την εφαρμογή των 2287-2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι πάντως οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων, που ήταν διάδικοι στις συγκεκριμένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόμων, που εξακολουθούν να ισχύουν.



Επειδή, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 3 της παρούσας απόφασης, οι μειώσεις που επήλθαν στην κύρια σύνταξη της ενάγουσας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι μη νομίμως περικόπηκε κατά τα αντίστοιχα ποσά η κύρια σύνταξη που έλαβε η ενάγουσα από το Ε.Τ.Α.Α. και ακολούθως από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα. Ως εκ τούτου, εξαιτίας της παράνομης αυτής μείωσης, δημιουργείται ευθύνη του εναγόμενου ν.π.δ.δ. να αποζημιώσει την ενάγουσα, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.ΑΚ. και ειδικότερα να καταβάλει σε αυτήν τις διαφορές συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 30.6.2017. Ειδικότερα, το ποσό, που οφείλεται στην ενάγουσα, σύμφωνα με τα μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που αυτή προσκομίζει και το οποίο δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο ν.π.δ.δ., είναι 40,97 ευρώ (μείωση βάσει του ν. 4051/2012) Χ 24 μήνες + 93,96 ευρώ (μείωση βάσει του ν .4093/2012) Χ 24 μήνες, ήτοι συνολικά, 3.432,72 ευρώ, το οποίο πρέπει να καταβληθεί στην ενάγουσα νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, στις 30.6.2017 (βλ. την 6845Ε΄/30.6.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή …….). Τέλος, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες τέλεσης του ζημιογόνου γεγονότος και το γεγονός ότι εξαιτίας των παρανόμων ενεργειών του εναγομένου, η ενάγουσα απώλεσε μέρος των συνταξιοδοτικών της παροχών για τα ανωτέρω αντιστοίχως χρονικά διαστήματα, κρίνει ότι αυτή υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει σε αυτήν ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 500,00 ευρώ, νομιμοτόκως, από 30.6.2017, κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής.

Επειδή, κατ” ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.932,72 ευρώ (3.432,72 ευρώ + 500,00 ευρώ), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (30.6.2017), εκτιμωμένων, όμως, των περιστάσεων πρέπει να απαλλαγεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας (άρθρο 275 παρ. 1 εδάφιο ε΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν.2717/1997,Α΄97).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα δύο ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (3.932,72 ευρώ), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (30.6.2017).

Απαλλάσσει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας.

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 22.6.2018.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ»

dikastiko.gr