Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

Συνέντευξη του κ. Μανούσου Μανουσάκη, για την νέα του ταινία "Ουζερί Τσιτσάνης"!

Ουζερί Τσιτσάνης. Η νέα ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, που είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη το 1942-1943.
Δείχνει την βιαιότητα των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και διηγείται μια ιστορία αγάπης και ενός απαγορευμένου έρωτα. Κι ακόμα, τον ρόλο του Τσιτσάνη και του αδελφού της γυναίκας του, Γιώργου, στην αντίσταση εναντίον των Ναζί. Η περιπετειώδης ερωτική ιστορία ενός χριστιανού και μιας εβραίας βρίσκει καταφύγιο στο Ουζερί του Τσιτσάνη. Στο μέρος όπου ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης διάνυσε τα πιο δημιουργικά του χρόνια και συνέθεσε τα πιο γνωστά του τραγούδια, όπως τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Για πρώτη φορά βλέπουμε στον κινηματογράφο το ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης σε μια παραγωγή που θυμίζει άλλες εποχές για την χώρα μας. Αξίζει να πούμε ότι είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται ιστορική ομάδα ευρωπαϊκού επιπέδου αναπαράστασης μαχών. Κάτι που ομορφαίνει το «κάδρο» της ταινίας. Βρεθήκαμε στα γυρίσματά της στο «Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παππά» και μιλήσαμε με τους συντελεστές. Δείτε τι μας είπαν.
Τι σας ώθησε να θέλετε να κάνετε αυτό το βιβλίο ταινία;
Μανούσος Μανουσάκης: Αυτό που με ώθησε να την κάνω είναι ότι συνέθετε την δημιουργικότητα σε μια περίοδο κρίσης. Την δημιουργικότητα ενός θρύλου, του Βασίλη Τσιτσάνη. Την μεγαλοφυΐα της μουσικής δηλαδή, την συνέδεε με μια ιστορική εποχή βαριάς κρίσης μέσω ενός έρωτα, απαγορευμένου και μοιραίου.
Ποια ιστορικά γεγονότα βλέπουμε να ξετυλίγονται μέσα από την ιστορία;
Μ.Μ.: Η ταινία ξεκινά τον Μάρτη του '42, όταν έγινε η πρώτη συγκέντρωση εβραίων στην Θεσσαλονίκη, στην πλατεία Ελευθερίας, μέχρι τον Μάρτη του '43 που έφυγε το πρώτο τρένο για το Άουσβιτς. Υπάρχει όλη αυτή η ιστορική πορεία με κέντρο το ολοκαύτωμα της Θεσσαλονίκης. Κάτι που δεν έχουμε δει πουθενά. Ούτε στον διεθνή κινηματογράφο ούτε στον ελληνικό, και που είναι μια ευκαιρία να δείξουμε τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων και να θυμίσουμε σε αυτούς που ξεχνάνε και να πούμε σε αυτούς που δεν ξέρουν, τι είναι φασισμός, τι είναι ναζισμός σε μια περίοδο που και τα δύο στην Ευρώπη βρίσκουν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης.
Πώς προσεγγίζει το σενάριο τον Βασίλη Τσιτσάνη; Πώς μεταφέρεται η προσωπικότητά του στην «μεγάλη οθόνη»;
