Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Οι ιδιωτικοποιήσεις και η νέα ρωσική στρατηγική

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
 Διεθνολόγου, πρώην ευρωβουλευτή


Ακουσα με πολλή προσοχή τη νέα εκδήλωση ενδιαφέροντος της Ρωσίας για την αγορά της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, του λιμένα Θεσσαλονίκης και της ΔΕΠΑ. Θεώρησα την εξέλιξη σημαντική. Και τούτο γιατί έχω την εντύπωση ότι σε αυτήν αντικατοπτρίζεται ένας μερικός, έστω, επαναπροσδιορισμός της ρωσικής στρατηγικής στην ευρύτερη περιοχή, με φόντο τα γεγονότα στη Συρία και τις εκεί πιθανές μελλοντικές εξελίξεις. Δεν θα αναφερθώ στην περίπτωση της ΔΕΠΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τη θεωρώ σημαντική.

Απλά για τη συγκεκριμένη υπόθεση έχουν δημοσιευθεί πολλές αναλύσεις και ρεπορτάζ και είναι βέβαιο ότι θα δημοσιευθούν και νέα, ιδιαίτερα μάλιστα αφού η νέα εκδήλωση ενδιαφέροντος διατυπώνεται υπό την σκιά του προηγούμενου της απόσυρσης, στο παρά πέντε, της ρωσικής Gazprom από την πρόσφατη διαδικασία ιδιωτικοποίησης και την πώληση του ΔΕΣΦΑ στην αζερική Socar. Γεγονότα που πάντως επιβάλλουν προσεκτική διαχείριση.

Θα αναφερθώ στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ και το λιμένα Θεσσαλονίκης, των οποίων η σημασία είναι, παρά κάποια προβλήματα, μεγάλη. Τα γεγονότα στη Συρία και οι πιθανές εξελίξεις, ως αποτέλεσμα των γεγονότων αυτών, προφανώς οδηγούν τη Ρωσία στην επανεξέταση ορισμένων σημείων αναφοράς που εξυπηρετούν τη διατήρηση της παρουσίας της στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Στη Σύνοδο των G20 ο πρόεδρος Πούτιν κατάφερε, διατηρώντας τις απαραίτητες ισορροπίες, να θέσει το θέμα της Συρίας σε ένα ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο, αναλύοντας συσχετισμούς δυνάμεων, την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα και το διαρκές ρωσικό ενδιαφέρον για την περιοχή.

Το ενδιαφέρον για το λιμένα Θεσσαλονίκης, πέρα από τη σημαντική οικονομικοεμπορική διάσταση που περικλείει (πιο λυρικά θα το χαρακτήριζα «μίμηση πράξεως σινικής»), δείχνει και τη στρατηγική σημασία που αποδίδεται, προφανώς ως υποστηρικτικό της ρωσικής παρουσίας στη Συρία με τις γνωστές διευκολύνσεις στο λιμάνι της Λατάκιας, που λόγω μελλοντικών εξελίξεων μπορεί να χρειαστεί επανεξέταση. Αν δε αυτό συνδυαστεί και με το ρωσικό ενδιαφέρον για τα Βαλκάνια, ο λιμένας Θεσσαλονίκης είναι, όπως αποδεικνύεται και από παλαιότερα γεγονότα (βλ. πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία), κόμβος με στρατηγική σημασία. Σε αυτά θα πρέπει να προστεθούν και εκτιμήσεις για συνδέσεις με τη Μέση Ανατολή κατά το πρότυπο παλαιότερων συνδέσεων (βλ. πορθμείο Βόλου- Συρίας). Προφανώς οι Ρώσοι έχουν εξετάσει όλες αυτές τις διαστάσεις.

Το ενδιαφέρον για την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που όμως δεν περιορίζεται στη Ρωσία, έχει κατ' αναλογία την ίδια σημασία.

Ομως, χωρίς να υποβαθμίζεται η αντίστοιχη σημαντική εμπειρία και γνώση αρκετών Ευρωπαίων, και οι Ρώσοι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία περί τα σιδηροδρομικά. Ο Υπερσιβηρικός σιδηρόδρομος αλλά και η νέα γραμμή που μέσω Ρωσίας συνδέει την Κίνα με τη Γερμανία είναι δύο από τα πολλά παραδείγματα. Για την Ελλάδα, βέβαια, ο σιδηρόδρομος είναι, όπως λέει και το γνωστό διαφημιστικό σποτ, «κομμάτι της ψυχής μας», συνδεδεμένος με ευχάριστες και μη περιόδους της νεότερης ιστορίας μας. Για παράδειγμα, οι παλαιότεροι θα θυμούνται το σιδηρόδρομο στα χρόνια του πολέμου και μετά της Κατοχής, αργότερα την αμαξοστοιχία «Ακρόπολις Εξπρές» που συνέδεε την Ελλάδα με τη Γερμανία (Μόναχο), μεταφέροντας εκεί και χιλιάδες Ελληνες μετανάστες. Θα θυμούνται ακόμη τους παλαιούς σιδηροδρομικούς σταθμούς, αξιόλογα δείγματα αρχιτεκτονικής αντίληψης μιας εποχής, που αποτυπώθηκαν και σε πολλές ελληνικές ταινίες. Και είναι βέβαιο ότι όλες και όλοι έχουν κατά καιρούς σιγοτραγουδήσει το εξαίρετο τραγούδι «Τα τρένα που φύγαν» σε στίχους Βαγγέλη Γκούφα, μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και ερμηνεία της αξέχαστης Βίκυς Μοσχολιού. Σήμερα βέβαια πολλά έχουν αλλάξει. Και όλοι σχεδόν διαπιστώνουμε, με λύπη, ότι η κατάσταση που τώρα επικρατεί στον ελληνικό σιδηρόδρομο δεν είναι η καλύτερη. Ομως αυτό δεν μειώνει ούτε την ιστορία του ούτε τη σημασία που έχει για εμάς ούτε τις δυνατότητες του ελληνικού σιδηροδρόμου και του δικτύου τόσο σε εμπορικό όσο και σε επιβατικό επίπεδο.
Με αυτά ως δεδομένα, η νέα διαδικασία για την αποκρατικοποίηση των ανωτέρω που ξεκινά έχει ιδιαίτερη σημασία και για την Ελλάδα και για τις διεθνείς της σχέσεις. Ετσι εύχομαι να εξελιχθεί χωρίς εντάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα κάποιες ατυχείς και απαράδεκτες δηλώσεις περί της ελληνικής κυριαρχίας της απεσταλμένης του κ. Πούτιν δεν θα πρέπει να επαναληφθούν.