Αντρέας Κωνσταντίνου (Βασίλης Τσιτσάνης): Νομίζω ότι δίνει κάποιο χώρο για να υπάρξουν κάποια πράγματα. Είναι βέβαια συγκεκριμένα τα όσα γράφει το σενάριο. Όντας αυτός που είμαι, με την φαντασία που έχω, με τα πράγματα που διάβασα, ερμήνευσα και εμπνεύστηκα, θα δημιουργήσω μια επικεντρωμένη εικόνα στο ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο άνθρωπος. Το σενάριο είναι μια μυθοπλασία, άσχετα αν είναι ένα ιστορικό πρόσωπο. Έχοντας αυτό το υλικό, προσπαθώ με βάση τα δικά μου πράγματα να δω πώς θα βρω έναν ειλικρινή τρόπο να υπάρξει αυτό ως οντότητα. Κινηματογραφική έστω αλλά να υπάρξει πραγματικά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, νομίζω, σεβάστηκε το ταλέντο του. Ο πιο πολύς κόσμος είναι ταλαντούχος. Αυτοί όμως που το καταλαβαίνουν και πραγματικά το σέβονται, φτάνουν σε ένα επίπεδο σαν του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο ίδιος ήταν εργάτης σε αυτό που έκανε. Ο άνθρωπος για να βγάλει τα προς τα ζην έπαιζε ακόμα και σε άλλους δίσκους ως μπουζουκτσής. Τα κομμάτια του περνούσαν από λογοκρισία.
Ποια ήταν η σχέση του Τσιτσάνη με την αντίσταση; Πώς θα το δούμε αυτό στην ταινία;
Α.Κ.: Είναι ενδιαφέρον αυτό, γιατί πρόκειται για δύο ιστορίες. Είναι η ιστορία του Τσιτσάνη που είχε το Ουζερί μαζί με τον αδελφό της γυναίκας του, τον Γιώργο, και ό,τι συνέβαινε εκεί. Και είναι και η ιστορία του Γιώργου. Οπότε βλέπουμε την σχέση του Τσιτσάνη με την αντίσταση εμμέσως από ένα σημείο και μετά, αλλά σαφέστατα. Δηλαδή, στην αρχή τον βλέπουμε να αμφιβάλει, να αγχώνεται και να αμφιταλαντεύεται, γιατί ο Γιώργος είναι εκεί, αγκαλιά με την φωτιά. Και δεν το δέχεται εύκολα, γιατί νιώθει ότι διακυβεύει πράγματα, τα οποία τον στηρίζουν. Αλλά θα δούμε ότι παίρνει μια απόφαση και το στηρίζει. Φωτίζεται, θα μπορούσαμε να πούμε, όταν βλέπει ότι η αντίσταση πραγματώνεται μέσα από τον Γιώργο. Οπότε οι δύο χαρακτήρες στηρίζουν ο ένας τον άλλο και έρχονται κοντά στο τέλος. Είναι πολύ δυνατό σενάριο.
Τι προετοιμασία έχεις κάνει για τον ρόλο σου;
Βασιλική Τρουφάκου (Λέλα): Η προετοιμασία είναι κατ'αρχήν, προηγείται για μένα η αγάπη μου για το λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι. Δηλαδή εμείς είμαστε στην πολεμική περίοδο, στο '40. Το πιάνει η αφήγηση της ταινίας. Αγαπώ τον ήχο του ρεμπέτικου, όπως ηχογραφείτο στην Αμερική και το λαϊκό μέχρι σήμερα. Είναι ένας ήχος που τον αγαπώ. Με έναν τρόπο ήταν βίωμά μου και γούστο μου και χαρά μου. Στην συνέχεια, πέρα από το βιβλίο όπου είναι διαφορετικός ο τρόπος της σχέσης της Λέλας με τον Τσιτσάνη, στην ταινία είναι λιγότερο πραγματοποιημένος αυτός ο έρωτας, ενώ στο βιβλίο υπάρχει μια ανεπτυγμένη ιστορία πάθους. Οπότε βασίστηκα πολύ στο σενάριο για να φανταστώ τον ρόλο μου. Είναι η σχέση μου με το τραγούδι και ο καλός θεός του Youtube, γιατί δεκαπέντε χρόνια πριν θα έπρεπε να γίνει μια διαφορετική έρευνα. Έτσι είχα πρόσβαση στις φωνές, στις τραγουδίστριες του Τσιτσάνη, την Νίνου, την Χασκή, την Νταίζη, γιατί αυτή είναι η περίοδος του Τσιτσάνη, και στις αρσενικές φωνές του. Έτσι έπαιζε στην καθημερινότητα αυτός ο ήχος, όπως τον ακούμε τώρα που ακούμε τον Αντρέα (Ανδρέας Κωνσταντίνου) να παίζει στο μπουζούκι. Με τον Θέμη Καραμουρατίδη που βοήθησε πολύ και φυσικά με τον Μανούσο Μανουσάκη. Η Λέλα είναι ένα γενναίο άτομο με μια ηθική πολύ ολοκληρωμένη. Έχει χάσει τον αδελφό της στην Αλβανία, τον πατέρα της στους βομβαρδισμούς και έχει την μάνα της κατάκοιτη. Είναι μόνη της. Αυτή πρέπει να φροντίσει τον εαυτό της. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για το πώς φαντάζομαι την ηρωίδα μου και πώς θέλω να την ενσαρκώσω.
Ποιον ρόλο ενσαρκώνετε;
Γεράσιμος Σκιαδαρέσης: Είναι ο Γιάννης, ένας ανάπηρος, θαμώνας του Ουζερί. Φαινομενικά περίεργη φάτσα. Όλοι τον θεωρούν χαφιέ, αλλά από ό,τι αποδεικνύεται στο τέλος, δουλεύει για την Αντίσταση. Και πριν με ρωτήσεις, η προετοιμασία του ρόλου περιελάμβανε εκμάθηση αναπηρικού καροτσιού.
Πώς μπήκατε στην ομάδα;
Θέμης Καραμουρατίδης (συνθέτης): H Feelgood Records έκανε το προξενειό. Που έχει και την διανομή. Έχω πολύ καλή συνεργασία με τους δίσκους με την Μποφίλιου, την Νέγκα και τον Μάλαμα. Οπότε πρότειναν στον Μανούσο να το κάνω εγώ. Συναντηθήκαμε και υπήρξε πολύ γρήγορα σύνδεση. Βρήκαμε έναν κώδικα.
Πώς προετοιμαστήκατε για την δουλειά σας στην ταινία;
Θ.Κ.: Πολύ διάβασμα και πολύ μπουζούκι. Η δουλειά μου χωρίζεται σε δύο μέρη. Στις επανεκτελέσεις του Τσιτσάνη που έχουν το βάρος της αναβίωσης και στην επιμέλεια αυτών των κομματιών και στην καινούρια μουσική που θα είναι ορχηστρική. Που αυτή, εκ πρώτης όψεως, δεν έχει το ίδιο βάρος, αλλά σε δεύτερο επίπεδο έχει να συμπορευτεί τις μουσικές του Τσιτσάνη στην ταινία. Οπότε η καημένη έχει μεγάλο ανταγωνισμό στο ίδιο φιλμ. Πολλές ακροάσεις και προσπάθεια να εντοπίσω και να διατηρήσω αυτήν την λαϊκότητα των κομματιών. Την απλότητα, αλλά με ένα μεγάλο κλειδί: Να έχουν απογυμνωθεί από τα χρόνια που πέρασαν. Γιατί αυτά τα τραγούδια πια τα ακούμε αλλιώς. Στα αυτιά μας, το «Μπαξέ Τσιφλίκι» το ακούμε στην διπλάσια ταχύτητα από αυτήν που ήταν. Και ακούγοντάς το και μελετώντας το, συνειδητοποίησα γιατί αυτά τα τραγούδια ήταν σπουδαία και πόσο έχουν ταλαιπωρηθεί μέσα στον χρόνο. Θέλησα, λοιπόν, να τα επαναφέρω στην αρχή τους. Να είναι καθαρά από τον χρόνο. Και μαζί με τον Νίκο Κατσίκη, που επιμελείται όλα τα μπουζούκια, θεωρώ ότι το έχουμε φέρει σε ένα πολύ ωραίο επίπεδο. Να μπορεί να στηρίζει το τότε και να το ακούς και τώρα και να το καταλαβαίνεις.

Παίζουν οι: 

Ανδρέας Κωνσταντίνου, Χάρης Φραγκούλης , Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Αϊβάζης, Δημήτρης Παλαιοχωρίτης, Νίκος Ιωαννίδης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Θοδωρής Μαπουρίδης, Πέτρος Ξεκούκης, Γιώργος Χαλεπλής, Αργύρης Σαζακλής, Θωμάς Κολοβός, Γιάννης Στάνκογλου, Μαρία Καβουκίδου, Λάκης Κομνηνός, Μιχάλης Αεράκης.

Συντελεστές:
Σενάριο: Βασίλης Σπηλιώπουλος - Άντα Γκουρμπάλη
Παραγωγή: ΤΗΛΕΚΙΝΗΣΗ ΑΕ
Συμπαραγωγή: ΟΤΕ TV
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Δ/ντης φωτογραφίας: Κωστής Γκίκας
Σκηνογράφος: Χαλκιάς Αντώνης
Ενδυματολόπος: Μαχαιριανάκη Άννα


Συντάκτης:  Αίαντας Αρτεμάκης

Πηγή: protagon.gr